Πριν από 10 χρόνια, στο έμπα του 21ου αιώνα, η ελληνική επιχειρηματικότητα βρισκόταν σε φάση απογείωσης της εξωστρέφειάς της. Ολοένα και περισσότερες εταιρείες, μεγάλες και μικρές, κατακτούσαν τα Βαλκάνια. Οι προοπτικές ήταν θαυμάσιες. Οι ευκαιρίες πολλές. Η πρόκληση μεγάλη.
Οι χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού είχαν αρχίσει να συνέρχονται από την κατάρρευση του εκεί υπαρκτού σοσιαλισμού, είχαν, για σχεδόν μια δεκαετία, οι περισσότερες, εκπαιδευτεί στη δημοκρατία, είχαν ανοίξει τις αγορές τους στα ιδιωτικά κεφάλαια και τα σύνορά τους στους ξένους πολίτες και επενδυτές.
Η Ελλάδα -ως γείτονας και ανεπτυγμένη χώρα- ήταν, εκείνη την εποχή, ένα πρότυπο γι’ αυτούς, αφού (εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων) ήταν η μόνη βαλκανική χώρα που ανήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Για εμάς, για τους Έλληνες, τα Βαλκάνια μαζί με την Ουκρανία και τη Γεωργία σηματοδοτούσαν την επιστροφή της Ιστορίας. Ο χώρος που στο παρελθόν είχε ακμάσει και μεγαλουργήσει ο Ελληνισμός ήταν και πάλι ελεύθερος για μια νέα «αργοναυτική εκστρατεία». Ήταν ο καιρός για να ξαναπιάσουμε το νήμα του επιχειρείν στη Μολδοβλαχία.
Στο γύρισμα του αιώνα, η «Χάρτα» του Ρήγα Βελεστινλή μπορούσε να ξαναγραφτεί με όρους ηγεμονίας των Ρωμιών. Και σταθήκαμε συνεπείς σ’ αυτό το ραντεβού με την Ιστορία. Επιχειρήσαμε την «έξοδο». Προσπαθήσαμε να εκμεταλλευτούμε τη μοναδική ιστορική ευκαιρία που μας παρουσιάστηκε να αποχτήσουμε μια ενδοχώρα 60-100 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στην αρχή το «πέταγμα» έγινε μεμονωμένα και ασύντακτα. Στη συνέχεια, πιο οργανωμένα και πριν από 10 χρόνια με υποστηρικτή τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες «χτυπήθηκαν» στα ίσα με Αυστριακούς, Γερμανούς, Γάλλους και Ιταλούς για να εδραιώσουν την παρουσία στη Σόφια, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, τα Τίρανα.
Όσο οι ελληνικές τράπεζες καταχτούσαν μερίδια αγοράς, τόσο η όρεξη των Ελλήνων «κατακτητών» μεγάλωνε. Ήρθε έτσι η σειρά της Τουρκίας με την Εθνική Τράπεζα, της Πολωνίας με την Eurobank, της Αιγύπτου με την Πειραιώς. Το παιχνίδι μεγάλωνε. Από βαλκανικό έγινε της ευρύτερης ΝΑ Ευρώπης και της Μεσογείου.
Εκτός από τις ελληνικές ήταν και οι κυπριακές τράπεζες και εταιρείες που επίσης είδαν το «χρυσόμαλλο δέρας». Βέβαια η κάθε τράπεζα έκανε «απόβαση» μόνη της. Επεκτάθηκαν ευθύγραμμα στις γειτονικές χώρες. Χωρίς μεταξύ τους συνεννόηση. Χωρίς πρότερες οδηγίες ή εκ των υστέρων βοήθεια και καθοδήγηση από το ελληνικό κράτος.
Ο εγχώριος ανταγωνισμός μεταφέρθηκε και στην αποκαλυφθείσα ενδοχώρα. Αυτό είχε τα θετικά του, αλλά -όντας μη ενταγμένο σε μια συντεταγμένη στρατηγική «εξόδου» του Ελληνισμού- δεν διέθετε τα κατάλληλα υποστηρίγματα και τις εναλλακτικές τακτικές σε περίπτωση που τα δεδομένα άλλαζαν.
Γι’ αυτό ευθύνεται και το «ανάπηρο», εσωστρεφές και κατά βάσιν κομπραδόρικο ελληνικό κράτος, αλλά και ο αλαζονικός κοσμοπολιτισμός που σε μεγάλο βαθμό επέδειξαν οι Έλληνες επιχειρηματίες και ο οποίος μπορεί να αιτιολογηθεί αφενός λόγω του αισθήματος ισχύος που ένιωθαν ότι είχαν και αφετέρου ένεκα αυτής καθαυτής της φύσης της ελληνικής επιχειρηματικότητας που κατά βάσιν είναι ιδιωτική και πολλές φορές εγωιστική υπόθεση. Κυρίως, όμως, λόγω της απουσίας κουλτούρας συνεργασίας.
Ο εγχώριος πόλεμος για επικράτηση στον τραπεζικό τομέα μεταφέρθηκε αυτούσιος και στις νέες και υπό κατάκτησιν αγορές. Κατά κάποιον τρόπο στον τραπεζικό πόλεμο της Βαλκανικής μπορούμε να πούμε ότι οι ελληνικές τράπεζες εμφανίστηκαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις, τη στιγμή που οι αντίπαλοί τους ήταν πολυεθνικοί όμιλοι.
Οι γερμανικές, γαλλικές, ιταλικές, αυστριακές τράπεζες έχουν ένα παγκόσμιο δίκτυο, ενώ οι δικές μας για πρώτη φορά επιχειρούσαν να γίνουν σε τέτοια έκταση και εν απουσία του ομογενειακού στοιχείου «διεθνή μαγαζιά». Η ΕΤΕ, η Alpha, η Eurobank, η Πειραιώς κατάφεραν πάντως, παρά τις προαναφερόμενες, αλλά και άλλες αδυναμίες, να δώσουν έντονο ελληνικό χρώμα στην τραπεζική αγορά της ευρύτερης περιοχής όπου δραστηριοποιήθηκαν.
Σήμερα, στη Βουλγαρία δραστηριοποιούνται τέσσερις ελληνικές τράπεζες με συνολικό μερίδιο αγοράς στις χορηγήσεις 38% και στις καταθέσεις 25%. Στη Ρουμανία επίσης τέσσερις τράπεζες με μερίδια 22% και 16% αντίστοιχα. Στη Σερβία πέντε τράπεζες με μερίδια 29% και 22%. Στην Αλβανία τέσσερις τράπεζες με μερίδια 44% και 20%. Στα Σκόπια δύο με μερίδια 30% και 30%. Στην Κύπρο πέντε τράπεζες με μερίδια 13% και 11% και στην Ουκρανία τρεις τράπεζες με μικρότερα μερίδια (1,5% και 1,2%).
Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα και πριν εκδηλωθεί η κρίση στην ελληνική οικονομία η παρουσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στις ως άνω χώρες (περιλαμβανομένων και της ΕΤΕ κατά μείζονα λόγο στην Τουρκία και της Eurobank στην Πολωνία) απέβαινε σε όφελος όλων: των τραπεζών και των μετόχων τους, της εθνικής οικονομίας, αλλά και των τοπικών κοινωνιών.
Από τη στιγμή όμως που η Ελλάδα μπήκε στην περιπέτεια των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους με επακόλουθο την ασφυκτική παρουσία του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Κομισιόν, τα πράγματα άλλαξαν. Οι έκτακτες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στα οικονομικά της χώρας, και από εκεί επεκτάθηκαν στην αγορά, επηρέασαν το τραπεζικό μας σύστημα. Η αδυναμία άντλησης χρηματοδοτικών πόρων από τις διεθνείς αγορές και η υπολειτουργία της διατραπεζικής αγοράς ώθησαν τις τράπεζες στη μόνη πηγή χρηματοδότησης, την ΕΚΤ.
Η νέα πραγματικότητα, επομένως, ανέτρεψε το μέχρι σήμερα σκηνικό της παρουσίας των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό. Πλέον, φαντάζει πολυτέλεια να έχουν οι ελληνικές τράπεζες πολλαπλή και ανταγωνιστική μεταξύ τους παρουσία σε χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Σερβία.
Είναι υπερβολική σπατάλη πόρων η παρουσία τεσσάρων ή πέντε τραπεζών σε χώρες με μέγεθος τραπεζικού ενεργητικού όσο μιας μεσαίας ελληνικής τράπεζας. Για να καταλάβετε τι εννοώ, το σύνολο του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος της Ρουμανίας (87 δισ. ευρώ) ισούται σχεδόν με αυτό της Eurobank, της Βουλγαρίας (36 δισ. ευρώ) μόλις ξεπερνά το ενεργητικό της ΑΤΕ και της Σερβίας (24 δισ. ευρώ) υπολείπεται αυτού της Εμπορικής. Θα πρέπει, λοιπόν, κάτι να γίνει.
Και το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν να αποφασίσουν οι διοικήσεις των τραπεζών να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Δεν μπορεί, στη δύσκολη τούτη εποχή, οι τράπεζές μας στη Βαλκανική να έχουν η κάθε μια χωριστή διοίκηση, χωριστά κτίρια, συχνά η μία τράπεζα να είναι απέναντι στην άλλη και να παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης για τα ίδια προϊόντα με τεράστια κόστη για την κάθε μία.
Το ζητούμενο, συνεπώς, σήμερα είναι το πώς: Πρώτον, οι τράπεζες θα συνασπίσουν τις δυνάμεις τους στις επιμέρους αγορές, ώστε να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση πόρων και τη σοβαρή μείωση των δαπανών τους.
Δεύτερον, θα αποκτήσουν ισχυρό μέγεθος που θα προσδίδει εμπιστοσύνη και κύρος ώστε να αυξήσουν το μερίδιό τους στις τοπικές αγορές και να αντλήσουν περισσότερες και μεγαλύτερες καταθέσεις και άλλα κεφάλαια από το εξωτερικό, ενισχύοντας την αυτοδύναμη ανάπτυξή τους.
Και, τρίτον, θα αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή και αποτελεσματικότητα, που θα τις βοηθήσει να υποστηρίξουν όχι μόνον τα ελληνικά κεφάλαια στις χώρες αυτές, αλλά και τις οικονομίες στις οποίες λειτουργούν.
Τώρα, μάλιστα, που τα μέτρα αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας επεκτείνονται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και θα επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα και τις περισσότερες από τις χώρες αυτές.
Εάν τα παραπάνω είναι ορθά και υπάρχει συμφωνία, ίσως θα πρέπει οι ελληνικές τράπεζες να κινηθούν αντίστροφα απ’ ό,τι σχεδιάζουν. Αντί να συνεργαστούν και να συγχωνευθούν στα καθ’ ημάς, να το πράξουν πρώτα στο εξωτερικό. Να ξεκινήσουν από κει την προσπάθεια για δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών».
Ίσως θα έπρεπε και η κυβέρνηση να τους «συστήσει» να το κάνουν και να τους βοηθήσει ώστε να γίνει με επωφελή τρόπο και για τις τράπεζες και για την εθνική οικονομία. Ένα υβρίδιο συνεργασίας στο εξωτερικό μπορεί σε δεύτερο χρόνο να λειτουργήσει και ως υπόδειγμα εγχώριων συγχωνεύσεων.
Αν, τελικά, επείγει η συγχώνευση τραπεζών στην Ελλάδα, όπως πολλοί διατείνονται, τότε ίσως είναι πολύ περισσότερο αναγκαία και πιο επείγουσα η ενοποίησή τους στο εξωτερικό.
Θα πρέπει, μάλιστα, να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα μεγέθη των τοπικών αγορών και τα μερίδια που ελέγχουν οι ελληνικές τράπεζες, ώστε αλλού να δημιουργηθεί μια τράπεζα και αλλού δύο, όχι πάντως περισσότερες. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι ελληνικές τράπεζες θα μετέχουν στα τραπεζικά σχήματα που θα δημιουργηθούν με βάση τα μερίδια αγοράς και τα κεφάλαιά τους, διατηρώντας στην Ελλάδα την αυτονομία τους και -κυρίως- χωρίς συνέπειες στις θέσεις εργασίας τη δύσκολη αυτή περίοδο.
Εάν το πείραμα πετύχει, που θα πετύχει, και όταν αρχίσουν να βελτιώνονται οι συνθήκες, τότε ανοίγει και το πεδίο των εγχώριων συγχωνεύσεων. Μάλιστα, θα έλθει περίπου και ως κάτι το φυσιολογικό. Θα είναι το δεύτερο βήμα για να δημιουργηθούν «εθνικοί πρωταθλητές». Και εάν κάποιοι δεν πιστεύουν στην πολιτική αυτή, μπορούν να προχωρήσουν σε συνεργασίες με ξένες τράπεζες, ώστε να δυναμώσουν.
Ανεξαρτήτως πάντως της στρατηγικής που έχει η κάθε ελληνική τράπεζα για το μέλλον της, το ευκταίο σήμερα θα ήταν να πειραματιστούν συγχωνευόμενες στο εξωτερικό. Η δυναμική που θα παραχθεί θα δράσει ευεργετικά και πολλαπλασιαστικά και στην εγχώρια τραπεζική αγορά, αλλά και την εθνική οικονομία.
Εξάλλου θα ήταν λάθος αυτό που καταχτήθηκε, η σημαντική δηλαδή παρουσία της Ελλάδος στην ευρύτερη περιοχή, να χαθεί. Και δεν θα χαθεί απλώς μια μεγάλη εμπορική αγορά, αλλά μια ευρύτερη εθνική γεωπολιτική δυνατότητα επηρεασμού των εξελίξεων στην περιοχή.
Η ευκαιρία «εξόδου» του Ελληνισμού στη Βαλκανική Χερσόνησο, την Ανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο -που παρουσιάστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του νέου- δεν παρουσιάζεται κάθε μέρα. Συμβαίνει κάθε πενήντα ή εκατό χρόνια. Είχαμε την ευκαιρία. Την αξιοποιήσαμε. Θα ήταν τραγικό να τη χάσουμε και να παραχωρήσουμε ζωτικό χώρο σε άλλους.
Εάν λόγω της οικονομικής κρίσης φύγουμε από τις «αποικίες» που φτιάξαμε, θα τις καταλάβουν άλλοι. Και υπάρχουν πολλοί. Οι Τούρκοι, οι Ρώσοι και οι παλιοί Αψβούργοι. Δεν ξέρω αν πρέπει να τους δώσουμε αυτή τη δυνατότητα.
Πάντως και σε κάθε περίπτωση θα ήταν έγκλημα η Βαλκανική να περικυκλωθεί είτε από τους νεο-οθωμανούς του Ερντογάν, όπως τον 16ο και 17ο αιώνα, είτε να γίνει φέουδο των νεο-Αψβούργων της Μέρκελ, όπως τον 18ο και 19ο αιώνα, είτε η σφαίρα επιρροής των νεο-ολιγαρχών Ρώσων του Πούτιν, όπως τον 20ό αιώνα.
Εκτός λοιπόν από τα καθαρά εμπορικά και τραπεζικά κίνητρα, η ενδυνάμωση της παρουσίας στα Βαλκάνια υπαγορεύεται και από ευρύτερους γεωστρατηγικούς λόγους της Ελλάδας. Μάλιστα, η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία.
Και η ευκαιρία στο συγκεκριμένο θέμα έγκειται στο εξής απλό: Οι συγχωνεύσεις των τραπεζών -που είναι όντως ανάγκη για να ξεπεραστεί η κρίση- μπορεί να έλθει απ’ έξω. Όσο δυναμώνει η παρουσία των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό, τόσο αυξάνεται η δυνατότητα να γίνουν συγχωνεύσεις στο εσωτερικό, που με τη σειρά τους μπορούν να γίνουν καταλύτης για αναθέρμανση της οικονομίας, της αγοράς, του Χρηματιστηρίου, των επιχειρήσεων.
Ίσως οι Έλληνες τραπεζίτες, αλλά και η κυβέρνηση θα έπρεπε να το σκεφθούν σοβαρά…
http://felnikos.blogspot.com/
Οι χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού είχαν αρχίσει να συνέρχονται από την κατάρρευση του εκεί υπαρκτού σοσιαλισμού, είχαν, για σχεδόν μια δεκαετία, οι περισσότερες, εκπαιδευτεί στη δημοκρατία, είχαν ανοίξει τις αγορές τους στα ιδιωτικά κεφάλαια και τα σύνορά τους στους ξένους πολίτες και επενδυτές.
Η Ελλάδα -ως γείτονας και ανεπτυγμένη χώρα- ήταν, εκείνη την εποχή, ένα πρότυπο γι’ αυτούς, αφού (εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων) ήταν η μόνη βαλκανική χώρα που ανήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Για εμάς, για τους Έλληνες, τα Βαλκάνια μαζί με την Ουκρανία και τη Γεωργία σηματοδοτούσαν την επιστροφή της Ιστορίας. Ο χώρος που στο παρελθόν είχε ακμάσει και μεγαλουργήσει ο Ελληνισμός ήταν και πάλι ελεύθερος για μια νέα «αργοναυτική εκστρατεία». Ήταν ο καιρός για να ξαναπιάσουμε το νήμα του επιχειρείν στη Μολδοβλαχία.
Στο γύρισμα του αιώνα, η «Χάρτα» του Ρήγα Βελεστινλή μπορούσε να ξαναγραφτεί με όρους ηγεμονίας των Ρωμιών. Και σταθήκαμε συνεπείς σ’ αυτό το ραντεβού με την Ιστορία. Επιχειρήσαμε την «έξοδο». Προσπαθήσαμε να εκμεταλλευτούμε τη μοναδική ιστορική ευκαιρία που μας παρουσιάστηκε να αποχτήσουμε μια ενδοχώρα 60-100 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στην αρχή το «πέταγμα» έγινε μεμονωμένα και ασύντακτα. Στη συνέχεια, πιο οργανωμένα και πριν από 10 χρόνια με υποστηρικτή τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες «χτυπήθηκαν» στα ίσα με Αυστριακούς, Γερμανούς, Γάλλους και Ιταλούς για να εδραιώσουν την παρουσία στη Σόφια, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, τα Τίρανα.
Όσο οι ελληνικές τράπεζες καταχτούσαν μερίδια αγοράς, τόσο η όρεξη των Ελλήνων «κατακτητών» μεγάλωνε. Ήρθε έτσι η σειρά της Τουρκίας με την Εθνική Τράπεζα, της Πολωνίας με την Eurobank, της Αιγύπτου με την Πειραιώς. Το παιχνίδι μεγάλωνε. Από βαλκανικό έγινε της ευρύτερης ΝΑ Ευρώπης και της Μεσογείου.
Εκτός από τις ελληνικές ήταν και οι κυπριακές τράπεζες και εταιρείες που επίσης είδαν το «χρυσόμαλλο δέρας». Βέβαια η κάθε τράπεζα έκανε «απόβαση» μόνη της. Επεκτάθηκαν ευθύγραμμα στις γειτονικές χώρες. Χωρίς μεταξύ τους συνεννόηση. Χωρίς πρότερες οδηγίες ή εκ των υστέρων βοήθεια και καθοδήγηση από το ελληνικό κράτος.
Ο εγχώριος ανταγωνισμός μεταφέρθηκε και στην αποκαλυφθείσα ενδοχώρα. Αυτό είχε τα θετικά του, αλλά -όντας μη ενταγμένο σε μια συντεταγμένη στρατηγική «εξόδου» του Ελληνισμού- δεν διέθετε τα κατάλληλα υποστηρίγματα και τις εναλλακτικές τακτικές σε περίπτωση που τα δεδομένα άλλαζαν.
Γι’ αυτό ευθύνεται και το «ανάπηρο», εσωστρεφές και κατά βάσιν κομπραδόρικο ελληνικό κράτος, αλλά και ο αλαζονικός κοσμοπολιτισμός που σε μεγάλο βαθμό επέδειξαν οι Έλληνες επιχειρηματίες και ο οποίος μπορεί να αιτιολογηθεί αφενός λόγω του αισθήματος ισχύος που ένιωθαν ότι είχαν και αφετέρου ένεκα αυτής καθαυτής της φύσης της ελληνικής επιχειρηματικότητας που κατά βάσιν είναι ιδιωτική και πολλές φορές εγωιστική υπόθεση. Κυρίως, όμως, λόγω της απουσίας κουλτούρας συνεργασίας.
Ο εγχώριος πόλεμος για επικράτηση στον τραπεζικό τομέα μεταφέρθηκε αυτούσιος και στις νέες και υπό κατάκτησιν αγορές. Κατά κάποιον τρόπο στον τραπεζικό πόλεμο της Βαλκανικής μπορούμε να πούμε ότι οι ελληνικές τράπεζες εμφανίστηκαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις, τη στιγμή που οι αντίπαλοί τους ήταν πολυεθνικοί όμιλοι.
Οι γερμανικές, γαλλικές, ιταλικές, αυστριακές τράπεζες έχουν ένα παγκόσμιο δίκτυο, ενώ οι δικές μας για πρώτη φορά επιχειρούσαν να γίνουν σε τέτοια έκταση και εν απουσία του ομογενειακού στοιχείου «διεθνή μαγαζιά». Η ΕΤΕ, η Alpha, η Eurobank, η Πειραιώς κατάφεραν πάντως, παρά τις προαναφερόμενες, αλλά και άλλες αδυναμίες, να δώσουν έντονο ελληνικό χρώμα στην τραπεζική αγορά της ευρύτερης περιοχής όπου δραστηριοποιήθηκαν.
Σήμερα, στη Βουλγαρία δραστηριοποιούνται τέσσερις ελληνικές τράπεζες με συνολικό μερίδιο αγοράς στις χορηγήσεις 38% και στις καταθέσεις 25%. Στη Ρουμανία επίσης τέσσερις τράπεζες με μερίδια 22% και 16% αντίστοιχα. Στη Σερβία πέντε τράπεζες με μερίδια 29% και 22%. Στην Αλβανία τέσσερις τράπεζες με μερίδια 44% και 20%. Στα Σκόπια δύο με μερίδια 30% και 30%. Στην Κύπρο πέντε τράπεζες με μερίδια 13% και 11% και στην Ουκρανία τρεις τράπεζες με μικρότερα μερίδια (1,5% και 1,2%).
Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα και πριν εκδηλωθεί η κρίση στην ελληνική οικονομία η παρουσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στις ως άνω χώρες (περιλαμβανομένων και της ΕΤΕ κατά μείζονα λόγο στην Τουρκία και της Eurobank στην Πολωνία) απέβαινε σε όφελος όλων: των τραπεζών και των μετόχων τους, της εθνικής οικονομίας, αλλά και των τοπικών κοινωνιών.
Από τη στιγμή όμως που η Ελλάδα μπήκε στην περιπέτεια των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους με επακόλουθο την ασφυκτική παρουσία του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Κομισιόν, τα πράγματα άλλαξαν. Οι έκτακτες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στα οικονομικά της χώρας, και από εκεί επεκτάθηκαν στην αγορά, επηρέασαν το τραπεζικό μας σύστημα. Η αδυναμία άντλησης χρηματοδοτικών πόρων από τις διεθνείς αγορές και η υπολειτουργία της διατραπεζικής αγοράς ώθησαν τις τράπεζες στη μόνη πηγή χρηματοδότησης, την ΕΚΤ.
Η νέα πραγματικότητα, επομένως, ανέτρεψε το μέχρι σήμερα σκηνικό της παρουσίας των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό. Πλέον, φαντάζει πολυτέλεια να έχουν οι ελληνικές τράπεζες πολλαπλή και ανταγωνιστική μεταξύ τους παρουσία σε χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Σερβία.
Είναι υπερβολική σπατάλη πόρων η παρουσία τεσσάρων ή πέντε τραπεζών σε χώρες με μέγεθος τραπεζικού ενεργητικού όσο μιας μεσαίας ελληνικής τράπεζας. Για να καταλάβετε τι εννοώ, το σύνολο του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος της Ρουμανίας (87 δισ. ευρώ) ισούται σχεδόν με αυτό της Eurobank, της Βουλγαρίας (36 δισ. ευρώ) μόλις ξεπερνά το ενεργητικό της ΑΤΕ και της Σερβίας (24 δισ. ευρώ) υπολείπεται αυτού της Εμπορικής. Θα πρέπει, λοιπόν, κάτι να γίνει.
Και το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν να αποφασίσουν οι διοικήσεις των τραπεζών να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Δεν μπορεί, στη δύσκολη τούτη εποχή, οι τράπεζές μας στη Βαλκανική να έχουν η κάθε μια χωριστή διοίκηση, χωριστά κτίρια, συχνά η μία τράπεζα να είναι απέναντι στην άλλη και να παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης για τα ίδια προϊόντα με τεράστια κόστη για την κάθε μία.
Το ζητούμενο, συνεπώς, σήμερα είναι το πώς: Πρώτον, οι τράπεζες θα συνασπίσουν τις δυνάμεις τους στις επιμέρους αγορές, ώστε να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση πόρων και τη σοβαρή μείωση των δαπανών τους.
Δεύτερον, θα αποκτήσουν ισχυρό μέγεθος που θα προσδίδει εμπιστοσύνη και κύρος ώστε να αυξήσουν το μερίδιό τους στις τοπικές αγορές και να αντλήσουν περισσότερες και μεγαλύτερες καταθέσεις και άλλα κεφάλαια από το εξωτερικό, ενισχύοντας την αυτοδύναμη ανάπτυξή τους.
Και, τρίτον, θα αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή και αποτελεσματικότητα, που θα τις βοηθήσει να υποστηρίξουν όχι μόνον τα ελληνικά κεφάλαια στις χώρες αυτές, αλλά και τις οικονομίες στις οποίες λειτουργούν.
Τώρα, μάλιστα, που τα μέτρα αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας επεκτείνονται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και θα επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα και τις περισσότερες από τις χώρες αυτές.
Εάν τα παραπάνω είναι ορθά και υπάρχει συμφωνία, ίσως θα πρέπει οι ελληνικές τράπεζες να κινηθούν αντίστροφα απ’ ό,τι σχεδιάζουν. Αντί να συνεργαστούν και να συγχωνευθούν στα καθ’ ημάς, να το πράξουν πρώτα στο εξωτερικό. Να ξεκινήσουν από κει την προσπάθεια για δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών».
Ίσως θα έπρεπε και η κυβέρνηση να τους «συστήσει» να το κάνουν και να τους βοηθήσει ώστε να γίνει με επωφελή τρόπο και για τις τράπεζες και για την εθνική οικονομία. Ένα υβρίδιο συνεργασίας στο εξωτερικό μπορεί σε δεύτερο χρόνο να λειτουργήσει και ως υπόδειγμα εγχώριων συγχωνεύσεων.
Αν, τελικά, επείγει η συγχώνευση τραπεζών στην Ελλάδα, όπως πολλοί διατείνονται, τότε ίσως είναι πολύ περισσότερο αναγκαία και πιο επείγουσα η ενοποίησή τους στο εξωτερικό.
Θα πρέπει, μάλιστα, να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα μεγέθη των τοπικών αγορών και τα μερίδια που ελέγχουν οι ελληνικές τράπεζες, ώστε αλλού να δημιουργηθεί μια τράπεζα και αλλού δύο, όχι πάντως περισσότερες. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι ελληνικές τράπεζες θα μετέχουν στα τραπεζικά σχήματα που θα δημιουργηθούν με βάση τα μερίδια αγοράς και τα κεφάλαιά τους, διατηρώντας στην Ελλάδα την αυτονομία τους και -κυρίως- χωρίς συνέπειες στις θέσεις εργασίας τη δύσκολη αυτή περίοδο.
Εάν το πείραμα πετύχει, που θα πετύχει, και όταν αρχίσουν να βελτιώνονται οι συνθήκες, τότε ανοίγει και το πεδίο των εγχώριων συγχωνεύσεων. Μάλιστα, θα έλθει περίπου και ως κάτι το φυσιολογικό. Θα είναι το δεύτερο βήμα για να δημιουργηθούν «εθνικοί πρωταθλητές». Και εάν κάποιοι δεν πιστεύουν στην πολιτική αυτή, μπορούν να προχωρήσουν σε συνεργασίες με ξένες τράπεζες, ώστε να δυναμώσουν.
Ανεξαρτήτως πάντως της στρατηγικής που έχει η κάθε ελληνική τράπεζα για το μέλλον της, το ευκταίο σήμερα θα ήταν να πειραματιστούν συγχωνευόμενες στο εξωτερικό. Η δυναμική που θα παραχθεί θα δράσει ευεργετικά και πολλαπλασιαστικά και στην εγχώρια τραπεζική αγορά, αλλά και την εθνική οικονομία.
Εξάλλου θα ήταν λάθος αυτό που καταχτήθηκε, η σημαντική δηλαδή παρουσία της Ελλάδος στην ευρύτερη περιοχή, να χαθεί. Και δεν θα χαθεί απλώς μια μεγάλη εμπορική αγορά, αλλά μια ευρύτερη εθνική γεωπολιτική δυνατότητα επηρεασμού των εξελίξεων στην περιοχή.
Η ευκαιρία «εξόδου» του Ελληνισμού στη Βαλκανική Χερσόνησο, την Ανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο -που παρουσιάστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του νέου- δεν παρουσιάζεται κάθε μέρα. Συμβαίνει κάθε πενήντα ή εκατό χρόνια. Είχαμε την ευκαιρία. Την αξιοποιήσαμε. Θα ήταν τραγικό να τη χάσουμε και να παραχωρήσουμε ζωτικό χώρο σε άλλους.
Εάν λόγω της οικονομικής κρίσης φύγουμε από τις «αποικίες» που φτιάξαμε, θα τις καταλάβουν άλλοι. Και υπάρχουν πολλοί. Οι Τούρκοι, οι Ρώσοι και οι παλιοί Αψβούργοι. Δεν ξέρω αν πρέπει να τους δώσουμε αυτή τη δυνατότητα.
Πάντως και σε κάθε περίπτωση θα ήταν έγκλημα η Βαλκανική να περικυκλωθεί είτε από τους νεο-οθωμανούς του Ερντογάν, όπως τον 16ο και 17ο αιώνα, είτε να γίνει φέουδο των νεο-Αψβούργων της Μέρκελ, όπως τον 18ο και 19ο αιώνα, είτε η σφαίρα επιρροής των νεο-ολιγαρχών Ρώσων του Πούτιν, όπως τον 20ό αιώνα.
Εκτός λοιπόν από τα καθαρά εμπορικά και τραπεζικά κίνητρα, η ενδυνάμωση της παρουσίας στα Βαλκάνια υπαγορεύεται και από ευρύτερους γεωστρατηγικούς λόγους της Ελλάδας. Μάλιστα, η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία.
Και η ευκαιρία στο συγκεκριμένο θέμα έγκειται στο εξής απλό: Οι συγχωνεύσεις των τραπεζών -που είναι όντως ανάγκη για να ξεπεραστεί η κρίση- μπορεί να έλθει απ’ έξω. Όσο δυναμώνει η παρουσία των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό, τόσο αυξάνεται η δυνατότητα να γίνουν συγχωνεύσεις στο εσωτερικό, που με τη σειρά τους μπορούν να γίνουν καταλύτης για αναθέρμανση της οικονομίας, της αγοράς, του Χρηματιστηρίου, των επιχειρήσεων.
Ίσως οι Έλληνες τραπεζίτες, αλλά και η κυβέρνηση θα έπρεπε να το σκεφθούν σοβαρά…
http://felnikos.blogspot.com/