Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013
ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ: ΠΕΡΙ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΝ ΚΑΙ… ΣΟΥΒΛΑΚΙΩΝ (Δ. Νατσιός) « Τὸ ψήσιμο λοιπὸν τοῦ προσφιλοῦς σουβλακίου συνιστᾶ μία βαθειὰ πολιτικὴ πράξη, μία εὔγευστη φωνὴ καὶ ὀσμὴ διαμαρτυρίας».
. Κάθε Σεπτέμβριο λίγο πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς νέας σχολικῆς χρονιᾶς σὲ πολλὲς βορειοελλαδίτικες πόλεις στήνεται ἡ ἐμποροπανήγυρις. Τὸ ἔθιμο ἔχει βυζαντινὲς ρίζες ἤκμασε τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κυρίως ὡς ζωοπάζαρο, συνεχίστηκε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ λεγομένου ἐλευθέρου βίου, ἐνῶ στὶς μέρες μας εἶναι καὶ πάλι ζωοπανήγυρις μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι τὰ συμπαθῆ ζῶα τὰ «παζαρεύουμε» ξαπλωμένα στὶς σχάρες, τεμαχισμένα καὶ ψημένα ὑπὸ μορφὴν σουβλακίων, σουτζουκακίων καὶ λοιπῶν μορφῶν, στὶς ὁποῖες τὰ τεμαχίζουν οἱ κρεοπῶλες. Ἑκατοντάδες χοῖροι καὶ ἄλλα συμπαθῆ ζωντανὰ θυσιάζονται τὴν περίοδο τῆς ἐμποροπανηγύρεως, γιὰ νὰ καρυκεύσουν καὶ νὰ γλυκάνουν τὸ ἄγχος τῶν περιηγητῶν, ἐν ὄψει τοῦ θλιβεροῦ, οἰκονομικῶς, χειμώνα. Δεκάδες ἀτυχῆ τετράποδα καταβροχθίζονται, γιὰ νὰ ἁπαλύνουν καὶ νὰ διασκεδάσουν τοὺς καημοὺς καὶ τὰ βάσανα τῶν Νεοελλήνων. Ἂν δεῖς αὐτὲς τὶς μέρες τὴν πόλη ἀπὸ ψηλά, δὲν μοιάζει μὲ ζωγραφιά, ἀλλὰ μὲ πεδίο μάχης. Τὶς βραδινὲς ὧρες, κυρίως, ἕνα τεράστιο σύννεφο καπνοῦ τυλίγει στοργικὰ τὴν μικρή μας πόλη. Μυρωδιὲς ἀνάκατες ἐρεθίζουν τὴν ὄσφρησή μας. Ἐκεῖ τὰ ἐκμαυλιστικὰ σουβλάκια, ἐδῶ τὰ πεντανόστιμα λουκάνικα Ἡρακλείας, παραπέρα τὸ λαχταριστὸ κοκορέτσιον καὶ τὰ σουτζουκάκια. Ἀπὸ ὅλη τὴν Μακεδονία καταφθάνουν οἱ μάστορες τῆς γαστρονομίας καὶ γαστριμαργίας. Παραφράζοντας τὸν ἀλεξανδρινὸ ποιητὴ θὰ λέγαμε «εἴμεθα ἕνα κράμα ἐδῶ : Κιλκισιῶτες, Σερραῖοι, Γραικοί, Γραικύλοι, Προδότες, Μνημονιακοί, Λαμόγια, “Ἀγανακτισμένοι” καὶ λοιποὶ βάρβαροι καὶ Ἀργεῖοι… (Σπεύδω καὶ ἐξηγῶ πρὸς ἄρσιν τυχὸν παρεξηγήσεων. “Βίος ἀνεόρταστος μακριὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος” ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Τὰ ἐμποροπανηγύρια ἢ “παζάρια”, ὅπως τὰ ὀνομάζαμε στὴν πατρίδα μου τὴν Πιερία, εἶναι ὡραῖα, σύναξη καὶ συνάθροιση τοῦ λαοῦ, αἴσθηση τοῦ συνανήκειν, μερισμὸς τῶν δεινῶν τοῦ βίου, ἕνα εἶδος παρηγορίας καὶ συναντίληψης. Ἴσως αὐτὰ χάθηκαν σήμερα ἐν μέσῳ παγκοσμιοποιήσεως τῆς φτηνῆς καὶ ἀγοραίας ψυχαγωγίας. Οἱ τοπικὲς ὅμως κοινωνίες διατηροῦν ἀκόμη κάποια ψήγματα αὐθεντικότητας, κάτι ἀπὸ τὴν χαμένη ἀθωότητα τῶν περασμένων. Γι᾽ αὐτὸ καλὰ εἶναι τὰ τοπικὰ πανηγύρια, ἀρκεῖ νὰ μὴν καταντοῦμε “γιὰ τὰ πανηγύρια”, ὅπως λέει καὶ ὁ λαός, στηλιτεύοντας τὴν γελοιότητα καὶ τὸ κιτσαριό).
«Κι ἂν πειναλέοι γυρνᾶμε ὁλημερὶς/
. Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὰ πολιτικὰ καὶ ἂς γυρίσουμε στὰ… πολιτιστικά, στὴν ἐμποροπανήγυρι. Τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον καὶ συνάμα διασκεδαστικὸ γεγονὸς τῆς ἐμποροπανηγύρεως εἶναι τὰ διάφορα πολιτιστικὰ δρώμενα, ποὺ τὴν διανθίζουν καὶ τὴν καλλύνουν. Ἐξαίσιο θέαμα ἀποτελεῖ ἡ κατασπάραξη ταυτοχρόνως τῶν σουβλακίων καὶ ἡ παρακολούθηση ἑνὸς πολιτιστικοῦ γεγονότος. Ἄφθαστη παιδαγωγικὴ ἀρχή: τέρπειν καὶ διδάσκειν. Τρώω καὶ μαθαίνω, ἐσθίειν καὶ μανθάνειν, ὅπως ἀκριβῶς γινόταν στὰ ἀρχαῖα συμπόσια. Ἐξ ἄλλου οὐδέποτε ὁ Ἕλληνας ἐγκατέλειψε τὰ λαμπρὰ ἐλαττώματα τῶν προγόνων του. Καὶ τὸ σουβλάκι ἀκόμη εἶναι παραφθορὰ τῆς ἀρχαίας λέξης ὄβελος-ὀβελίδιον. (Τὸ σουβλίζω παράγεται ἀπὸ τὸ ὀβελίζω. Στὴν νεοελληνικὴ διασώθηκε σύνθετο ὡς ἐξοβελίζω). Ἐξοβελίζοντας λοιπόν…σουβλάκια στὴν ἐμποροπανήγυρι τηροῦμε τὶς παραδόσεις μας. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὅταν ἤθελαν νὰ ζητήσουν κάτι ἀπὸ τοὺς θεούς, θυσίαζαν ἕνα ζῶο. (Ἱκετήριος θυσία). Γιὰ τοὺς θεούς, βεβαίως, προόριζαν μόνο τὴν κνίσσα (τσίκνα) καὶ τὰ ἐντόσθια. (Κορόιδα ἦταν;) Τὸ ὑπόλοιπο τοῦ ψημένου ζώου χρησίμευε γιὰ τὴν εὐωχία καὶ τὴν τέρψη τῶν θυόντων. Ἄρα καὶ ἡ ἐμποροπανήγυρις θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς μία ἱκετήριος θυσία πρὸς τοὺς πολιτικοὺς «θεούς», ἢ “δαίμονες” καλύτερα, τῆς Ἑλλάδας μὲ τὴν εὐχή, ἡ τσίκνα τῶν σουβλακίων νὰ φτάσει στὰ ρουθούνια τους νὰ τοὺς ἐξευμενίσει, γιὰ νὰ γλιτώσουμε τὰ τρισχειρότερα! (Ἐνίοτε “θυσίαζαν” καὶ ἐγκληματίες, τοὺς ὁποίους διατηροῦσαν καθαροὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, γιὰ ἀρκετὸ περίπου διάστημα, πρὶν τοὺς ἐκτελέσουν. Τοὺς ὀνόμαζαν καθάρματα, ἀπὸ τὸ ρῆμα καθαίρω, ποὺ σημαίνει καθαρίζω, ἐξαγνίζω)
Ετικέτες
άρθρα,
Δημήτρης Νατσιός