Ενα πρώτο απτό αποτέλεσμα αυτής της «αδράνειας» ήταν και η απόφαση την οποία έλαβε η αλβανική Βουλή την περασμένη Τρίτη για να δοθεί άδεια εισόδου και προσωρινής παραμονής στα αλβανικά χωρικά ύδατα 5 τουρκικών πλοίων και των 1.125 μελών των πληρωμάτων τους για «εξοικείωση με νατοϊκά λιμάνια». Ενα από τα λιμάνια στα οποία θα καταπλεύσουν τα τουρκικά πλοία είναι φυσικά και το Bisht Palla.
Ο τουρκικός στολίσκος που θα καταπλεύσει στα αλβανικά χωρικά ύδατα στις 22 Ιουνίου θα περιλαμβάνει και δυο από τα πιο σύγχρονα πλοία του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, τις φρεγάτες Gaziantep και Giresun (εξοπλισμένες με το σύστημα GENESIS), και η παρουσία του στα νερά της Αδριατικής και του Βορείου Ιονίου προκαλεί ανησυχία, καθώς εκπέμπεται το μήνυμα της δυνατότητας πρόκλησης αντιπερισπασμών και δημιουργίας «ρήγματος» στη μέχρι τώρα ελεγχόμενη και ασφαλή δυτική πλευρά των συνόρων. Η τουρκική στρατιωτική και ιδιαίτερα η ναυτική παρουσία στην Αλβανία διευκολύνθηκε όμως και από σοβαρότατα λάθη και απαράδεκτες καθυστερήσεις της κυβέρνησης της ΝΔ.
Ηδη από τις 30 Δεκεμβρίου 2002 είχε υπογραφεί συμφωνία μεταξύ των υπουργείων Αμυνας της Ελλάδας και της Αλβανίας (η οποία τέθηκε σε εφαρμογή του 2004) που προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα αναλάβει τα αναγκαία έργα υποδομής και αναβάθμισης της ναυτικής βάσης Bisht Palla στο Δυρράχιο.
Το συνολικό κόστος έφθανε τα 6,5 εκατομμύρια ευρώ και προβλεπόταν να καλυφθεί από τις πιστώσεις της αναπτυξιακής βοήθειας του ΥΠΕΞ μέσω της αρμόδιας διεύθυνσης ΥΔΑΣ που κάθε χρόνο διαθέτει μερικά εκατομμύρια ευρώ σε ΜΚΟ (ενώ πόροι θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν και από τα περίπου 18 εκατομμύρια ευρώ των απόρρητων κονδυλίων που έχει στη διάθεσή του κάθε χρόνο ο ΥΠΕΞ και καταλήγουν σε ασαφείς παραλήπτες).
Δύο χρόνια αργότερα, και ενώ καμία κίνηση δεν είχε γίνει για την εκταμίευση των κονδυλίων και την έναρξη των εργασιών, η αλβανική κυβέρνηση προσπαθούσε όλο και πιο πιεστικά να διερευνήσει τις ελληνικές προθέσεις.
Η Τουρκία, μπαίνοντας σφήνα στην υπόθεση όμως, προσέφερε τα κονδύλια για την ανέγερση και εξοπλισμό κτιρίου εντός του Λιμανιού με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως Διοικητήριο (υποχρέωση που περιλαμβανόταν στη συμφωνία με την Ελλάδα).
Την ίδια περίοδο άρχισε ο «βομβαρδισμός» του γραφείου του τότε ΥΠΕΘΑ Β. Μεϊμαράκη από τη διεύθυνση διεθνών σχέσεων του υπουργείου.
Το Υπηρεσιακό Σημείωμα που έφθασε στο γραφείο του υπουργού αφού περιέγραφε την ενόχληση της αλβανικής κυβέρνησης για το γεγονός ότι 4 χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας δεν είχε γίνει η οποιαδήποτε κίνηση, προειδοποιούσε ότι η περαιτέρω καθυστέρηση στην υλοποίηση του έργου:
- Πλήττει την αξιοπιστία του ΥΠΕΘΑ και το κύρος της χώρας γενικότερα, καθόσον η εκτέλεση του έργου απορρέει από διακρατική συμφωνία.
- Δημιουργεί ρωγμές στην εικόνα της κυρίαρχης οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης των Βαλκανίων που έχει διαμορφωθεί για την Ελλάδα, κάτι που μπορεί να τύχει κακόβουλης εκμετάλλευσης τόσο από αλβανικά στοιχεία όσο και από λοιπές χώρες με ανταγωνιστικές προθέσεις.
- Πλήττει τις διμερείς αμυντικές σχέσεις με την Αλβανία ενώ ενδέχεται σε περίπτωση ακύρωσης ή μεγάλης καθυστέρησης του έργου να επιδιώξει την ανάληψή του η Τουρκία με σκοπό την εξασφάλιση φιλικού περιβάλλοντος για την επέκταση του πεδίου δράσης του Πολεμικού Ναυτικού της.
- Η διμερής αμυντική συνεργασία μεταξύ της Αλβανίας και της Τουρκίας κυμαίνεται ήδη σε υψηλά επίπεδα και η Τουρκία εκτός από τη συνεργασία στον τομέα της στρατιωτικής εκπαίδευσης και την παροχή αμυντικού υλικού, έχει αναλάβει: Τον εκσυγχρονισμό της Ναυτικής Ακαδημίας στον Αυλώνα, τον εκσυγχρονισμό της επισκευαστικής μονάδας του Ναυτικού στο Pashaliman του Αυλώνα, τον εκσυγχρονισμό του αεροδρομίου στο Kucove και του εργοστάσιου πυρομαχικών στο Polican.