Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Το Βυζάντιο (η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης: η Ρωμανία) παραμένει σημείο αντιλεγόμενο. Η μακροβιότητά του μοιάζει ιστορικό αίνιγμα άλυτο, όπως επίσης και η παρακμή του. Η δυσκολία να έχουμε μια συνεκτική θεώρηση δεν είναι μόνο «αντικειμενική». Είναι και ο δικός μας υποκειμενισμός: οι αξιώσεις της δικής μας αυτοσυντήρησης, που λειτουργούν ως αφανές καθοριστικό πρόταγμα των όποιων προσεγγίσεών μας.
Αν, ας πούμε, είμαι ένας κατεστημένος ακαδημαϊκός ιστορικός, πόσο εύκολο μου είναι να δώσω έμφαση σε στοιχεία, από τα οποία θα κινδύνευε να βγει το συμπέρασμα ότι οι σύγχρονες αξίες μας δεν στέκουν και τόσο καλά; Ή για να το κάνουμε πιο απτό: Πόσο εύκολα μπορώ, ως δημοκράτης, να αναγνωρίσω ότι η στρατιωτική μοναρχία ήταν αυτές τις εποχές «καλύτερο» πολίτευμα από τη δημοκρατία και να σχετικοποιήσω έτσι αυτή την τόσο ζωτική για μας πολιτειακή μορφή; Πόσο εύκολα μπορώ, αν είμαι «νεοφιλελεύθερος», να μη φορτώσω όλα τα κακά του Βυζαντίου στον κρατισμό του, παραβλέποντας ότι χωρίς τον κρατισμό δεν θα υπήρχε καν ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Αν είμαι οπαδός του «κοινωνικού κράτους», πόσο εύκολα μπορώ να μην αποδώσω τη βυζαντινή αποσύνθεση στη δράση των «φεουδαρχών»; Τέλος, αν είμαι οπαδός του μακαρία τη λήξει «ελληνο-χριστιανισμού», πόσο εύκολα μπορώ να μην τα φορτώσω όλα στους «ξένους»;
Η εικόνα που σχηματίζεις για τον «άλλο» ποτέ δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτό που είσαι. Εκτός και αν αυτό που είσαι έχει ως άξονα την αναγνώριση του «άλλου» -ένα πρότυπο το οποίο βρίσκεται στους αντίποδες του νεωτερικού μας πολιτισμού. Ζώντας, τέλος, στην εποχή του μεταμοντέρνου σχετικισμού, πόσο είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ότι η «φυσική» αλλεργία μας απέναντι στις «μεγάλες αφηγήσεις» δεν είναι και τόσο φυσιολογική;
Η παραδοσιακή νεωτερική θέση είναι σαφής: Επικεντρώνεται στα στοιχεία της «παρακμής και πτώσης της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» στη γραμμή του Γίβωνα. Τα γενικεύει και κατασκευάζει απ’ αυτά την «ουσία» του βυζαντινού πολιτισμού: πνευματικός σκοταδισμός και ανατολικός δεσποτισμός. Δικαιώνει έτσι αναδρομικά και τη θεμελίωση του νεοελληνικού μας κράτους στους νεωτερικούς αντίποδες του τρισβάρβαρου εκείνου πολιτισμού. Τώρα όμως, που ο εκδυτικισμός μας ολοκληρώθηκε, αυξάνουν παραδόξως οι ενστάσεις. Οι αποτιμήσεις μας, πιο επιφυλακτικές, αλλά και πιο εμπεριστατωμένες, φέρνουν στην επιφάνεια την "ταπεινή συνειδητοποίηση της αντίφασης μεταξύ πίστης και αβεβαιότητας", που χαρακτήριζε τον βυζαντινό κόσμο, σύμφωνα με τον βρετανό βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν. -Αντίφαση που έκανε τη χριστιανική Δύση να βλέπει ως "ανειλικρινή" την επιδίωξη των βυζαντινών να υλοποιήσουν το χριστιανικό ιδανικό και ως "προσχηματική" την εκ μέρους τους επίκληση της ανθρωπίνης αδυναμίας (αμαρτωλότητας). Στην πεποίθηση των βυζαντινών για τον τραγικό και σκιώδη χαρακτήρα των ανθρωπίνων υποθέσεων, η νεωτερική προκατάληψη αναγνωρίζει ανατολικές-αρνησίκοσμες αντιλήψεις, απολογητικές ενός απαράδεκτα ιεροποιημένου δεσποτισμού.
Οι γιβωνικές απόψεις ξεκινούν από την παραδοχή ότι οι ρωμαίοι κληροδότησαν στους βυζαντινούς μια τρομερή υπερδύναμη, απέναντι σε βαρβάρους των οποίων τα μέσα ήταν πρωτόγονα και ασήμαντα. Το στοιχείο της «υπερδύναμης» εξηγεί τη μακροβιότητα του κληροδοτήματος, ενώ η αρχική ασημαντότητα των βαρβάρων κατακτητών του πιστοποιεί την αθλιότητα των γραικύλων κληρονόμων. Όπερ έδει δείξαι.
Ο αντίλογος στις γιβωνικές απόψεις ξεκινά από την αναίρεση του μύθου περί «κληρονομημένης υπερδύναμης»: «Η ιδιαιτερότητα της βυζαντινής περίπτωσης πηγάζει από τον συνδυασμό τριών στοιχείων, Πρώτον, το Βυζάντιο αντιμετώπιζε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ισχυρότερή του, και ενίοτε περισσότερες από μία. Δεύτερον, το Βυζάντιο υπήρξε παρά ταύτα η μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Τρίτον, κατόρθωσε να εξαπλώσει τον πολιτισμό του σε μεγάλες απολίτιστες ή ημιβάρβαρες περιοχές του ευρύτερου περιβάλλοντός του με συνέπειες που συνεχίζουν σήμερα να επηρεάζουν τις πολιτισμικές παραδόσεις ενός σημαντικού μέρους της ευρασιατικής ηπειρωτικής μάζας.» (Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η βυζαντινή υψηλή στρατηγική, σ. 292. Ποιότητα, Αθήνα 1999.)
Η ικανότητα του βυζαντινού κράτους να διατηρεί επί μακρόν τη συνολική διαφορά ισχύος, έναντι των εξωτερικών εχθρών του, διασφαλιζόταν από μια υψηλή στρατηγική στρατιωτικής ανάσχεσης-επέκτασης, συμμαχιών, εξαγορών, εξισορροπήσεων και κατευνασμών, η ανάλυση των οποίων δείχνει ότι συνδύαζε μια άκαμπτη στρατηγική εμμονή σε έναν σταθερό πυρήνα οικουμενικών αξιών και μια αξιοσημείωτη ευελιξία στο επίπεδο της τακτικής.
Ο σταθερός άξονας ήταν η πίστη του στην οικουμενικότητα των αξιών του Ορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμού και στην οικουμενικότητα της αποστολής του ρωμαϊκού κράτους, ως φορέα διαφύλαξης και διάδοσης του πολιτισμού αυτού. Θεωρούνταν αυτονόητο ότι ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, λόγω της υψηλής οικουμενικής αποστολής του, ήταν η νομιμοποιητική πηγή κάθε άλλης εξουσίας στον κόσμο. Τοποθετώντας τον στην κεφαλή της Οικουμένης, η βυζαντινή υψηλή στρατηγική προωθούσε ένα καθεστώς διεθνούς νομιμότητας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Ντ. Ομπολένσκι θα ονομάσει «βυζαντινή κοινοπολιτεία». (D. Obolensky, The Byzantine Commonwealth: Eastern Europe 500-1500, London – New York 1971.) Η συνέχεια της «βυζαντινής κοινοπολιτείας» και μετά την κατάρρευση του βυζαντινού κράτους, δείχνει τη σχέση της με τις αξίες του υποκείμενου πολιτισμικού σώματος.
Βάση της υψηλής στρατηγικής ικανότητας των βυζαντινών ήταν μια ακμάζουσα κοινωνία, ικανή να προσφέρει τη συναίνεσή της, για την κινητοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων πόρων της, στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής στρατηγικής. Κινητήρας της δεν ήταν κάποιο αδρανές «κληροδοτημένο απόθεμα δύναμης», αλλά ο βυζαντινός πατριωτισμός. Που εκδηλώνεται π.χ. με την καθολική κινητοποίηση, επί βασιλέως Ηρακλείου και πατριάρχου Σεργίου (610-638), για την αντιμετώπιση της συνδυασμένης περσικής και αβαρικής επίθεσης.
Η κοινωνική ακμή, η οποία κορυφώνεται την εποχή της Μακεδονικής δυναστείας, είναι η άλλη όψη του βυζαντινού πατριωτισμού και έχει, όπως παρατηρεί ο Σερ Έντουϊν Πήαρς ως ζωτική πηγή τον ελληνικό Κοινοτισμό, μαζί με τον Χριστιανισμό και το ρωμαϊκό Δίκαιο:
«Η οργάνωση της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας είχε βασιστεί στα συμπαγή θεμέλια του ρωμαϊκού διοικητικού συστήματος και της ελληνικής κοινοτικής αυτοδιακυβέρνησης. Από την επιλογή του Βυζαντίου ως πρωτεύουσας εκ μέρους του Κωνσταντίνου μέχρι το 1057, ο κυβερνητικός μηχανισμός είχε εργαστεί σταθερά και καλά. Ελάχιστες βίαιες αλλαγές είχαν επέλθει. Υπήρχε ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας και καλή απονομή δικαιοσύνης –βασιζόμενη σε μια νομοθεσία που ναι μεν είχε εισαχθεί από τη Ρώμη, αλλά είχε αναπτυχθεί στην Κωνσταντινούπολη– ένα σύστημα που είναι το πληρέστερο που απεργάστηκε ποτέ ο ανθρώπινος νους, ένα σύστημα που αντέγραψε άμεσα ή υιοθέτησε η σύγχρονη Ευρώπη και που αποτελεί τη βάση των νομοθεσιών όλου του πολιτισμένου κόσμου. Ενώ η Νέα Ρώμη είχε με αυτό τον τρόπο προσφέρει στον κόσμο ένα σύστημα νόμων που ήταν πολύ περισσότερο προηγμένο από εκείνο της Πρεσβύτερης Ρώμης, η ίδια πόλη είχε αναπτύξει και διαμορφώσει τη χριστιανική θρησκεία. Ο χριστιανισμός και το Δίκαιο ήταν οι δεσμοί που συνέδεαν τα διάφορα τμήματα της αυτοκρατορίας. Υπήρχε, όμως, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας, ένα πνεύμα που καθιστούσε τους κατοίκους των πόλεων και των επαρχιών αυτάρκεις και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητους από την κεντρική κυβέρνηση. Άπαξ και οι κοινότητες προστατεύονταν από τους εξωτερικούς εχθρούς, δεν είχαν ανάγκη άλλης προστασίας. Επιθυμούσαν μόνο να αφεθούν μόνες τους, να τους επιτραπεί να επιδίδονται στο εμπόριο ή να καλλιεργούν τις γαίες τους χωρίς να παρενοχλούνται από την κυβέρνηση. Εν γένει, αυτή η επιθυμία γινόταν πραγματικότητα. Υπό την επίδραση της Ορθοδοξίας, του Ρωμαϊκού Δικαίου και του ελληνικού ατομικισμού, όπως ο τελευταίος αντανακλάται στο θεσμό της κοινοτικής αυτοδιακυβέρνησης, είχε σημειωθεί σταθερή πρόοδος που είχε διακοπεί ελάχιστες φορές. Δεν υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη άλλη κυβέρνηση η οποία εξασφάλισε για τόσο μακρά περίοδο παρόμοια πλεονεκτήματα στους υπηκόους της.» (Έντουϊν Πήαρς: 1204, Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2003, σσ. 23-26.)
Η ανάλυση αυτή, για το πώς ο έλεγχος των συσχετισμών ισχύος εξαρτιόταν αποκλειστικά από την ομαλή λειτουργία των όρων της υψηλής στρατηγικής (στρατιωτική στρατηγική, οικονομική στρατηγική, διεθνής νομιμοποίηση, διπλωματία), ερμηνεύει τόσο τη βυζαντινή μακροβιότητα όσο και τη βυζαντινή παρακμή και πτώση, διότι ο όρος «βυζαντινή παρακμή» είναι απλώς μια διαφορετική ονομασία της εξάντλησης του βυζαντινού πατριωτισμού –του αληθινού κινητήρα της βυζαντινής ισχύος.
Πράγματι. Οι κυριότεροι παράγοντες που μπορούσαν να προκαλέσουν ρήξη στην αμφίδρομη σχέση πατριωτισμού και υψηλής στρατηγικής, ήταν τρεις:
Ο πρώτος ήταν η στρατηγική υπερεπέκταση, δηλαδή η διάθεση περισσότερων πόρων για την αμυντική στρατηγική, απ’ όσο μπορούσε να αντέξει η κοινωνική συνοχή. Παράδειγμα: τα αναρίθμητα οχυρωματικά έργα του Ιουστινιανού και η προσπάθειά του να κρατήσει όπωσδήποτε την Ιταλία.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η ενδεχόμενη εμφάνιση μιας άλλης οικουμενικής δύναμης, ισχυρότερης οικονομικά και με αντίστοιχης αποτελεσματικότητας εσωτερική νομιμοποίηση. Παράδειγμα: η ισλαμική δύναμη στην Ανατολή και η φραγκολατινική στη Δύση.
Ο τρίτος παράγοντας ήταν η εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και στις αποσυνθετικές-κεντρόφυγες τάσεις των Δυνατών. Περιεχόμενό της: το αν οι διαθέσιμοι πόροι θα διοχετεύονται στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής στρατηγικής ή στον παρασιτισμό των Δυνατών (κεντρικών γραφειοκρατών και περιφερειακών γαιοκτημόνων).
Σημειωτέον ότι ο βυζαντινός Δυνατός μοιάζει λιγότερο με τον δυτικό φεουδάρχη-ιππότη και περισσότερο με τον αρχαίο τύραννο, ο οποίος ταύτιζε την πόλη με τον Οίκο του. Το βλέπουμε στην «μεσαιωνική» περίοδο του Βυζαντίου, που αρχίζει με τον Αλέξιο Κομνηνό. Για τον ήρωα της Αλεξιάδας (έναν ρωμηό «ιππότη») η Αυτοκρατορία είναι ο Οίκος του. Την ίδια νοοτροπία έχει και ο κάθε Δυνατός, που προέκυψε από τη στρατηγική του παρατεταμένου αντιισλαμικού πολέμου. Το Θέμα του είναι ο δικός του Οίκος. Η ανάγκη κάποιας θέσμισης των σχέσεων μεταξύ των Δυνατών και όλων μαζί με τον πρώτο Δυνατό, τον Αυτοκράτορα, αντίστοιχης με τον φεουδαλικό κορπορατισμό που είχε αναπτυχθεί στη Δύση, δεν φαίνεται να διατυπώθηκε καν στο ύστερο Βυζάντιο.
Αντί για έναν ιεραρχημένο-λειτουργικό δεσποτισμό, το εξισωτικό πνεύμα της βυζαντινής κοινωνίας, παρακμάζοντας, έκλινε προς ένα καθεστώς τύπου αρχαίας τυραννίας. «Η διαφορά μεταξύ ελληνικού και δυτικού μεσαίωνος είναι, σ' αυτό το σημείο, ριζική. Η βυζαντινή εξουσία ήταν μία και ενιαία, με πηγή της το "ιερόν παλάτιον". Κάθε άτομο, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσεως και ανεξαρτήτως της σπουδαιότητος του θέματός του, μπορούσε να παρουσιασθεί ενώπιον του αυτοκράτορος για να ζητήσει δικαιοσύνη ή συγγνώμη. Ο Κίνναμος, ιστορικός του 12ου αιώνος, σχολιάζει έκπληκτος την ιεραρχία των σταυροφόρων και προσπαθεί να καταλάβει πώς γίνεται κι ο καθένας είναι αφέντης σε κάποιον και ταυτοχρόνως υποτελής άλλου: πώς γίνεται, γράφει, κι ένας δούκας είναι αφέντης ενός κόμη και υποτελής σ' ένα βασιλιά, που κι αυτός μπορεί να είναι αφέντης του δούκα αλλά υποτελής σ' έναν αυτοκράτορα;» (Π. Δρακόπουλος, Κείμενα με σπασμένη ενότητα.).
Η ιεράρχηση ελευθέρων ατόμων ήταν ανέκαθεν αδιανόητη, για την πάντοτε εξισωτική ελληνική κουλτούρα. Σε αντίθεση με το δυτικό σχήμα της ιεραρχημένης ισορροπίας, όπου ο μονάρχης λειτουργούσε ως κυματοθραύστης και εξισορροπητής, το βυζαντινό εξισωτικό σχήμα (όλοι ίσοι έναντι του αυτοκράτορα) δεν άφηνε περιθώρια νόμιμης εποικοδομητικής ενσωμάτωσης των Δυνατών (οι οποίοι ήταν όμως μια αναπόδραστη πραγματικότητα). Αυτή η «παρενέργεια» του ελληνικού εξισωτισμού έκανε την τάξη των Δυνατών εντελώς αποσυνθετική για την Αυτοκρατορία. Ο παρασιτισμός των Δυνατών ήταν ένα είδος κοινωνικού βαμπίρ, το οποίο τρεφόταν από τη ζωτική της δύναμη: την κοινωνική συνοχή και συναίνεση.
Η αναγωγή της παρακμής και πτώσης στην αλληλενέργεια των τριών παραγόντων (στρατηγική υπερεπέκταση, άρση του ιστορικού μονοπωλίου της οικουμενικότητας, κοινωνικό βαμπίρ) είναι σαφώς επαρκέστερη ερμηνευτική πρόταση, από τη γιβωνική υπόθεση ότι μια μεγάλη κληρονομιά έπεσε στα χέρια διεφθαρμένων κληρονόμων. Η ιστορική ανάλυση δείχνει ότι το σφάλμα της στρατηγικής υπερεπέκτασης διαπράχθηκε, ότι νέες οικουμενικές δυνάμεις εμφανίστηκαν και ότι το βυζαντινό βαμπίρ κατέλαβε πράγματι την εξουσία από τον 11ο αιώνα κι έπειτα. Συνεπώς: Μια ολοκληρωμένη θεώρηση πρέπει να περιλαμβάνει και τα τρία θέματα: το αν θα μπορούσε το Βυζάντιο να αποφύγει τα σφάλματα υπερεπέκτασης, την εχθρότητα του ισλαμικού και του φραγκολατινικού πολιτισμού και την εσωτερική πτώση του στα χέρια των Δυνατών.
Με το πρώτο θέμα (σφάλματα στρατηγικής υπερεπέκτασης) δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε. Τέτοια σφάλματα «είναι μέσα στο πρόγραμμα» και έχουν το ελάττωμα να ανακαλύπτονται εκ των υστέρων. Το θέμα είναι αν υπήρχε εναλλακτική πρόταση, ποιος την εξέφρασε και τι θεσμικές δυνατότητες είχε (στα πλαίσια του αυτοκρατορικού δεσποτικού συστήματος) να την «παλέψει».
Στο δεύτερο θέμα πρέπει αναμφίβολα να εμβαθύνουμε, αρκεί να μην ενδώσουμε σε εικοτολογίες, για το αν θα μπορούσαν ή όχι να αποτραπούν τέτοια κοσμοϊστορικά συμβάντα, όπως η εμφάνιση του ισλαμικού και του δυτικού πολιτισμού. Πρέπει να θεωρήσουμε, ως δεδομένο, ότι από τη στιγμή που το Βυζάντιο έπαψε να είναι ο μοναδικός οικουμενικός πολιτισμός, η πτώση του ήταν αναπόφευκτη. Αυτό όχι τόσο σε σχέση με το Ισλάμ, όσο σε σχέση με τη Δύση.
Έχοντας αποσπάσει τις πιο πλούσιες ανατολικές επαρχίες, η αραβική Αυτοκρατορία ήταν, για πάνω από ενάμισι αιώνα, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά ισχυρότερη, από το Βυζάντιο. Η άνοδος όμως των Αράβων δεν συνοδεύτηκε από μια αλλαγή στον τρόπο παραγωγής, η οποία θα ανέτρεπε άρδην τους συσχετισμούς οικονομικής ισχύος. Μπόρεσε έτσι το Βυζάντιο, αναπροσαρμόζοντας κατάλληλα την υψηλή στρατηγική του στις απαιτήσεις ενός παρατεταμένου αμυντικού πολέμου, να ανακόψει επιτυχώς την ισλαμική πλημμυρίδα. Πέτυχε σιγά σιγά μια εξισορρόπηση στο επίπεδο της ισχύος, με μια ελαφρά μάλιστα υπεροχή, ικανή να του δώσει τη δυνατότητα ηγεμονικής ειρήνης. Τα πράγματα όμως αποδείχτηκαν εξ αρχής διαφορετικά με τη δεύτερη μεγάλη δύναμη που γεννήθηκε στη Δύση, η υπεροχή της οποίας έγινε γρήγορα καταφανής, ακριβώς στον τομέα της οικονομικής και της τεχνολογικής ισχύος, προδιαγράφοντας έτσι το τέλος του. Το πότε ακριβώς θα έπεφτε το Βυζάντιο και υπό ποιες εσωτερικές προϋποθέσεις, είναι αδιάφορο στο επίπεδο που συζητούμε. Το μόνο που θα είχε ίσως νόημα να συζητηθεί είναι η εικασία ότι θα μπορούσε τάχα να «κάνει αυτό την Αναγέννηση», προλαβαίνοντας τη Δύση….
Αν έτσι έχουν τα δεδομένα, το θέμα δεν είναι να προβληματιστούμε για το πώς θα μπορούσε το Βυζάντιο να αποτρέψει την αμφισβήτηση της οικουμενικότητάς του από την Ανατολή και τη Δύση, αλλά για το αν και πώς αυτό το ίδιο συνέβαλε στη γένεση των δύο νέων αυτών μορφών οικουμένης.
Το τρίτο θέμα, ο παρασιτισμός των Δυνατών, είναι πολύ σημαντικό για την ανάλυσή μας, όχι τόσο για τη σημασία του ως προς το ζήτημα της πτώσης της βυζαντινής Αυτοκρατορίας (τίποτε δεν είναι αθάνατο στον μάταιο τούτο κόσμο), αλλά ως προς τον τρόπο της πτώσης, διότι συνδέεται άμεσα με την υποδούλωσή μας στους Τούρκους. Κατ’ αρχάς παρεμβαίνει καταλυτικά, ως πρόβλημα, σε στιγμές ανάπαυλας στο εξωτερικό μέτωπο, πράγμα που αποδεικνύει τον ανεξάρτητο από τη «βαρβαρική περικύκλωση» χαρακτήρα του και μας ανάγει στις καθαρώς εσωτερικές αντιθέσεις της βυζαντινής κοινωνίας.
Αποφασιστικός σταθμός στην επικράτηση του εν λόγω παρασιτικού οργανισμού ήταν η κατάρρευση του 11ου αιώνα, η οποία έλαβε χώρα εντελώς απότομα και χωρίς καμιά εξωτερική αιτία, όταν το Βυζάντιο βρισκόταν στο ζενίθ της ακμής του.
Ο Βασίλειος ο Β’ είχε νικήσει όλους τους εξωτερικούς εχθρούς και είχε εξασφαλίσει μια χωρίς προηγούμενο περίοδο ασφάλειας και ηρεμίας. Αλλά μόλις πέθανε επικράτησε, στους ηγετικούς κύκλους, η αντίληψη ότι έπαψαν πλέον να υπάρχουν εξωτερικοί εχθροί και ότι συνεπώς οι αμυντικές δαπάνες είναι περιττές. Βεβαίως δεν επρόκειτο για απλή τύφλωση. Ο Βασίλειος, για να πετύχει τους στρατηγικούς στόχους του κράτους, είχε καταπιέσει υπερβολικά την τάξη των Δυνατών και ειδικότερα τη μικρασιατική στρατιωτική γαιοκτησία. Μετά τον θάνατό του, οι μανδαρίνοι της πρωτεύουσας, μαζί με το κατά πολύ ασθενέστερο ευρωπαϊκό τμήμα της γαιοκτητικής τάξης, φοβούμενοι την αντεπίθεση των μικρασιατών συναδέλφων τους, έβαλαν στο στόχαστρο τη στρατιωτική υποδομή αυτών των τελευταίων, που ήταν και η πηγή της δύναμής τους. Η ισχύς των Δυνατών στη Μικρασία εξηγείται ως παρενέργεια της στρατηγικής που εγκαινίασε το Βυζάντιο στον αγώνα του για την απόκρουση της αραβικής απειλής. Βασικό εργαλείο της στρατηγικής εκείνης ήταν οι θεματικοί στρατοί, διοικούμενοι από τοπικές στρατιωτικές οικογένειες. (Τα θέματα ήταν μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα). Και βρήκαν, ως προσφορότερη λύση, τη διάλυση των θεματικών στρατιών, με το φαινομενικά εύλογο επιχείρημα ότι αφού δεν υπάρχουν πλέον εξωτερικές απειλές, ο στρατός είναι ένα άχρηστο βάρος:
«Οι εξωτερικοί πόλεμοι και οι στάσεις έχουν τερματιστεί. Οι εχθροί έχουν ειρηνεύσει και οι υπήκοοί μας έχουν συμφιλιωθεί. Τα ζητήματα των Ρωμαίων βρίσκονται τώρα σε μεγάλη ηρεμία. Τίποτα δεν αποσπά την προσοχή μας. Με την ευχή του Θεού επικεντρώνουμε όλες μας τις προσπάθειες στη μεταρρύθμιση της πολιτείας», δήλωνε το 1047 ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Θ’, ο λεγόμενος Μονομάχος. Κι ο Μιχαήλ Ψελλός θα γράψει: «Τα έσοδα που είχαν συγκεντρωθεί για τις στρατιωτικές δαπάνες διοχετεύθηκαν χωρίς λόγο προς όφελος άλλων ατόμων, ένα πλήθος συκοφαντών […], ωσάν ο Βασίλειος ο Β’ να είχε γεμίσει το θησαυροφυλάκιο με πλούτη για τον σκοπό αυτό». Εξάρθρωσαν, λοιπόν, την αμυντική ικανότητα του κράτους και άδειασαν το δημόσιο ταμείο.
Έτσι όταν ήρθαν οι Τούρκοι στη Μικρασία δεν υπήρχε ούτε στρατός ούτε πόροι στη διάθεση του κράτους. Δεν υπήρχε αξιόπιστη κρατική εξουσία ικανή να κινητοποιήσει την κοινωνία. Μόνο «λιγοστοί άνδρες καταπονημένοι από τη φτώχεια και την ανέχεια», δίχως οπλισμό, με «κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια». Γι’ αυτό και η κατάληψη της Ανατολίας αποδείχτηκε περίπατος για τους Τούρκους. Μετά την ήττα το 1071 στο Ματζικέρτ, του τραγικού εκείνου αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη, που είχε εξαθλιωμένα μπουλούκια για στρατό και ποταπούς μηχανορράφους για στρατηγούς, που στιγμή δεν έπαψαν να τον προδίδουν, οι Έλληνες έχουν πλήρη συνείδηση της εσωτερικότητας των αιτίων της κατάρρευσης. Επαναλαμβάνουν πλέον στερεότυπα την πρώιμη εκείνη, πριν από πέντε αιώνες, διάγνωση του συνεδρίου της Αντιόχειας: η Ρωμανία χάθηκε εξ αιτίας των αμαρτιών μας.
Ήδη από τον 7ο αιώνα (κατάληψη της Παλαιστίνης το 638 και της Αιγύπτου το 640 από τους Άραβες) είχε τεθεί το ζήτημα της ελληνικής αδυναμίας. Γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Ο βασιλεύς ούτος (ο Ηράκλειος 610-641) πριν αναχωρήσει εκ της Συρίας, συνεκάλεσεν εις Αντιόχειαν συμβούλιον μέγα ίνα εξετάση το ζήτημα, πόθεν άρα γε προέρχονται τα παράδοξα εκείνα των Αράβων κατορθώματα, ενώ ούτοι ήσαν τοσούτον υποδεέστεροι των χριστιανών κατά τε τον αριθμόν και την στρατιωτικήν επιστήμην και τον οπλισμόν και τα άλλα του πολέμου εφόδια. Τότε γέρων τις εκ των παρευρεθέντων εν τω συμβουλίω αναστάς είπεν, ότι αι νίκαι των Αράβων δεν δύνανται να αποδοθώσιν ειμή εις την κατά των χριστιανών οργήν του Θεού ένεκα των πολλών και ποικίλων αυτών αμαρτημάτων, ο δε βασιλεύς ωμολόγησεν ότι ούτως έχει τωόντι το πράγμα…»! (Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβλίο 9ο σ. 303. Γαλαξίας Αθήνα 1969).
Η έκταση της κατάρρευσης, στο διάστημα 1025-1081, ξεπέρασε κάθε δυνατότητα ανάκαμψης. Μπόρεσε ωστόσο το Βυζάντιο να κρατηθεί στη ζωή άλλους τέσσερις αιώνες, πράγμα που δείχνει τη ζωτικότητα της κοινωνικής-πολιτισμικής βάσης του. Μόνο το κράτος είχε καταρρεύσει. Η κοινωνία εξακολουθούσε να έχει ζωτικά αποθέματα.
Ξεκινώντας από το φαινόμενο αυτό, που συνοδεύει τη χαλάρωση της συλλογικής επαγρύπνησης έναντι των εξωτερικών απειλών, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι λειτουργεί στη βυζαντινή ιστορία ένα ειδικό «σύνδρομο», ένας ειδικός «νόμος» μετατροπής της ελληνικής άρχουσας τάξης σε κοινωνικό βαμπίρ. Ένα σύνδρομο αυτοκτονικό για το κοινωνικό παράσιτο, γιατί οδηγεί τελικά στον θάνατο του ξενιστή του, από το αίμα του οποίου το ίδιο τρέφεται. Η λειτουργία του ειδικού αυτού νόμου-συνδρόμου παρέχει και μια πρόσθετη εξήγηση για την επίμονη, όσο και παράδοξη για μας σήμερα, προσήλωση της βυζαντινής κοινωνίας στον αυτοκρατορικό θεσμό.
Για να τα κατανοήσει κανείς όλα αυτά, σε κάποιο βαθμό, πρέπει να εμβαθύνει στο ανθρωπολογικό υπόβαθρο της βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ώστε να μπορέσει να συλλάβει τη γενικότερη ανθρωπολογική της λειτουργία και πώς η ίδια εμπλέκεται στη γένεση και ανάπτυξη των οικουμενικών της ανταγωνιστών.
(Πηγή: Αντίφωνο, από το βιβλίο Αυτοείδωλον εγενόμην... κεφ. Γιατί έπεσε το Βυζάντιο; εκδ. Αρμός)
Το αλίευσα ΕΔΩ