Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

H ΔΙΔΑΣΚΑΛIΑ ΤΟY AΓIΟΥ IΩAΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤOΜΟΥ ΓΙA ΤΟYΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟYΣ AΡΧΟΝΤΕΣ


Ἰ­ω­άν­νη Ἐλ. Σι­δη­ρᾶ
Θε­ο­λό­γου – Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ – Νο­μι­κοῦ
Μέ ἀ­φορμή τήν γε­νι­κό­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή, κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή καί οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση πού βι­ώ­νει ἡ Ἑλ­λά­δα.

     Ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐκ­θέ­τει σέ πολ­λές γρα­πτές ἑρ­μη­νευ­τι­κές ὁ­μι­λί­ες καί Λό­γους του ἐ­πί τῶν χω­ρί­ων τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, τίς θε­ο­λο­γι­κές ἀ­πό­ψεις του γιά το­ύς πο­λι­τι­κούς­ ἄρ­χον­τες καί τήν κο­σμι­κή ἐ­ξου­σί­α. Στό πα­ρόν ἄρ­θρο μας ἐ­πι­λέ­ξα­με ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­κο­πές, ἀ­πό τίς ὁ­μι­λί­ες τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Πα­τρός σχε­τι­κές μέ τό θέ­μα μας καί τίς δη­μο­σι­ε­ύ­ου­με, κα­θώς εἶ­ναι ἄ­κρως ἐ­πί­και­ρες οἱ θέ­σεις τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Πα­τρός λό­γῳ τῆς κρί­σε­ως τοῦ πο­λι­τι­κοῦ μας συ­στή­μα­τος.
     1) Γι­α­τί εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­οι οἱ ἄρ­χον­τες; «Γι᾿ αὐ­τό λοι­πόν ὑ­πάρ­χει ἀρ­χη­γός, γιά νά μήν εἴ­μα­στε ὅ­πως τά ἑρ­πε­τά. Γι᾿ αὐ­τό ὑ­πάρ­χουν οἱ ἄρ­χον­τες, γιά νά μήν κα­τα­τρώ­γου­με ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο σάν τά ψά­ρι­α».

     2) Σχέ­σεις ἀρ­χόν­των–ἀρ­χο­μέ­νων: «Ἄν λοι­πόν ὁ κα­θέ­νας προ­σφέ­ρει τίς ὑ­πη­ρε­σί­ες του στήν Πο­λι­τε­ί­α, ὅ­λα τό­τε μέ­νουν στα­θε­ρά. Γι­α­τί, ὅ­ταν ὁ ἄρ­χον­τας ἀ­γα­πά­ει τόν πο­λί­τη, τό­τε ὅ­λα τα­κτο­ποι­οῦν­ται. Δέν ζη­τοῦ­με τό­σο ἀ­γά­πη ἀ­πό τόν πο­λί­τη, ἀλ­λά ἀ­γά­πη ἀ­πό τόν ἄρ­χον­τα πρός τόν πο­λί­τη, ἐ­πει­δή ὁ πο­λί­της ὀ­φε­ί­λει ὑ­πα­κοή. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά ὁ βου­λευ­τής πού εἶ­ναι καί νο­μο­θέ­της πρέ­πει νά ἐμ­πνέ­ει τόν σε­βα­σμό, ἀλ­λά καί τόν φό­βο καί νά τι­μω­ρεῖ το­ύς πα­ρα­βά­τες καί πα­ρά­νο­μους πο­λί­τες». 

     3) Τό ἔρ­γο–χρέ­ος τῶν ἀρ­χόν­των: «Οἱ ἄ­ρι­στοι ἀ­πό το­ύς ἄρ­χον­τες πρέ­πει νά τι­μω­ροῦν καί νά ἀ­πο­κό­πτουν ἀ­πό τό κοι­νω­νι­κό σῶ­μα το­ύς κα­κο­ύς καί το­ύς ἐ­πι­ζή­μι­ους γιά τό κα­λό τῶν πολ­λῶν, ἐ­νῶ ἔ­χουν ὑ­ψί­στη ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά προ­ω­θοῦν το­ύς τί­μι­ους καί ἀ­γα­θο­ύς. Ἔτ­σι πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὁ προ­ϊ­στά­με­νος, νά μήν ἐ­πι­ζη­τεῖ δη­λα­δή τήν δι­κή του τι­μή, ἀλ­λά προ­παν­τός τό κοι­νό συμ­φέ­ρον. Ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ στήν δη­μό­σι­α πρα­κτι­κή καί πο­λι­τι­κή οἱ ἄρ­χον­τές μας νά τρέ­φον­ται ἀ­πό ἐ­μᾶς, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς φρον­τί­ζουν γιά τά κοι­νά ἀ­γα­θά καί ξο­δε­ύ­ουν ὅ­λο τόν ἐ­λε­ύ­θε­ρο χρό­νο τους γι᾿ αὐ­τά, καί ἔτ­σι μα­ζί μέ τά κοι­νά σώ­ζον­ται καί τά ἀ­το­μι­κά ἀ­γα­θά τοῦ κα­θε­νός μας. Καί γιά τό ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἄρ­χον­τες καί τό ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν δι­κα­στές, πρέ­πει νά ἀ­να­πέμ­που­με στό Θεό με­γά­λες εὐ­χα­ρι­στί­ες. Γι­α­τί ὁ Θε­ός, φρον­τί­ζον­τας γιά τήν εὐ­τα­ξί­α με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων καί γιά νά μή συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται οἱ πολ­λοί πιό πα­ρά­λο­γα καί ἀ­πό τά ἄ­λο­γα καί ἄ­γρι­α θη­ρί­α, μᾶς χά­ρι­σε τίς πο­λι­τι­κές ἐ­ξου­σί­ες καί το­ύς πο­λι­τι­κο­ύς, πού εἶ­ναι πα­ρό­μοι­α μέ τήν τέ­χνη τοῦ ἡ­νι­ό­χου καί τόν κυ­βερ­νή­τη τοῦ πλο­ί­ου».

     4) Ἡ εὐ­θύ­νη τῶν πο­λι­τι­κῶν ἀρ­χόν­των: «Ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι, ἄν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά σω­θεῖ πο­τέ κά­ποι­ος ἀ­πό το­ύς ἄρ­χον­τες καί ἐκ­πλήσ­σο­μαι βλέ­πον­τας με­ρι­κο­ύς ἀ­κό­μη καί νά σπε­ύ­δουν καί νά ρί­χνον­ται στό με­γά­λο καί δυ­σβά­στα­κτο βά­ρος τῆς ἐ­ξου­σί­ας, πα­ρά τή με­γά­λη ἀ­πει­λή, εὐ­θύ­νη καί ἀ­δι­α­φο­ρί­α πού ἐ­πι­κρα­τοῦν… Πράγ­μα­τι πρέ­πει νά φο­βο­ύ­με­θα καί νά τρέ­μου­με καί ἐ­ξαι­τί­ας τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας καί ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ βά­ρους τῆς ἐ­ξου­σί­ας, καί οὔ­τε νά πα­ραι­το­ύ­με­θα, ὅ­ταν ἡ ἐ­ξου­σί­α κά­πο­τε μᾶς ἀ­να­τε­θεῖ, οὔ­τε, ἐ­άν δέν μᾶς ἀ­να­τε­θεῖ, νά τήν ἐ­πι­δι­ώ­κου­με. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά ὅ­ταν οἱ ἄρ­χον­τες στε­ροῦν­ται τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς καί δέν ἐ­λέγ­χον­ται, τό­τε κα­θί­σταν­ται οἱ ἴ­δι­οι πρό­ξε­νοι ἀ­νω­μα­λί­ας καί κοι­νω­νι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς. Ὅ­ταν οἱ ἄρ­χον­τες εἶ­ναι ἠ­θι­κά ἀ­σθε­νεῖς, τό­τε καί ὁ λα­ός τους μι­μεῖ­ται στό κα­κό καί στό ἄ­δι­κο. Γι­α­τί, ὅ­ταν τό κε­φά­λι δέν εἶ­ναι ὑ­γι­ές, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά πα­ρα­μέ­νει εὔ­ρω­στο τό ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα; Πρό­σε­ξε λοι­πόν, ἄρ­χον­τα, πό­ση ἀ­νω­μα­λί­α μπο­ρεῖς νά προ­κα­λέ­σεις μέ τήν ἀ­νεν­τι­μό­τη­τα στήν κοι­νω­νί­α.

     5) Κίνδυνοι πού ἀ­πει­λοῦν το­ύς ἄρ­χον­τες: «Δέ θά μπο­ροῦ­σε νά βρεῖ κα­νε­ίς ἰ­δι­ω­τι­κό σπί­τι γε­μᾶ­το ἀ­πό τό­σες συμ­φο­ρές, ὅ­σο γε­μᾶτα ἀ­πό δο­κι­μα­σί­ες εἶ­ναι τά σπί­τι­α τῶν πο­λι­τι­κῶν ἀρ­χόν­των. Δι­ό­τι πά­νω σ᾿ αὐ­τή τήν ἐ­ξου­σί­α πέφ­τουν πρό πάν­των καί ὀρ­φά­νι­ες πρό­ω­ρες καί χη­ρε­ί­ες καί θά­να­τοι βί­αι­οι, πο­λύ πιό πα­ρά­νο­μοι καί πιό ὀ­δυ­νη­ροί ἀ­πό ἐ­κε­ί­νους πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στίς τρα­γω­δί­ες. Εἶ­ναι με­γά­λη ἡ ἔ­παρ­ση καί ἡ ἀ­λα­ζο­νε­ί­α αὐ­τῶν πού βρί­σκον­ται στήν πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α, πού δέν τα­πει­νώ­νον­ται οὔ­τε καί μέ τίς με­γα­λύ­τε­ρες συμ­φο­ρές τους. Ὅ­σο με­γα­λύ­τε­ρο εἶ­ναι τό πο­λι­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα, τό­σο με­γα­λύ­τε­ροι εἶ­ναι καί οἱ κίν­δυ­νοι γιά τόν ἄρ­χον­τα. Γι­α­τί ἀρ­κεῖ καί ἕ­να μό­νο κα­τόρ­θω­μα ν᾿ ἀ­νε­βά­σει τόν ἄρ­χον­τα στόν οὐ­ρα­νό τῆς ἀ­λα­ζο­νε­ί­ας, ἀλ­λά καί ἕ­να μό­νο σφάλ­μα ἤ ἀ­τό­πη­μα γιά νά τόν ρί­ξει ἀ­κό­μη καί μέ­σα στήν ἴ­δι­α τήν κό­λα­ση. Πραγ­μα­τι­κά καί ἡ κε­νο­δο­ξί­α ἐ­πι­τί­θε­ται τό­τε σφο­δρό­τε­ρα καί ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α καί ἡ αὐ­θά­δει­α, ἐ­πει­δή ἡ ἐ­ξου­σί­α πα­ρέ­χει τέ­τοι­α δυ­να­τό­τη­τα, πού γεν­νᾶ δυ­σα­ρέ­σκει­ες στόν φτω­χό λαό, ἀ­λα­ζο­νι­κές προ­σβο­λές καί χλευ­α­σμό­υς καί ἄ­πει­ρα ἄλ­λα».

     6) Ἀ­ρε­τές καί προ­σόν­τα τῶν κα­λῶν ἀρ­χόν­των: «Δέν εἶ­ναι μι­κρό εἶ­δος εὐ­ερ­γε­σί­ας τό νά ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­γα­θο­ύς ἄρ­χον­τες. Ὁ ἄρ­χον­τας δέν δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πό τήν χλα­μύ­δα καί τήν ζώ­νη, οὔ­τε ἀ­πό τήν φω­νή τοῦ κή­ρυ­κος πού ἀ­ναγ­γέ­λει τήν ἄ­φι­ξή του, ἀλ­λά ἀ­πό τό ὅ­τι ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ αὐ­το­ύς πού ἔ­χουν κα­τα­πο­νη­θεῖ καί δι­ορ­θώ­νει τά κα­κῶς ἔ­χον­τα, τι­μω­ρεῖ τήν ἀ­δι­κί­α, δέν ἐ­πι­τρέ­πει ὅ­μως καί νά δι­ώ­κε­ται τό δί­και­ο ἀ­πό τήν ἀ­λα­ζο­νι­κή ἐ­ξου­σί­α. Ἄλ­λω­στε, ὁ ἄ­ρι­στος πο­λι­τι­κός ἄρ­χον­τας πρέ­πει νά δι­α­κρί­νε­ται γιά τό θάρ­ρος του, τήν παρ­ρη­σί­α μέ τήν ὁ­πο­ί­α πρέ­πει νά ὁ­μι­λεῖ, τήν πε­ρι­φρό­νη­ση τῶν βι­ο­τι­κῶν, τό μί­σος του κα­τά τῆς πο­νη­ρί­ας καί ὑ­πο­κρι­σί­ας, τήν ἠ­πι­ό­τη­τα καί τήν φι­λαν­θρω­πί­α πρός τόν λαό πού πά­σχει. Ὁ πο­λι­τι­κός ἄρ­χον­τας ὀ­φε­ί­λει νά προ­νο­εῖ γιά το­ύς ὑ­πη­κό­ους του, νά ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται καί νά φρον­τί­ζει γιά τήν εὐ­η­με­ρί­α τους. Γι­α­τί, αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς πού εἶ­ναι ὁ γι­α­τρός, αὐ­τό εἶ­ναι καί ὁ ἄρ­χον­τας, μᾶλ­λον δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τόν γι­α­τρό. Ὁ γι­α­τρός δη­λα­δή φρον­τί­ζει γιά τήν σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων μέ τήν ἐ­πι­στή­μη του, ἐ­νῶ ὁ πο­λι­τι­κός ἄρ­χον­τας κιν­δυ­νε­ύ­ον­τας καί ὁ ἴ­δι­ος γιά τόν λαό του.
     Ἐ­πι­πλέ­ον πρέ­πει νά δι­α­κρί­νε­ται ὁ ἄρ­χον­τας ὡς ἀ­δι­ά­βλη­τος, ἐγ­κρα­τής, σε­μνός, φι­λό­ξε­νος, δά­σκα­λος καί κα­θο­δη­γη­τής τοῦ λα­οῦ. Ὁ ἄρ­χον­τας δέν πρέ­πει νά ὑ­πε­ρέ­χει ἀ­πό το­ύς ἀρ­χο­μέ­νους στίς τι­μές, ἀλ­λά στίς ἀ­ρε­τές. Ὁ ἄρ­χον­τας σ᾿ αὐ­τό κυ­ρί­ως πρέ­πει ν᾿ ἄρ­χει, νά νι­κᾶ δη­λα­δή μέ τήν ἀ­ρε­τή του. Ἄν ὅ­μως νι­κᾶ­ται δέν εἶ­ναι πλέ­ον ἄρ­χων. Νά εἶ­ναι φι­λό­στορ­γος μέ τόν λαό μέ τόν ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά συ­ζη­τεῖ καί νά δι­α­πραγ­μα­τε­ύ­ε­ται μέ τρό­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ­πι­ο καί φι­λάν­θρω­πο. Ὅ­πως οἱ ὑ­πή­κο­οι ὀ­φε­ί­λουν νά εἶ­ναι πει­θαρ­χι­κοί καί ὑ­πά­κου­οι, ἔτ­σι καί οἱ ἄρ­χον­τες ὀ­φε­ί­λουν νά εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνοι καί προ­σε­κτι­κοί ὑ­πέρ τοῦ λα­οῦ. Ν᾿ ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν κρί­ση τοῦ λα­οῦ καί νά ἀ­πο­δέ­χε­ται τίς ἐ­πι­λο­γές του.
     Ἐ­κεῖ­νος λοι­πόν πού ἔ­χει τήν δύ­να­μη νά ρυθ­μί­σει τήν ψυ­χή του καί τήν συμ­πε­ρι­φο­ρά του καί εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἄρ­χει καί νά ἄρ­χε­ται, αὐ­τός θά μπο­ρέ­σει νά κυ­βερ­νή­σει καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐ­κεῖ­νος πού μπο­ρεῖ νά κυ­βερ­νή­σει τό σπί­τι του, θά μπο­ρέ­σει νά κυ­βερ­νή­σει καί Πόλη καί κρά­τος καί ὅ­λη τήν Οἰ­κου­μέ­νη. Ἄν ὅ­μως δέν εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ρυθ­μί­σει τόν ψυ­χι­κό του κό­σμο, πῶς θά μπο­ρέ­σει νά κυ­βερ­νή­σει τήν Πο­λι­τε­ί­α; Πές μου, ποιό εἶ­ναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα τοῦ ἄρ­χον­τος; Δέν εἶ­ναι τό νά ὠ­φε­λεῖ καί νά εὐ­ερ­γε­τεῖ αὐ­το­ύς πού κυ­βερ­νᾶ; Πῶς ὅ­μως θά ὠ­φε­λή­σει ἄλ­λους, αὐ­τός πού δέ μπό­ρε­σε νά ὠ­φε­λή­σει τόν ἑ­αυ­τό του; Ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει στήν ψυ­χή του ἄ­πει­ρα τυ­ραν­νι­κά πά­θη, πῶς θά μπο­ρέ­σει νά ἀ­πο­κό­ψει τά τυ­ραν­νι­κά πά­θη τῶν ἄλ­λων;
     Εἶ­ναι ἀ­νά­ξι­οι καί λί­αν ὑ­πο­κρι­τές ἐ­κεῖ­νοι οἱ πο­λι­τι­κοί ἄρ­χον­τες, πού ἀ­πό τό ἕ­να μέ­ρος ἀ­παι­τοῦν ἀ­πό το­ύς ἄλ­λους ἀ­κρί­βει­α βί­ου καί ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος ἐ­πι­τρέ­πουν γιά τόν ἑ­αυ­τό τους τήν με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­λευ­θε­ρί­α πού φθά­νει μέ­χρι τήν ἀ­συ­δο­σί­α. Πράτ­τουν δη­λα­δή τό ἀν­τί­θε­το ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά ἐ­φαρ­μό­ζει ὁ ἄ­ρι­στος ἄρ­χων, νά εἶ­ναι δη­λα­δή ἀ­δυ­σώ­πη­τος καί αὐ­στη­ρός δι­κα­στής γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί τίς πρά­ξεις του, ἐ­νῶ συγ­χω­ρη­τι­κός καί ἥ­με­ρος γιά τίς πρά­ξεις καί ἐ­νέρ­γει­ες τῶν ἀρ­χο­μέ­νων.
     Ὁ ἄρ­χων πρέ­πει νά εἶ­ναι λαμ­πρό­τε­ρος ἀ­πό κά­θε λαμ­πτῆ­ρα καί νά ἔ­χει βί­ο ἀ­κη­λί­δω­το, ὥ­στε νά τόν ἔ­χουν ὅ­λοι ὡς πα­ρά­δειγ­μα γιά νά συγ­κρί­νουν καί νά συμ­μορ­φώ­νουν τήν ζωή τους πρός τήν δι­κή του ζωή. Οὔ­τε ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­σκεῖ τήν πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α, οὔ­τε ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­σκεῖ τήν πνευ­μα­τι­κή, θά μπο­ρέ­σουν νά τίς δι­α­χει­ρι­σθοῦν δί­και­α, ἐ­άν προ­η­γου­μέ­νως δέν κυ­βερ­νή­σουν τόν ἑ­αυ­τό τους ὅ­πως πρέ­πει καί ἐ­άν δέν τη­ρή­σουν μέ με­γά­λη ἀ­κρί­βει­α καί το­ύς πο­λι­τι­κο­ύς και το­ύς θρη­σκευ­τι­κο­ύς νό­μους τῆς Πο­λι­τε­ί­ας.

     7) Οἱ κα­κοί καί ἀ­νά­ξι­οι ἄρ­χον­τες: «Οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­ταν ἀ­να­λά­βουν τήν ἐ­ξου­σί­α χρη­σι­μο­ποι­οῦν αὐ­τή τήν δύ­να­μή τους γιά νά πράτ­τουν ἀ­δι­κί­ες. Δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε ἀ­θλι­ό­τε­ρο ἀ­πό τόν ἄρ­χον­τα ἐ­κεῖ­νον, πού δέν ὠ­φε­λεῖ κα­θό­λου καί σέ τί­πο­τα αὐ­το­ύς πού κυ­βερ­νᾶ. Εἶ­ναι ση­μά­δι πά­ρα πο­λύ με­γά­λης ἀρ­ρώ­στι­ας καί δεῖγ­μα δι­α­στρο­φῆς τό νά ἐν­θαρ­ρύ­νουν οἱ γι­α­τροί τίς ἀρ­ρώ­στι­ες. Γι­α­τί ἔρ­γο τῶν ἀρ­χόν­των εἶ­ναι νά ἀ­να­χαι­τί­ζουν τίς ἀ­τα­ξί­ες τοῦ λα­οῦ, νά τόν κα­τευ­θύ­νουν πρός τό ὀρθό καί νά κά­νουν το­ύς πο­λί­τες νά εἶ­ναι ὑ­πά­κου­οι καί πει­θαρ­χι­κοί στό νό­μο. Ὅταν ὅ­μως αὐ­τοί πρῶ­τοι (οἱ πο­λι­τι­κοί ἄρ­χον­τες) πα­ρα­βα­ί­νουν τό νό­μο, πῶς θά μπο­ροῦ­σαν νά γί­νουν δά­σκα­λοι στο­ύς ἄλ­λους; Ἐάν λοι­πόν ἡ ρί­ζα εἶ­ναι σά­πι­α, τί κα­λό εἶ­ναι δυ­να­τόν νά πε­ρι­μέ­νει κά­ποι­ος ἀ­πό τά κλα­διά;
     Ἐ­κεῖ­νοι πού δέν ἔ­χουν ἄρ­χον­τα, τό­τε στε­ροῦν­ται ἁ­πλῶς ἐ­κεῖ­νον πού θά το­ύς ὁ­δη­γή­σει στό ὀρθό. Ἐ­κεῖ­νοι ὅ­μως πού ἔ­χουν κα­κό ἄρ­χον­τα, ἔ­χουν ἐ­κεῖ­νον πού το­ύς ὁ­δη­γεῖ στο­ύς γκρε­μο­ύς καί στο­ύς βο­ύρ­κους.
     Ἴ­σως μοῦ πεῖ κά­ποι­ος, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει καί ἄλ­λο κα­κό, πού δέν εἶ­ναι ἄλ­λο ἀ­πό τό νά εἶ­ναι κα­κός ὁ ἴ­δι­ος ὁ πο­λι­τι­κός ἄρ­χων. Τό ξέ­ρω καί ἐ­γώ. Δέν εἶ­ναι μι­κρό τό κα­κό αὐ­τό, ἀλ­λά εἶ­ναι πο­λύ χει­ρό­τε­ρο καί ἀ­πό τήν ἀ­ναρ­χί­α, ἐ­πει­δή εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο νά μή δι­οι­κεῖ­ται ἕ­νας λα­ός ἀ­πό κα­νέ­να ἄρ­χον­τα, πα­ρά νά δι­οι­κεῖ­ται ἀ­πό κα­κό και τρι­σά­θλι­ο πο­λι­τι­κό ἡ­γέ­τη.
     Πολ­λοί ἀ­πό το­ύς πο­λι­τι­κο­ύς ἡ­γή­το­ρες, ὅ­ταν κλέ­βουν, εἶ­ναι ἐ­πι­ει­κεῖς καί με­τρι­ο­πα­θεῖς καί κα­τα­δε­κτι­κοί ὄ­χι ἐ­πει­δή τό θέ­λουν, ἀλ­λά ἐ­πει­δή το­ύς ἀ­ναγ­κά­ζει ἡ συ­νε­ί­δη­σή τους, ἀ­φοῦ τά κλεμ­μέ­να το­ύς ἀ­φαι­ροῦν τήν παρ­ρη­σί­α. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά οἱ ἀ­δω­ρο­δό­κη­τοι εἶ­ναι φορ­τι­κοί καί κου­ρα­στι­κοί, ἐ­πει­δή ὠ­θοῦν­ται ἀ­πό κά­ποι­α κε­νο­δο­ξί­α καί ἀ­πό τήν ἀ­λα­ζο­νι­κή ἰ­δέ­α ὅ­τι εἶ­ναι κα­θα­ροί ἀ­πό πα­ρά­νο­μα κέρ­δη.

     Στο­ύς πο­λι­τι­κο­ύς ἄρ­χον­τες πα­ρα­τη­ρεῖ­ται καί ἡ ἑ­ξῆς φο­βε­ρή δι­α­στρο­φή καί ἀρ­ρώ­στι­α. Συ­ναν­τοῦ­με δη­λα­δή το­ύς ἀ­περ­χό­με­νους πο­λι­τι­κο­ύς ἡ­γή­το­ρες νά εὔ­χον­ται ὅ­σοι θά ἔλ­θουν με­τά ἀπ᾿ αὐ­το­ύς στήν ἐ­ξου­σί­α νά εἶ­ναι φαῦ­λοι καί πο­νη­ροί. Δι­ό­τι, ἐ­άν τύ­χει νά εἶ­ναι γεν­ναῖ­οι, αὐ­τοί πού ἀ­πέρ­χον­ται, νο­μί­ζουν ὅ­τι θά δο­ξα­σθοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἐ­άν οἱ δι­ά­δο­χοί τους στήν ἐ­ξου­σί­α δέν εἶ­ναι κα­λοί καί ἱ­κα­νοί. Ἐάν πά­λι εἶ­ναι βά­ναυ­σοι καί δι­ε­φθαρ­μέ­νοι, νο­μί­ζουν ὅ­τι ἡ κα­κί­α τοῦ ἑ­πό­με­νου πο­λι­τι­κοῦ ἄρ­χον­τος θά ἀ­πο­τε­λέ­σει τήν δι­και­ο­λο­γί­α τῆς δι­κῆς τους κα­κί­ας. Ὁ δέ λα­ός πρέ­πει νά ἐ­κλέ­γει ὡς ἄρ­χον­τές του ὄ­χι το­ύς νε­α­ρο­ύς, ἀλ­λά το­ύς ἔμ­πει­ρους, οἱ ὁ­ποῖ­οι κυ­βερ­νοῦν μέ βά­ση τό νό­μο καί γι᾿ αὐ­τό προ­τι­μοῦν νά εἶ­ναι νο­μο­τα­γεῖς καί ὄ­χι ἀ­ρε­στοί στόν λαό. Καί ἐ­νῶ ὁ λα­ός τήν κρί­σι­μη στιγμή τῆς ἐ­κλο­γῆς ἔ­χει πάν­το­τε ὀρθή κρί­ση, ἐν­το­ύ­τοις δέν ἔ­χουν τήν ἀ­ναγ­κα­ί­α γεν­ναι­ό­τη­τα νά ἐ­κλέ­ξουν το­ύς ἄ­ξι­ους. Γι­α­τί ἀ­να­λό­γως τοῦ ἐ­πι­πέ­δου τοῦ λα­οῦ ἐ­κλέ­γον­ται καί οἱ ἄ­ξι­οι ἤ ἀ­νά­ξι­οι ἄρ­χον­τες. Ἀλ­λά καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά καί ἄν ἀ­κό­μη εἶ­ναι ὁ πο­λι­τι­κός ἄρ­χων πά­ρα πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος, μό­νη ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί ἡ ἀ­ρε­τή του δέν θά μπο­ρέ­σει νά σκε­πά­σει τά ἀ­μέ­τρη­τα πα­ρα­πτώ­μα­τα τῶν ὑ­πη­κό­ων».

     8) Ἡ τι­μή τοῦ λα­οῦ πρός το­ύς ἄρ­χον­τες: «Νά ὑ­πα­κο­ύ­ε­τε στο­ύς πο­λι­τι­κούς­ ἄρ­χον­τες, ὥ­στε νά ἐ­κτε­λοῦν τό ἔρ­γο τους μέ χα­ρά καί ὄ­χι μέ στε­νο­χώ­ρι­α. Δι­ό­τι τό νά δυ­σφο­ροῦν καί νά στε­νά­ζουν οἱ προ­ε­στοί σας, εἶ­ναι ἀ­σύμ­φο­ρο γιά ἐ­σᾶς το­ύς ἴ­δι­ους (τόν λαό). Ἐάν πε­ρι­φρο­νεῖ­ται καί κα­τα­φρο­νεῖ­ται ὁ πο­λι­τι­κός, τό­τε ἀ­δρα­νεῖ καί ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιά τό κα­θῆ­κον καί τήν ἀ­πο­στο­λή του.
     Συ­νε­πῶς, ὁ λο­γι­κός λα­ός τι­μών­τας το­ύς ἄρ­χον­τές του, στό τέ­λος δέ­χε­ται τήν τι­μή καί τό ὤ­φε­λος ἀ­πό τήν προ­σφο­ρά καί τό ἔρ­γο τῶν ἀρ­χόν­των του. Ἡ σχέ­ση εἶ­ναι ἀμ­φί­δρο­μη καί ὁ λα­ός ἔ­χει τήν ἀ­νάγ­κη τῆς δι­οι­κή­σε­ως ἀ­πό το­ύς ἄρ­χον­τές του, ἀλ­λά καί οἱ ἄρ­χον­τες ὑ­φί­σταν­ται καί δι­και­ο­λο­γοῦν τήν ὕ­παρξή τους χά­ριν τοῦ λα­οῦ, πού ὀ­φε­ί­λουν νά δι­α­κο­νοῦν.

     Αὐ­τή εἶ­ναι σέ γε­νι­κές γραμ­μές ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου γιά τήν πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α καί το­ύς πο­λι­τι­κο­ύς. Εἶ­ναι δέ ἄ­κρως ἐ­πί­και­ρη λό­γῳ καί τῆς ἰ­δι­α­ί­τε­ρα κρι­σί­μου πε­ρι­ό­δου πού δι­α­νύ­ου­με.
Το αλίευσα ΕΔΩ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης