Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Η ενσωμάτωση των νέων μεταναστών στην Ελλάδα: τα ευρήματα μίας πρόσφατης μελέτης

Bookmark and Share
Μετά την ψήφιση του σχεδίου νόμου για την παροχή ιθαγένειας και δικαιώματος ψήφου στις τοπικές εκλογές στους νόμιμους μετανάστες και στους απογόνους τους, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα μίας πρόσφατης μελέτης για την διαμόρφωση της εθνοτικής ταυτότητας και την ένταξη των εφήβων μεταναστών δεύτερης γενιάς στην χώρα μας. Η μελέτη διεξήχθη από τον Τομέα Ψυχολογίας του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1) και χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής (ΙΜΕΠΟ).
Οι ερευνητές μελέτησαν τους έφηβους μετανάστες δεύτερης γενιάς (δηλαδή εκείνους που γεννήθηκαν στην χώρα μας ή ήρθαν σε ηλικία μικρότερη ή ίση των 3,5 ετών) και τους σύγκριναν με έφηβους μετανάστες πρώτης γενιάς αλλά και με Έλληνες της ίδιας ηλικίας.
Το σύνολο του δείγματος αποτελούνταν από 777 άτομα τα οποία φοιτούσαν στην Γ’ Γυμνασίου και στην Β’ Λυκείου. Εξ’ αιτίας «μεθοδολογικών προβληματισμών» και «πρακτικών περιορισμών» οι συγγραφείς αποφάσισαν να μην συμπεριλάβουν στο δείγμα μετανάστες μετεφηβικής ηλικίας. Αυτό περιορίζει – ενδεχομένως σημαντικά – το εύρος χρησιμότητας των ευρημάτων της μελέτης καθώς αυτά εστιάζονται σε μία πολύ συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα μεταναστών.

Επιπλέον, το γεγονός ότι για την επιλογή του δείγματος χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συμπτωματικής δειγματοληψίας εγκλείει σοβαρά μειονεκτήματα. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται συχνά στην ψυχολογική έρευνα αλλά το δείγμα που προκύπτει από αυτήν δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά του γενικού ερευνώμενου πληθυσμού και γι’ αυτό ενέχει σημαντικό βαθμό μεροληψίας. Επομένως τα εξαγόμενα συμπεράσματα δεν πρέπει να γενικεύονται καθώς ισχύουν μόνο για πληθυσμούς που έχουν όμοια χαρακτηριστικά με εκείνα του δείγματος της έρευνας.

Τα ευρήματα της μελέτης

Στην μελέτη διακρίνονται τέσσερις στρατηγικές επιπολιτισμού, δηλαδή στάσεων και συμπεριφορών του μεταναστευτικού πληθυσμού απέναντι στην καθημερινή επαφή με άτομα και ομάδες με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Συνοπτικά, οι στρατηγικές αυτές είναι:

(α) η περιθωριοποίηση, δηλαδή η απώλεια ταυτότητας της χώρας προέλευσης χωρίς την υποκατάστασή της από την ένταξη στην ευρύτερη κοινωνία
(β) ο διαχωρισμός, δηλαδή η απομάκρυνση από την ευρύτερη κοινωνία και η διατήρηση της εθνοτικής ταυτότητας  της χώρας προέλευσης
(γ) η αφομοίωση, δηλαδή η ουσιαστική απώλεια των πολιτισμικών στοιχείων της χώρας προέλευσης και η αφομοίωση από την κυρίαρχη ομάδα, και
(δ) η εναρμόνιση, δηλαδή η συνύπαρξη πολιτισμικών στοιχείων τόσο της χώρας προέλευσης όσο και της χώρας υποδοχής

Σύμφωνα με την έρευνα οι έφηβοι μετανάστες υιοθετούν τις προαναφερθείσες στρατηγικές επιπολιτισμού στα παρακάτω ποσοστά:

Στρατηγικές επιπολιτισμού (%)    1η γενιά    2η γενιά    ΣΥΝΟΛΟ     
Περιθωριοποίηση     27,5    21,3    25     
Διαχωρισμός     28,3    20,2    25     
Αφομοίωση     20,3    34    25,9     
Εναρμόνιση     23,9    24,5    24,1     
Σύνολο     59,5    40,5    100    

Από τα ευρήματα αυτά προκύπτει ότι το 55,8% των εφήβων μεταναστών 1ης γενιάς και το 41,5% των εφήβων μεταναστών 2ης γενιάς – δηλαδή το 50% του συνόλου - υιοθετούν στρατηγικές επιπολιτισμού που δεν οδηγούν σε ένταξή τους στην Ελληνική κοινωνία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ευρήματα αναφορικά με τον εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό των εφήβων μεταναστών. Ως εθνοτική ταυτότητα ορίζεται η «αίσθηση του ανήκειν σε μια εθνοτική ομάδα καθώς και [οι] αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές που απορρέουν από τη συμμετοχή του ατόμου στην ομάδα αυτή» (σελ. 16).

Εθνοτικός αυτοπροσδιορισμός (%)    Ελλάδα    Χώρα προέλευσης    Δεν απάντησαν    ΣΥΝΟΛΟ     
1η γενιά    13,3    60    26,7    47,5     
2η γενιά    51,8    22,9    25,3    52,5     
Σύνολο    33,5    40,5    25,9    100    

Σύμφωνα με αυτά πολύ λίγοι έφηβοι μετανάστες 1ης γενιάς αυτοπροσδιορίζονται ως «Έλληνες» (το 13,3%) ενώ το ποσοστό αυτό φθάνει το 51,8% στους έφηβους μετανάστες 2ης γενιάς. Αν εστιάσουμε μόνο σε εκείνους που γεννήθηκαν στην χώρα μας, το ίδιο ποσοστό φθάνει το 60,8%. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι μόλις οι μισοί έφηβοι μετανάστες που γεννήθηκαν στην χώρα μας ή που ήλθαν σε αυτήν σε πολύ μικρή ηλικία αυτοπροσδιορίζονται ως «Έλληνες». Συνολικά, μόνο ένας στους τρεις έφηβους μετανάστες (το 33,5%) θεωρεί τον εαυτό του ως «Έλληνα». Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν φαίνεται να διερευνήθηκε το περιεχόμενο που δίνουν στην έννοια του «Έλληνα» οι έφηβοι μετανάστες και να συγκρίθηκε το περιεχόμενο αυτό με εκείνο που δίνουν οι Έλληνες συνομήλικοί τους. Είναι επομένως ένα ερώτημα το πώς αντιλαμβάνονται οι μετανάστες την «ελληνικότητα» και αν δίνουν στην έννοια του «Έλληνα» απλά ένα γεωγραφικό περιεχόμενο ή της αποδίδουν και κάποια άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η διερεύνηση του σημείου αυτού θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη ώστε να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο που δίδεται από τους μετανάστες στην έννοια «Έλλην», ειδικά από εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, το 14% εκείνων των εφήβων μεταναστών που αυτοπροσδιορίζονται ως «Έλληνες» υιοθετούν την στρατηγική της περιθωριοποίησης και το 16% την στρατηγική του διαχωρισμού. Δηλαδή, σχεδόν ένας στους τρεις έφηβους μετανάστες που αυτοπροσδιορίζονται ως «Έλληνες» - και επομένως δυνητικά θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία - επιλέγουν στάσεις και συμπεριφορές που δεν συντελούν στην ενσωμάτωσή τους! Το εύρημα αυτό ταιριάζει και με την άποψη που εξέφρασε ένας εκ των ερευνητών, ο επίκουρος καθηγητής Διαπολιτισμικής Ψυχολογίας κ. Βασίλης Παυλόπουλος, ότι «το να δηλώνει κανείς Έλληνας δε συνεπάγεται αυτομάτως ότι είναι καλά προσαρμοσμένος στην ελληνική κοινωνία» (2).

Συμπεράσματα - σχολιασμός

Τα συμπεράσματα της έρευνας είναι σε κάποιο βαθμό αυτονόητα. Οι έφηβοι μετανάστες 2ης γενιάς – ιδίως όσοι έχουν γεννηθεί στην χώρα μας – αισθάνονται εγγύτερα στην ελληνική κοινωνία συγκριτικά με εκείνους της 1ης γενιάς, καθώς μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα από πολύ μικρή ηλικία και εντάσσονται στις ελληνικές εκπαιδευτικές δομές από την αρχή της ζωής τους. Όμως, όπως τονίζουν και οι ίδιοι οι ερευνητές, «θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε τις «μειοψηφίες» που προέκυψαν από τη συσχέτιση του εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού με τη χώρα καταγωγής και τη γενιά μετανάστευσης. Δεν νιώθουν όλοι οι μετανάστες έφηβοι δεύτερης γενιάς ότι συνδέονται πρωτίστως με την ελληνική ταυτότητα» (σελ. 79). Βεβαίως, οι συγγραφείς σπεύδουν να υπογραμμίσουν ότι «η διατήρηση της εθνοτικής ταυτότητας από ορισμένους μετανάστες δεύτερης γενιάς δεν αποτελεί ένδειξη δυσκολιών προσαρμογής ή ψυχολογικών προβλημάτων, ούτε βεβαίως συνιστά κάποιας μορφής «απειλή» για την ελληνική κοινωνία» (σελ. 79).

Θα πρέπει, παρ’ όλ’ αυτά, να επισημανθεί ότι αυτό που είναι «μειοψηφία» για τους μετανάστες 2ης γενιάς αποτελεί «πλειοψηφία» για τους μετανάστες 1ης γενιάς. Το γεγονός αυτό, συνδυαζόμενο με το ότι οι έφηβοι μετανάστες 1ης γενιάς κατά πλειονότητα υιοθετούν στρατηγικές επιπολιτισμού που δεν συντελούν στην ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία (περιθωριοποίηση, διαχωρισμός), σημαίνει ότι υπάρχει ένα σημαντικό θέμα αναφορικά με αυτούς. Αντίστοιχο θέμα, σε μικρότερη όμως έκταση, υπάρχει και για τους έφηβους μετανάστες 2ης γενιάς καθώς τέσσερις στους δέκα υιοθετούν αντίστοιχες στρατηγικές. Επομένως, τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά, ούτε «ρόδινα» ακόμα και για τους έφηβους μετανάστες 2ης γενιάς. Πόσο μάλλον όταν τα ποσοστά στα οποία εντοπίζονται τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές αφορούν το 40-50% του πληθυσμού τους!

Επιπλέον, τα προβλήματα στην κοινωνική συνοχή προκύπτουν ακόμα και από μικρές «νησίδες» περιθωριοποιημένων και διαχωρισμένων τμημάτων μίας κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο στρατηγικός και γεωπολιτικός αναλυτής και διδάσκων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο κ. Κωνσταντίνος Γρίβας «Στην πραγματικότητα, οι βίαιες και αποφασισμένες μειοψηφίες είναι αυτές που σέρνουν τις πλειοψηφίες στο ιστορικό γίγνεσθαι. Και γι’ αυτό δεν λέει τίποτε το αν σκεφτόμαστε ότι το 90 ή το 99% των Αλβανών στην Ελλάδα θα είναι ήσυχοι και παραγωγικοί πολίτες και θα απορροφηθούν από τους Έλληνες. Γιατί αν το 1% ή και το ένα τοις χιλίοις αποφασίσει να ακολουθήσει ακραία εθνικιστική πολιτική και αντιστοίχως αν το 1% των Ελλήνων ακολουθήσει επίσης ακραία εθνικιστική πολιτική, τότε θα βρεθούμε σε πολύ επικίνδυνες καταστάσεις» (3). Χρήσιμο θα ήταν λοιπόν μία επόμενη μελέτη να διερευνήσει κατά πόσον ο πληθυσμός των μεταναστών - και ιδίως η 2η γενιά - εμφορείται από ακραίες αντιλήψεις (πχ. κατά πόσον οι Αλβανοί μετανάστες υποστηρίζουν την δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας, κατά πόσον οι μουσουλμάνοι μετανάστες εμφορούνται από φονταμενταλιστικές ή αντι-δυτικές απόψεις κλπ). Έτσι θα μπορούμε να έχουμε μία χαρτογράφηση της έκτασης και της διασποράς ακραίων απόψεων στον μεταναστευτικό πληθυσμό.

Σημαντική, πάντως, είναι η παραδοχή των ερευνητών ότι «προβλεπτικοί παράγοντες της καλής κοινωνικοπολιτισμικής προσαρμογής είναι η γνώση του πολιτισμού, ο βαθμός της διαπολιτισμικής επαφής και οι θετικές στάσεις της έσω-ομάδας. Κοινό προβλεπτικό παράγοντα τόσο για την ψυχολογική όσο και για την κοινωνικοπολιτισμική προσαρμογή αποτελεί η εναρμόνιση, ως στρατηγική επιπολιτισμού, και η μικρή πολιτισμική απόσταση μεταξύ χώρας προέλευσης και χώρας υποδοχής (cultural distance)» (σελ. 14-15).

Με βάση τα προαναφερθέντα οι προοπτικές ομαλής ενσωμάτωσης του μεταναστευτικού πληθυσμού στην χώρα μας δεν είναι ευοίωνες. Κατά τις τέσσερις ευκαιρίες εκ των υστέρων νομιμοποίησης παρανόμων μεταναστών (1997, 2001, 2005 και 2007) δεν ελήφθη κάποια μέριμνα ώστε να επιλεγούν και να νομιμοποιηθούν μετανάστες που να έχουν γνώση του ελληνικού πολιτισμού, θετική στάση απέναντι στην χώρα μας και να προέρχονται από χώρες με μικρή πολιτισμική απόσταση από την Ελλάδα. Επιπλέον, καμμία κυβέρνηση κατά τα τελευταία 20 έτη δεν μερίμνησε προκειμένου να ανακτήσει τον έλεγχο του μεταναστευτικού φαινομένου, και ιδίως της παράνομης μετανάστευσης, με αποτέλεσμα οι στάσεις του φιλοξενούντος γηγενούς πληθυσμού να είναι ιδιαιτέρως αρνητικές απέναντι στους μετανάστες.

Πρόσφατη δημοσκόπηση της Kapa Research έδειξε ότι το 51,6% των Ελλήνων θεωρεί την παρουσία των μεταναστών στην χώρα ως «απειλή» ενώ ως ευκαιρία την αντιλαμβάνεται μόλις το 30,6%. Επιπλέον, το 79,3% των Ελλήνων θεωρεί ότι οι μετανάστες που ζουν στην χώρα μας είναι «πάρα πολλοί», το 65,3% των Ελλήνων αισθάνεται ότι «κινδυνεύει» και μόλις το 29,6% αισθάνονται «ασφαλείς» (4). Αξίζει να υπενθυμισθεί ότι μεγάλη έρευνα της ίδιας εταιρείας σε δείγμα 10.000 Ελλήνων, η οποία διεξήχθη προ διετίας, μέτρησε και τα αισθήματα συμπάθειας που δείχνουν οι Έλληνες για τις διάφορες εθνότητες που βρίσκονται στην χώρα. Σύμφωνα με τα ευρήματα, στην κλίμακα 1 ως 10 (όπου 1 σημαίνει «καμμία απολύτως συμπάθεια» και 10 σημαίνει «πολύ μεγάλη συμπάθεια»), οι Αλβανοί τοποθετούνται στο 3,51, οι Ρουμάνοι στο 4,18, οι Βούλγαροι στο 4,27, οι Ρώσοι στο 4,99, οι Κινέζοι και οι Πακιστανοί στο 5,25, οι Κούρδοι στο 5,39, οι Πολωνοί στο 5,43 και οι Φιλιππινέζοι στο 5,90 (5).

Υπό αυτές τις επικρατούσες συνθήκες, οι οποίες δεν πρόκειται να μεταβληθούν άμεσα, αποτελεί ευσεβή πόθο το να κάνουμε λόγο για ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστευτικών πληθυσμών. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να ελπίζουμε σε μία ανεκτική συνύπαρξη, η οποία όμως θα είναι αρκετά εύθραυστη και θα επηρεάζεται από εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική και από ιστορικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές παραμέτρους. Γι’ αυτό και η «χαλάρωση» των όρων κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας και η παροχή δικαιώματος ψήφου στις τοπικές εκλογές στους μετανάστες η οποία ψηφίσθηκε από την Βουλή, όχι μόνον δεν θα διευκολύνει την επίλυση του μεταναστευτικού προβλήματος της Ελλάδας αλλά θα το περιπλέξει για το μέλλον.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.    Μπεζεβέγκης Ηλίας, Παυλόπουλος Βασίλης και Γεωργαντή Κατερίνα «Εθνοτική ταυτότητα και ψυχοκοινωνική προσαρμογή: μια εμπειρική έρευνα σε εφήβους μετανάστες δεύτερης γενιάς», Τομέας Ψυχολογίας, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών/Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής (ΙΜΕΠΟ), Αθήνα, 2010
2.    Ελευθεροτυπία 24/2/2010
3.    Συνέντευξη του κ. Κωνσταντίνου Γρίβα στο τεύχος 12 (Ιούλιος-Αύγουστος 2008) του περιοδικού Patria
4.    Αυγή 25/12/2009
5.    Βήμα Ιδεών, τεύχος 8, Δεκέμβριος 2007

Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Το τέλος μίας ουτοπίας: η κατάρρευση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στην Δυτική Ευρώπη», το οποίο κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Πελασγός.Το αλίευσα ΕΔΩ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης