Θεοφάνη Μαλκίδη
Δρ. Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν
 «Σίτ’ ἀναγνὼθ’ σὶτ’ ἀνακλαὶγ’ σὶτ’ ἀνακροὺγ’ τὴν καρδίαν.
Νὰ ἀοιλλῆ ἐμᾶς νὰ βάϊ ἐμᾶς ἡ Ρωμανία πάρθεν».
Κ. Καβάφης «Πάρθεν»
 «Ἡ ρωμηοσύνη ἒν φυλὴ συνώκαιρη τοῦ κόσμου, κανένας δὲν εὑρέθηκεν γιὰ νὰ τὴν ἠξηλείψη κανένας γιατί σκέπει τὴν ποὺτ‘ ἃψη ὁ Θεός μου ἡ Ρωμηοσύνη ἒν νὰ χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη!»
 » Ἡ 9η Ἰουλίου τοῦ 1821 ἐν Λευκωσίᾳ (Κύπρου)», Β. Μιχαηλίδης
 «Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν ἀνθεῖν καὶ φέρει καὶ ἄλλον»…
 1. Εἰσαγωγὴ
 Εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ νὰ ἀναλυθοῦν καὶ νὰ μποῦν ὅρια στὶς ἔννοιες τοῦ Γένους καὶ τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι πολὺ δύσκολο. Εἶναι ὅμως κατανοητό, πέρα ἀπὸ ἐπιφυλάξεις καὶ διαφορετικὲς ἀπόψεις,  ὅτι οἱ ἔννοιες αὐτὲς καὶ ὅ,τι σ’ αὐτὲς ἐμπεριέχεται,  ἀποτελοῦν σημαντικὰ τεκμήρια ὕπαρξης, ἐπιβίωσης  καὶ συνέχειας τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ἔθνους. Μὲ αὐτὲς κινήθηκε στὴν ἱστορική του πορεία τὸ ἔθνος γιὰ νὰ σχεδιάσει καὶ νὰ ὑλοποιήσει τὴν ταυτότητά του, αὐτὲς ἐπικαλέστηκε γιὰ νὰ ἐπιβιώσει σὲ δύσκολες περιόδους  καὶ νὰ συνεχίσει. Μία κληρονομιά ἡ ὁποία κάτω ἀπὸ συνθῆκες «ἐλευθερίας» δυστυχῶς χάθηκε, ὅταν ἔγινε ἡ ἐπιλογὴ γιὰ νὰ στηριχθοῦν ἔννοιες καὶ ὃροι ξένοι μὲ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία. Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ περίπτωση τῆς ἐχθρότητας καὶ τῆς ἀποποίησης τῶν ὃρων τοῦ Γένους καὶ τῆς Ρωμηοσύνης   εἶναι  ἡ εἰκόνα ποὺ μεταφέρθηκε γιὰ τὸ Βυζάντιο, τὴν ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὴ Ρωμανία. Αὐτὸ πού περιγράφει πολὺ εὔστοχα, μὲ τὴν πρότασή του ὁ Φώτης Κόντογλου, ἐὰν «τὸ θέλουμε ἢ δὲν τὸ θέλουμε  τὸ Βυζάντιο;»
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἱστορία μιᾶς μεγάλης αὐτοκρατορίας, ὅπως ἡ ἀνατολικὴ Ρωμαϊκή, ἡ Βυζαντινή, ὅπως εἶναι περισσότερο γνωστή, δὲν ἔχει γίνει ἀντιληπτὴ στὸ βάθος καὶ στὴν πραγματική της ἀξία. Κρατᾶ  ἄλλοτε ἕναν ἀποσιωπημένο ρόλο καὶ ἄλλοτε ἕναν περιορισμένης προσέγγισης καὶ κατανόησης χῶρο.
Ἡ ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἀπουσιάζει στὸ σύνολό της καὶ περιορίζεται συνήθως στὶς σκοτεινὲς στιγμὲς τῆς πορείας της. Κάτι ποὺ ἐκπορεύεται, κατὰ τὴ γνώμη μας, ἀπὸ τοὺς σφετεριστὲς τῆς κληρονομιιᾶς του στὴ Δύση- ἀπὸ ἐκεῖ ἄλλωστε καὶ ἡ ξένη πρὸς τὴν ἀλήθεια ἀπόδοση τοῦ ὀνόματος «Βυζάντιο»- καὶ τοὺς Νεοέλληνες, οἱ ὁποῖοι προσλαμβάνουν τὴ Ρωμανία ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῆς Δύσης.
Τὸ τελευταῖο βεβαίως συνδέεται μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους ἔγινε μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πυροδότησε τὴ συζήτηση περὶ συνέχειας τῶν Ἑλλήνων, τοῦ Γένους, τῆς Ρωμηοσύνης,  ἀφήνοντας ἀγεφύρωτο τὸ πεδίο αὐτό.
 2. Τὸ Γένος
 Ὁ ὅρος Γένος στὴν ἀρχαιότητα σήμαινε τὴν καταγωγή, τὴν ἐξ αἵματος γενιά, οἱ πολίτες μὲ τὴ γέννησή τους ἀνῆκαν σὲ ὁρισμένο γένος καὶ  παρέμεναν σὲ ὅλη τὴ ζωή τους, ἐκτὸς ἐὰν μετέβαιναν σὲ ἄλλο γένος, τὸ ὁποῖο ὅμως γινόταν σπάνια. «Γένει πολίτης γένει υἱός», δηλαδὴ ὁ πολίτης ἀνήκει εἰς τὸ Γένος ὅταν εἶναι ἐξ αἵματος καὶ ὄχι  ἐξ υἱοθεσίας.
Ἡ συνέχεια τοῦ Γένους εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, ἔστω καὶ ἐὰν πολλοὶ διαφωνοῦν καὶ προτάσσουν τὴν ἀσυνέχεια καὶ τὴν κατασκευὴ τοῦ ἔθνους. Μετὰ τὴν πρώτη πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης δημιουργοῦνται μορφώματα ποὺ διασώζουν τὸ Γένος (Αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας στὴ Βιθυνία, Αὐτοκρατορία τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν στὴν Τραπεζούντα στὸν Πόντο, Ἤπειρος, Μυστρᾶς).
Μετὰ τὴ πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν οἱ σφαγές, οἱ λεηλασίες,  ἡ φυγὴ πρὸς τὴ δυτικὴ Εὐρώπη καὶ τὶς παραδουνάβιες χῶρες, ὁ βίαιος ἐξισλαμισμός, οἱ Ἕλληνες δὲν ἦταν ἓνας   λαὸς νέος. Εἶχαν ἱστορία  χιλιετηρίδων, καὶ ἀποτελοῦσαν ἑνότητα αἵματος, χρόνου, χώρου καὶ παραδόσεων, γλώσσας,  αἰσθανόμενοι τὴ συνέχεια τῆς ἱστορίας τους.
Τὸν ὃρο «Γένος» χρησιμοποίησε ὁ ἑλληνικὸς λαὸς  γιὰ νὰ δηλώσει στὶς κοινότητες τὴν  αὐτοτέλεια, τὴν ἐπιβίωση. Οἱ κοινότητες καὶ ἰδίως ἡ  ὀρθόδοξη Ἐκκλησία  συμβόλιζαν  τὴν ἕνωση  τοῦ Γένους μὲ  τὴν πίστη  καὶ τὴ γλώσσα.
Οἱ κοινοτικοὶ θεσμοὶ καὶ ἡ ἐκκλησία προσπάθησαν νὰ διατηρήσουν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὶς παραδόσεις καὶ τὴ συνέχεια τοῦ Γένους. Ἡ  ἐκκλησία καὶ ἡ κοινότητα τῆς περιόδου αὐτῆς, δείχνουν ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι   στρατευμένοι καὶ μαχόμενοι, ὄχι μόνον ἐναντίον τοῦ Ὀθωμανοῦ ἀλλὰ καὶ ἐναντίον ἄλλων ἐκκλησιῶν καὶ τῶν δυτικῶν.
Οἱ κοινότητες καὶ ἡ Ἐκκλησία, οἱ φορεῖς τοῦ Γένους, εἶναι φορεῖς ἀγώνα γιὰ ἐπιβίωση, φορεῖς πολιτικῆς ὡς φυσικοὶ κληρονόμοι τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας,  φορεῖς δημοκρατίας καὶ παιδείας. Αὐτὸ ὅμως ποὺ  ὑλοποιεῖτο σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη διὰ  τοῦ Πλήθωνος καὶ τοῦ Βησσαρίωνος, ὅπου τὸ Γένος μεταλαμπάδευε τὶς κατακτήσεις του, στὴν κατεχόμενη ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς περιοχὴ  κατέστησε στὴν Ἑλλάδα κάθε πρόοδο ἀδύνατη. Ἡ μακρόχρονη καὶ σκληρὴ δουλεία μίκρυνε τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐγγραμμάτων, ἐξαφάνισε σπάνια  χειρόγραφα καὶ  βιβλία, οἱ σπουδὲς ἦταν πανάκριβες καὶ, ἐκτὸς κατεχόμενου χώρου, ἡ συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας καὶ τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐξαφανίστηκε.
Μοναδικοὶ φορεῖς ἐπιβίωσης καὶ ἀνάδειξης τῆς ἔννοιας τοῦ Γένους ἀπέμειναν ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ κοινότητες.  Ἡ ἐκκλησία διατήρησε τὰ στοιχειώδη σχολεῖα γιὰ  νὰ ἑτοιμάζει  τοὺς  λειτουργούς της, τοὺς ψάλτες καὶ ἀπὸ  τὸ κρυφὸ σχολεῖο, ποὺ λειτουργοῦσε σὲ ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια,  δημιουργήθηκε  ἡ Ἀθωνιάδα,  ἡ αὐθεντικὴ  σχολὴ τοῦ Βουκουρεστίου, τὰ γυμνάσια τῆς Χίου, τῆς Σμύρνης, τῶν Κυδωνιῶν, τὰ Ἀνώτερα Σχολεῖα τῶν Ἀθηνῶν, τῶν Ἰωαννίνων, τῆς Δημητσάνας καὶ ἡ «ἐν Κωνσταντινουπόλει» Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Γένους ἢ Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία. Ἡ τελευταία  ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖ τὸν ὃρο Γένος στὴν προμετωπίδα του, ἱδρύθηκε ἕνα ἔτος μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸ σύνθημα ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους θὰ πραγματοποιηθεῖ διὰ τῆς παιδείας.
  Ταυτόχρονα, σημαντικὸ ρόλο στὴ ἀνάδειξη τῆς ἔννοιας τοῦ Γένους κράτησαν οἱ ἡγεμόνες, οἱ διερμηνεῖς, ἡ πολιτικὴ δηλαδὴ τάξη τῶν ὑπόδουλων.
Στὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος δημιουργεῖται ὁ θεσμὸς τῶν μεγάλων διερμηνέων, ἐνῶ   ἀπὸ τὸ 1711 ἕως τὸ 1821, οἱ Ἕλληνες καλοῦνται νὰ διοικήσουν τὰς Παραδουναβίους ἐπαρχίας τῆς Βλαχιᾶς καὶ τῆς Μολδαβίας. Ἡ ἀνάδειξη τῶν Ρωμηῶν ὡς μεγάλων διερμηνέων καὶ ἡγεμόνων ἀπετέλεσε σημαντικὴ  κατάκτηση, ἐνῶ στὶς ἡγεμονίες ὁ συνδυασμὸς  τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ βυζαντινῆς παράδοσης  δημιούργησαν τίς  προϋποθέσεις τοῦ πολιτικοῦ βίου καὶ τελικὰ τῆς παλιγγενεσίας. Ἡ περίοδος τῆς ἄνοιξης τοῦ Γένους ἀρχίζει  νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ θρησκευτικὴ κληρονομιά   ταυτόχρονα μὲ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση, ὅπου σὲ ναοὺς καὶ μοναστήρια   ἀπεικονίζονται μεταξὺ τῶν Ἁγίων, οἱ  μορφὲς τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Πλάτωνα. Ἡ μονὴ Φιλανθρωπηνῶν στὸ νησὶ τῆς λίμνης Παμβώτιδας τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου λειτούργησε καὶ κρυφὸ σχολεῖο, εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα.
Ἐπίσης πολὺ διαδεδομένη τὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τῶν ὀνομάτων ἀπὸ τοὺς μαθητὲς λαμβάνοντας  ἀρχαῖα, θέλοντας νὰ δείξουν τὴ συνέχεια τοῦ Γένους. Στὶς  Κυδωνιές, τὸ 1817, οἱ μαθητὲς τοῦ σχολείου συνέταξαν τὸ ἀκόλουθο ψήφισμα: «θὰ ὁμιλοῦμε πλέον ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ ἕκαστος θὰ ὑπογράφει μὲ δυὸ ὀνόματα: ἐκεῖνο ποὺ εἶχε πρὶν καὶ ἐκεῖνο ποὺ λαμβάνει τώρα, π.χ. Τζάνος-Ἐπαμεινώνδας». Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ  γεγονὸς νὰ δίνουν ἀρχαιοελληνικὰ ὀνόματα οἱ ὑπόδουλοι στὰ τὰ παιδιὰ τους τὸ καταδίκασε, τὸ 1819, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μετὰ ἀπὸ πιέσεις τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ἡ ὁποία ἔβλεπε στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση μία ἀπειλή.
Κατὰ τίς διαδοχικὲς αὐτὲς φάσεις συγκροτήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Γένους, ἡ κοινωνικὴ του διάρθρωση, ἡ ἡγεσία, ἡ οἰκονομία καὶ ἡ κοσμοθεωρία του.
Ὅλα αὐτὰ ἦταν συνδεδεμένα μὲ τὴ γλώσσα, τὶς παραδόσεις, τὴν ταυτότητά του.  Ἡ Ἐπανάσταση ἀπὸ τὶς παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, μέχρι τὴ Ρωσία καὶ ἀπὸ τὴ δυτικὴ Εὐρώπη μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ ὅλες τὶς ὑπόδουλες περιοχές, μιλᾶ γιὰ τὸ Γένος, ἀναφέρεται στὴ συνέχειά του. Γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης γίνεται ἐπίκληση  τοῦ μυθικοῦ κόσμου τῶν Ἑλλήνων,  τοῦ μεγαλείου καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ τῶν Ἑλλήνων στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, τοὺς Μηδικοὺς πολέμους, τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο καὶ τὴν ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία.
Δίπλα στὰ γεγονότα γίνεται ἐπίκληση τῶν στοιχείων τοῦ Γένους τῆς γλώσσας, τῆς τέχνης, τῆς συγκρότησης  τῆς κοινωνίας τῶν πόλεων, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ πολίτη,  τῆς γνώσης περὶ συνέχειας, τῆς δημοκρατίας, τῆς παιδείας,  τοῦ πνεύματος θυσίας καὶ ἐλευθερίας.
Τὰ δυὸ τελευταῖα ἀναφέρει ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος ὅτι συνθέτουν  τὸ ἱστορικὸ νόημα τοῦ Γένους. Τὸ πνεῦμα ποὺ ἔγινε πηγὴ παιδείας, παιδεία ἐλευθερίας καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς μεγάλης θυσίας.  Θυσία ἡ ὁποία γεννήθηκε μὲ τὸν Ὀνήσιλο τῆς Κύπρου καὶ τὸν Λεωνίδα τῶν Θερμοπυλῶν καὶ συνεχίστηκε ὡς ἰδέα καὶ συνειδητὴ πράξη μὲ  τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο,  ἀργότερα μὲ τὸν Ρήγα Φεραῖο, καὶ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο τοῦ Γένους μὲ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης καὶ τὸν Γρηγόρη Αὐξεντίου.
 3. Ρωμηοσύνη 
 Γιὰ τὴ γραφὴ τοῦ ὀνόματος Ρωμη(ι)ός,  Ρωμη(ι)οσύνη, ἐπεκράτησε ἡ γραφὴ Ρωμιός, ἀλλὰ ἡ μορφὴ Ρωμηός,  Ρωμηοσύνη, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μας ἔχει βάση, προέκυψε ἀπὸ πτώση τοῦ τόνου στὴν «Βυζαντινὴ» δημοτικὴ ποίηση (Ρωμαῖοι – Ρωμηοὶ) χάριν τοῦ μέτρου. Αὐτὴν  τὴ μορφὴ γνωρίζει καὶ ὁ ποιητὴς Γ. Σούρης ὁ ὁποῖος γράφει σχετικὰ τὰ ἑξῆς: «κι εἶπεν ὁ χρόνος ὁ παληός, ἔλα, καινούριε χρόνε, νὰ παραλάβης τοὺς Ρωμηούς, ποὺ τοὺς Ρωμηοὺς τῶν τρῶνε. [… ] ἀθάνατο Ρωμαίικο νὰ ζήσης χίλια χρόνια…». Γιὰ τὴν ἀποσαφήνιση τοῦ ὃρου  «Ρωμηοσύνη» θεωροῦμε ὅτι ἡ θέση τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, στὸ ὁμώνυμό του βιβλίο, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σημαντικὲς συμβολές. Γράφει χαρακτηριστικά: «Πρῶτον πρέπει νὰ ἔχωμεν  ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἱστορικῶς οὐδέποτε διακρίνεται ἡ λεγομένη Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴν Αὐτοκρατορίαν. Οἱ πρόγονοί μας ἐγνώριζον μόνον ὅτι ἦσαν πολῖται τοῦ κράτους μὲ τὸ ὄνομα Ρωμανία καὶ ὅτι τὸ κράτος αὐτὸ εἰς τὰ χρόνια… τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐξετείνετο εἰς ὁλόκληρον τὸν μεσόγειον χῶρον, ποὺ σήμερον καλύπτει τὴν Ἀγγλίαν, Πορτογαλίαν, Ἱσπανίαν, Γαλλίαν, Ἐλβετίαν, Ἰταλίαν, Αὐστρίαν, τὰ Βαλκάνια, ὅλην τὴν βόρειον Ἀφρικήν, τὸν Λίβανον, τὴ Συρίαν, τὴν Τουρκίαν, καί, τὰς ρωσικάς παραλίας τοῦ Εὐξείνου Πόντου…. Ἡ ἐπιστημονικὴ διάσπασις τῆς ἑνιαίας ταύτης ἱστορικῆς Ρωμανίας εἰς ρωμαϊκὴν καὶ βυζαντινὴν αὐτοκρατορίαν εἶναι κατασκεύασμα τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῆς δυτικῆς ἐν Γαλλίᾳ, Ἰταλίᾳ, Ἐλβετίᾳ καὶ Αὐστρίᾳ Ρωμαιοσύνης.  Οἱ Φράγκοι πρῶτοι ἀπεκάλεσαν τοὺς Ρωμαίους τῆς Ἀνατολῆς μόνον Γραικούς, ἀκολουθοῦντες παλαιότερον παράδειγμα τῶν Γότθων».
Καὶ συνεχίζει ὁ Ι. Ρωμανίδης ἀναφέροντας τὰ ἑξῆς: «Εἰς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα τῶν Ρωμαίων ἀπέδωσαν οἱ Φράγκοι τὸν τίτλον «βασιλεὺς τῶν Γραικῶν» καὶ συγχρόνως ὠνόμασαν τὸν Τευτονοφράγκον ἡγεμόνα τῆς Γερμανίας «βασιλέα τῶν Ρωμαίων», διὰ νὰ ἀποσπάσουν τὴν ἀφοσίωσιν τῶν ἐν τῇ Δύσει κατακτηθέντων καὶ ὑποδούλων Ρωμαίων ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην καὶ στρέψουν τὰ ἐθνικὰ αἰσθήματα τῶν ὑποδούλων τούτων δυτικῶν Ρωμαίων πρὸς τὸν ἐν Γερμανίᾳ ψευδῶς καλούμενον «βασιλέα τῶν Ρωμαίων». Συγχρόνως κατεδίκασαν ὡς αἱρετικοὺς τοὺς ὀνομασθέντας ἀποκλειστικῶς πλέον «Γραικοὺς» ἀνατολικοὺς Ρωμαίους καὶ οὕτως ἔθεσαν τὰ θεμέλια τοῦ μεσαιωνικοῦ μίσους τῆς ἐν τῇ Δύσει ἀφομοιωθείσης ὑπὸ τῆς Φραγκιᾶς Ρωμαιοσύνης πρὸς τὴν ἀνατολικὴν Ρομαιοσύνην, τὸ ὁποῖον ἐκορυφώθη μὲ τὴν ὑπὸ τῶν Φράγκων ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἐπέκτασιν τῆς Φραγκοκρατίας εἰς τὴν Ἀνατολήν. Ἡ Φραγκοκρατία διὰ τὴν Ρωμαιοσύνην δὲν ἤρχισε μὲ τὴν ἐμφάνισιν τῶν Φράγκων εἰς τὴν Ἀνατολήν. Η Φραγκοκρατία ἀρχίζει μὲ τὴν ὑπὸ τῶν Φράγκων κατάκτησιν τῶν ἀναφερθεισῶν δυτικῶν ἐπαρχιῶν τῆς  Ρωμανίας. Οὕτως ἐπεσπεύσθη ἡ ἀφομοίωσις τῆς ἐν τῇ Δύσει Ρωμαιοσύνης, ἡ ὁποία μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ἔμαθεν ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολήν, περὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην, ὑπάρχουν ὄχι Ρωμαῖοι ἀλλὰ «αἱρετικοὶ Γραικοὶ» μὲ «Γραικὸν βασιλέα». Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ θ’ αἰῶνος καθιερώθη μεταξὺ τῶν Φράγκων θεολόγων ἡ παράδοσις νὰ γράφουν ἔργα τιτλοφορούμενα «Κατὰ τῶν πλανῶν τῶν Γραικῶν». Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Φράγκους κατακτητάς τῆς δυτικῆς Ρωμαιοσύνης οἱ Ἄραβες καὶ Τοῦρκοι κατακτηταὶ τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαιοσύνης ἀπεκάλουν πάντοτε μὲ σεβασμὸν τοὺς πολίτας τῆς Ρωμανίας Ρούμ, δηλαδὴ Ρωμαίους ἢ Ρωμηούς. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν οἱ πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων ὀνομάζονται μέχρι σήμερον τουρκιστὶ καὶ ἀραβιστὶ Ροὺμ Πατρίκ, δηλαδὴ πατριάρχαι τῶν Ρωμαίων. Οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι ὁμογενεῖς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν λέγονται ἑλληνιστὶ Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ καὶ τουρκιστὶ Ρούμ. Εἰς τὰ ἂλλα πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα ὀνομάζονται ἀραβιστὶ Ρούμ. Εἰς τὸ Κοράνιον τοῦ Μωάμεθ ὑπάρχει ὁλόκληρον κεφάλαιον (30), ὅπου ὁ ἱδρυτὴς τοῦ Ἰσλὰμ γράφει περὶ τῆς προσωρινῆς πτώσεως τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς Πέρσας εἰς Μέσην Ἀνατολὴν καὶ προφητεύει τὸν τελικὸν θρίαμβον αὐτῶν, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινεν ὑπὸ τὸν Ἠράκλειτον μετ’ ὀλίγα ἔτη. Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ κεφάλαιον ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶχε τὴν ἐποχὴν αὐτὴν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἐκήρυττε τὴν ἰδίαν πίστιν μὲ τοὺς Ρωμαίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης. Ἐπίσης πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι εἰς τὰς συροφώνους πηγάς ὡς καὶ εἰς τὰς αἰθιοπικάς τοῦ Μεσαίωνος, οἱ σήμερον κακῶς λεγόμενοι Βυζαντινοὶ ἐλέγοντο πάντοτε Ρωμαῖοι. Μάλιστα οἱ μετὰ τὸ 1821 ὑπὸ τῶν Νεοελλήνων ὀνομασθέντες «Ἕλληνες» Πατέρες λέγονται πάντοτε Ρωμαῖοι Πατέρες, ἀκριβῶς ὅπως συνέβαινεν εἰς ἡμᾶς πρὸ τοῦ 1821…… Ἡ τουρκικὴ ἀπόδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ κρατικοῦ ὀνόματος Ρωμανία, τὸ πραγματικὸν ὄνομα τοῦ ἐπιβλαβῶς διὰ τὰ ἐθνικὰ συμφέροντα σήμερον λεγομένου βυζαντινοῦ κράτους, εἶναι τὸ ὄνομα Ρούμελη. Τὰ ἱστορικὰ δικαιώματα τῆς Ρωμαιοσύνης φαίνονται σαφῶς ἀπὸ τὴν χρῆσιν τοῦ ὀνόματος τούτου ὑπὸ τῶν Τούρκων. Πρὸ τῆς ἁλώσεως οἱ Τοῦρκοι ὠνόμαζον Ρούμελην ὃλας τὰς ἐλευθέρας ἐκτάσεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Εὐρώπης, αἱ ὁποῖαι διοικοῦντο ὑπὸ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ρώμῃ βασιλέως τῶν Ρωμαίων. Ἀλλὰ καὶ μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰῶνος τούτου οἱ Τοῦρκοι ὠνόμαζον Ρούμελην ὁλόκληρον τὴν Θράκην, ὁλόκληρον τὴν Μακεδόνιαν καὶ ὁλόκληρον τὴν Ἤπειρον καὶ γενικῶς ὃλας τὰς ἐκτάσεις ἀπὸ τοῦ Βελιγραδίου μέχρι τῆς Πελοποννήσου. Δηλαδὴ Ρούμελη ἦτο τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τοῦτο οἱ Τοῦρκοι διετήρησαν καὶ τὸ ὄνομα Κωνσταντινούπολις. Παραδόξως, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι διετήρησαν τὸ γεωγραφικὸν ὄνομα τῆς αὐτοκρατορίας μας, δηλαδὴ Ρούμελη, οἱ Νεοέλληνες τὸ κατήργησαν καὶ τὸ ἀντικατέστησαν μὲ τὸ ὄνομα Ἑλλὰς- Ἕλληνες,  δηλαδὴ μὲ τὸ ὄνομα μιᾶς μικρᾶς ἐπαρχίας τῆς μεγάλης Ρούμελης ἢ Ρωμανίας».
Ὁ Παπαρρηγόπουλος παρατηροῦσε σχετικὰ πὼς «καλούμεθα σήμερον Ἕλληνες, τοὺς δὲ ἐν ταῖς αὐταῖς χώραις κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα πρωταγωνιστήσαντας ὀνομάζομεν Βυζαντινούς. Αὐτοὶ ὅμως οὗτοι δὲν παρεδέχθησαν τὴν προσηγορίαν ταύτην, ἀλλ’ ἐκάλουν ἑαυτοὺς Ρωμαίους…… Τὸ ὄνομα Βυζαντινοὶ δὲν ἐπεκράτησεν εἰμὴ παρὰ τοῖς Ἑσπερίοις, συνδεθὲν ὑπ’ αὐτῶν μετὰ ποικίλων περιφρονητικῶν ἐκδοχῶν».
Ἡ Ρωμηοσύνη ἀποτελεῖ μία εὐρεία ἔννοια ποὺ μᾶς συνδέει μὲ τὸ χθὲς καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ αὔριο. Μὲ στοιχεῖα ἱστορίας, γλώσσας, πολιτισμοῦ καὶ πολιτικοῦ βίου, κοινῆς πορείας,  βιωμάτων καὶ στόχων. Ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ἡ ἔκφραση  τῆς ἐθνικῆς συνέχειας, τῆς  χριστιανικῆς οἰκουμενικότητας, τὸ  σύμβολο ἀλήθειας, δηλαδὴ τῆς μὴ λήθης.
 4. Ἀντὶ ἐπίλογου
 Γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ Ἔθνους τὸ 1821  χρησιμοποιήθηκε ἡ ἔννοια τοῦ Γένους, τῆς Παλιγγενεσίας, ἐνῶ ὁ Ρωμηὸς- Ρωμηοσύνη  ὕπηρξε ὁ ὅρος ποὺ ἕνωσε τὸν λαό, ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου, ποὺ ἀναζητοῦσαν   τὴν ἐλευθερία.
Ἡ μεγάλη συμβολὴ τοῦ Γένους καὶ τῆς Ρωμηοσύνης στὴν κληρονομιά καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ λαοῦ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητο δεδομένο. Μάλιστα παρὰ τὰ ἐμπόδια καὶ τὶς πολιτικὲς καὶ ἄλλες παραμέτρους στὸ σήμερα, ἡ κεντρικὴ συνιστώσα ὕπαρξης καὶ συνέχειας τοῦ λαοῦ μας, γίνεται ὁλοένα καὶ περισσότερο γνωστή.
Ὅπως σημειώνεται ἀπὸ τὸν π. Γ. Μεταλληνὸ «ἡ συνείδηση εἶναι ὑπαρκτὴ ὅτι ἀπὸ πλευρᾶς Γένους, ἔθνους, φυλῆς, εἴμαστε Ἕλληνες ἢ καὶ Γραικοί,  καὶ  στὴν πίστη  Ρωμαῖοι Ρωμηοί, δηλαδὴ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ἐξωμότες Γραικύλοι καὶ «γενίτσαροι» πρὸς τὴν Ὀθωμανικὴ Ἀνατολὴ (Τουρκιὰ) ἢ τὴν ἀλλοτριωμένη Δύση (Φραγκιά)».
Κομβικὸ σημεῖο σ΄ αὐτὴν τὴν πορεία τοῦ Γένους καὶ τῆς Ρωμηοσύνης κρατᾶ ἡ ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Αὐτὴν ποὺ πολλοὶ τὴν «προσπερνοῦν» κάνοντας ἕνα ἅλμα προσπαθώντας νὰ συνδέσουν τὴν ἀρχαία κλασσικὴ περίοδο μὲ τὴ σύγχρονη, μὴ ὑπολογίζοντας ὅτι ἡ ἑδραίωση τῶν ὃρων τοῦ Γένους καὶ τῆς Ρωμηοσύνης ἔγινε σ’  αὐτὴν τὴ σημαντικὴ γιὰ τὸν λαό μας, καὶ τὸν κόσμο ὅλο, περίοδο. Ὅπως σημειώνει σχετικὰ ὁ Φώτης Κόντογλου, «τὸ Βυζάντιο στάθηκε ἀληθινὰ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» μέσα στὴν ἱστορία, ἕνα πράγμα ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν τύπο ποὺ  ἔχουν τὰ συστήματα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Τὸ Βυζάντιο γι’ ἄλλους ἤτανε πολὺ σπουδαῖο, ὄχι μονάχα στὴ θρησκευτικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ στὴν κοσμική, ἕνας παραμυθένιος κόσμος, ἐνῶ γι’ ἄλλους πάλι ἤτανε ἡ παραμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κόσμου…. Ἡ Ρωμηοσύνη βγῆκε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ἤ, γιὰ νὰ ποῦμε καλύτερα, τὸ Βυζάντιο στὰ τελευταῖα χρόνια του στάθηκε ἡ ἴδια ἡ Ρωμηοσύνη. Ἀκόμα ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Φωκᾶ φανερώνουνται καθαρὰ τὰ χαρακτηριστικά της, καὶ στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων, ποὺ ψυχομαχᾶ τὸ βασίλειο, ἀντρειώνεται ἡ βασανισμένη Ρωηοσύνη, ἡ καινούργια Ἑλλάδα. Μεγάλωσε μέσα στὴν ἀγωνία ἡ χριστιανικὴ Ἑλλάδα, γιατί ὁ πόνος εἶναι ἡ καινούργια σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ἡ πονεμένη Ἑλλάδα…. Οἱ λαοὶ ποὺ ζοῦνε μὲ πόνο καὶ μὲ πίστη τυπώνουνε πιὸ βαθιὰ τὸν χαραχτήρα τους στὸν σκληρὸ βράχο τῆς ζωῆς, καὶ σφραγίζονται μὲ μιά σφραγίδα ποὺ δὲν σβήνει ἀπὸ τὶς συμφορὲς κι ἀπὸ τὶς ἀβάσταχτες καταδρομές, ἀλλὰ γίνεται πιὸ ἄσβηστη. Μὲ μιά τέτοια σφραγίδα εἶναι σφραγισμένη ἡ Ρωμηοσύνη…. τὸ Βυζάντιο ἤτανε ἡ κιβωτὸς ἡ σφραγισμένη, ποὺ φύλαγε μέσα της κάθε πνευματικὸ θησαυρό, ἀποχτημένον μὲ τὸν πόνο καὶ μὲ τὴν πίστη. Σὰν χάλασε αὐτὴ ἡ κιβωτός, καὶ σκορπιστήκανε οἱ θησαυροί της, ὁ κόσμος θράφηκε πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ μαζέψανε κάποιοι Ἕλληνες καὶ τὰ πήγανε στὰ δυτικὰ ἔθνη.  Ὡστόσο, μ’ ὅλο ποὺ κόπηκε τὸ μεγάλο ἐκεῖνο δέντρο τῆς Ρωμηοσύνης, ἡ φύτρα σώθηκε καὶ πέταξε καινούργιους βλαστούς, ποὺ λουλουδίσανε, κι ἂς πλάκωνε τὸν ραγιὰ ἡ φοβέρα τοῦ θανάτου.
 *ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ‘ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ’, ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΤΟ ΑΠΘ, ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2010