Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ!
Διαβάστε την και θα καταλάβετε γιατί αυτοί οι άνθρωποι ελευθέρωσαν την Ελλάδα και δεν την διέλυσαν, όπως οι απόγονοί τους:
Εις
την δόξα, εις την δόξα, εις την δόξα του Θεού , της αϊα Τριάδος, της
Θεοτόκος, του α-Γιάννη του Βαφτιστή και πάντα των αγίων και του αγίου
Βασιλείου, να πρεσβέψει εις την παντοδυναμίαν του και εις την βασιλείαν
του, να μας λευτερώσει τώρα εις το νέον έτος, να μας λευτερώσει από την
κακία μας, από την διοτέλειά μας και από τα πάθη μας και από την
επιβουλίαν των ξένων.
Η παντοδυναμία σου είσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος , η αγαθότη σου είναι άβυσσος της θαλάσσης. Έλεος ζητώ, να μου καθαρίσεις την αμαρτωλή μου ψυχή και τα βρωμερά μου σπλάχνα και να μου δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη και πίστη καθαρά, να δυνηθώ να σε προσκυνήσω και να σε δοξολογήσω και να σε ευνογήσω με καθαρότης και να σε περικαλέσω, ο αμαρτωλός, δια της πρεσβείας της Θεοτόκος και των αγίων, να σώσει την ματοκυλισμένη μου πατρίδα και θρησκείαν και γενικώς τους τίμιους ανθρώπους, όσοι φέρνουν δοξολογίαν είς την παντοδυναμίαν σου και εις την βασιλείαν σου, τρισυπόστατε Θεέ, σωτήρα του παντός, να μας σώσεις, να μας λευτερώσεις από τα κοφτερά δόντια των γουρνόλυκων. Τρέχομεν εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Το έλεός σου ζητούμεν, οι αμαρτωλοί και οι αδύνατοι, οι ανάξιοι δούλοι σου και σκλάβοι σου. Συχώρησέ με , Κύριέ μου, οποί σε βάρυνα. Πού αλλού να τρέξω;
Η παντοδυναμία σου είσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος , η αγαθότη σου είναι άβυσσος της θαλάσσης. Έλεος ζητώ, να μου καθαρίσεις την αμαρτωλή μου ψυχή και τα βρωμερά μου σπλάχνα και να μου δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη και πίστη καθαρά, να δυνηθώ να σε προσκυνήσω και να σε δοξολογήσω και να σε ευνογήσω με καθαρότης και να σε περικαλέσω, ο αμαρτωλός, δια της πρεσβείας της Θεοτόκος και των αγίων, να σώσει την ματοκυλισμένη μου πατρίδα και θρησκείαν και γενικώς τους τίμιους ανθρώπους, όσοι φέρνουν δοξολογίαν είς την παντοδυναμίαν σου και εις την βασιλείαν σου, τρισυπόστατε Θεέ, σωτήρα του παντός, να μας σώσεις, να μας λευτερώσεις από τα κοφτερά δόντια των γουρνόλυκων. Τρέχομεν εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Το έλεός σου ζητούμεν, οι αμαρτωλοί και οι αδύνατοι, οι ανάξιοι δούλοι σου και σκλάβοι σου. Συχώρησέ με , Κύριέ μου, οποί σε βάρυνα. Πού αλλού να τρέξω;
Πού
αλλού να τρέξομεν οι ανάξιοι δούλοι σου, πού αλλού οι αδύνατοι να
βρούμεν δικιοσύνη, ποιός ποιμένας και πίτροπός σου έχει δικιοσύνη να
δικιώσει το δίκιον του κάθε ανθρώπου; Θεέ του ουρανού και της γης και
της θάλασσας. Σώσε μας, η παντοδυναμία σου, ότι χαθήκαμεν εδώ και εις
την άλλη ζωή. Κύριε, με τί στόμα να σε περικαλέσουμεν, με τί μάτια να
σηκώσουμεν να σε τηράξομεν και να περικαλέσουμεν το πανάγαθό σου όνομα
και της βασιλείας σου; Κύριε, η παντοδυναμία σου επολέμησες, αγωνίστης,
εσπαλχνίστης, η παντοδυναμία σου και η βασιλεία σου, και ανάστησες
νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αιώνες, και τους πεθαμένους και
λιωμένους και ολίγους και αδύνατους και αμαθείς, με δεμένα σκοινιά τα
περισσότερα τουφέκια, και με χωρίς αναγκαία του πολέμου, ξιπόλυτοι και
γυμνοί και νηστικοί τις περισσότερες φορές, και αντινέργειες των
δυνατών, πενήντα χιλιάδες δεν ήμαστεν ποτές εις τον πόλεμον, στεριά και
του πελάου, και ν’ αφανιστούν περίτου τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές,
ντόπιοι και ξένοι Τούρκοι, δύναμη δική μας ήτον, αντρεία δική μας ήταν,
αρετή και πατριωτισμός δικός μας ήταν, ότι πατριωτισμόν και αρετή
θυσιάζομεν. Και τώρα χερότερον είχαμεν, και τότε μας έσωσες, πανάγαθε
Θεέ, μας ανάστησες και μας σώνεις κάθε στιγμήν και κάθε… από την
διοτέλειά μας, από την χαμέρπειά μας, από την απιστία μας πωλούμεν, και
την παντοδυναμίαν σου και την βασιλείαν σου κατακρένομεν, καταλαλούμεν.
Καταπωλήσαμεν μέσα εις τις αγορές και σοκάκια δισκοπότηρα, ότι δεν
ματαείχαμεν την ανάγκη τους να μεταλάβομεν, πουλήσαμεν τα πολυτίμητα
ευαγγέλια και όλα τα γερά των ναών σου, και ζωντανά και τόπους, και
κατακερματίσαμεν και τ’ άγια μοναστήρια και τις εκκλησίες, και τις
φκιάσαμεν σπίτια, αχούρια και τα εξής. Ό,τι ανταμεβή ήβρες από τους
Οβραίους, οπού ’ταν αλλόθρησκοι και σε σταύρωσαν, ήβρες και από εκείνους
οπού κοπίασες και κοπιάζεις και ανάστησες και αναστήνεις, από τους
ορθόδοξους χριστιανούς. Με τί πρόσωπον, Κύριέ μου, να παρουσιαστώμεν
ομπρός σου, και με τί στόμα και γλώσσα να σε περιλέσουμεν και εις το
εξής, οπού κιντυνεύομεν, οι αχάριστοι, οι διοτελείς, οι κακοί τεμπέληδες
του κόσμου, οι προδότες και ασεβείς, κάθε γερόν πράμα!
Θεοτόκε, μητέρα του παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής και τα πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις εσπλαχνίαν της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους προσευχή ’λικρινώς εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του, εκείνους οπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού άφησαν χήρες και αρφανά, εκείνους οπού ’χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’ αναστηθεί δια της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυθεί ο σταυρός της ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους, και πολλών οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους διακονεύουν και ταλαιπωρούνται ξιπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της ματοκυλισμένης πατρίδος οπού ζύμωσαν οι γονέοι τους και οι συγγενείς τους με το αίμα τους, και την γοδέρουν σήμερα και την τρώνε και την προδίνουν οι γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια και οι σύντροφοί τους αυτεινών οι τοιούτοι. Θεοτόκο, μήτηρ του παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους γυμνούς και ταλαίπωρους. Αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν και την βασιλείαν του. Να πρεσβέψεις εις την παντοδυναμίαν του ν’ αναστήσει πίσου τους γερούς του ναούς, τ’ άγια τα μοναστήρια οπού τρώγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι, αφού αυτά όπου ζούσαν πολύ αδύνατοι από την ευλογίαν του Θεού και από τους κόπους των πατέρων, των καλογέρων – δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των μαναστηριών της ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν. Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ΄ αυτά τα μοναστήρια γενόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι οι υπηρέτες των μαναστηριών και των εκκλησιών – τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το το Νιόκαστρο, και εις την Αθήνα. Έλιωσαν αυτείνοι οι πατέρες, τώρα εις τα γερατειά τους βασανίζονται πολύ εις τους δρόμους. Θεοτόκο μου, να περικαλέσεις τον αφέντη μας και τον μονογενή σου ν’ αναστήσει πίσου αυτά, και τις άγιες εκκλησίες του, οπού κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι και μας ήβρε η δίκια του οργή και της βασιλείας του, να τον περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, να τα αναστήσει πίσου, και να σηκώσει τη δίκια του οργή οπού ’χει σε μας τους αχάριστους και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του και της βασιλείας του, οπού την στερηθήκαμεν από την κακία μας και διοτέλεια μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον. Το έλεός του είναι άβυσσος της θαλάσσης, και τους ανόητους εμάς και τους διοτελείς να μας ενώσει και να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά αιστήματα δια την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθερά να ’χωμεν εις τον παντουργό μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και εις την παντοτινή ζωή, να δώσει του γερατείου του ρήνη και ομόνοιαν , την ευκή του και την ευλογία του, και εις τους προκρίτους, τους ποιμένες, και γενικώς τον λαόν του, να ’ρθει πίσου η νεκρανάστασή του δια της ευλογίας του.
Θεοτόκε, μητέρα του παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής και τα πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις εσπλαχνίαν της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους προσευχή ’λικρινώς εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του, εκείνους οπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού άφησαν χήρες και αρφανά, εκείνους οπού ’χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’ αναστηθεί δια της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυθεί ο σταυρός της ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους, και πολλών οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους διακονεύουν και ταλαιπωρούνται ξιπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της ματοκυλισμένης πατρίδος οπού ζύμωσαν οι γονέοι τους και οι συγγενείς τους με το αίμα τους, και την γοδέρουν σήμερα και την τρώνε και την προδίνουν οι γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια και οι σύντροφοί τους αυτεινών οι τοιούτοι. Θεοτόκο, μήτηρ του παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους γυμνούς και ταλαίπωρους. Αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν και την βασιλείαν του. Να πρεσβέψεις εις την παντοδυναμίαν του ν’ αναστήσει πίσου τους γερούς του ναούς, τ’ άγια τα μοναστήρια οπού τρώγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι, αφού αυτά όπου ζούσαν πολύ αδύνατοι από την ευλογίαν του Θεού και από τους κόπους των πατέρων, των καλογέρων – δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των μαναστηριών της ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν. Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ΄ αυτά τα μοναστήρια γενόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι οι υπηρέτες των μαναστηριών και των εκκλησιών – τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το το Νιόκαστρο, και εις την Αθήνα. Έλιωσαν αυτείνοι οι πατέρες, τώρα εις τα γερατειά τους βασανίζονται πολύ εις τους δρόμους. Θεοτόκο μου, να περικαλέσεις τον αφέντη μας και τον μονογενή σου ν’ αναστήσει πίσου αυτά, και τις άγιες εκκλησίες του, οπού κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι και μας ήβρε η δίκια του οργή και της βασιλείας του, να τον περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, να τα αναστήσει πίσου, και να σηκώσει τη δίκια του οργή οπού ’χει σε μας τους αχάριστους και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του και της βασιλείας του, οπού την στερηθήκαμεν από την κακία μας και διοτέλεια μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον. Το έλεός του είναι άβυσσος της θαλάσσης, και τους ανόητους εμάς και τους διοτελείς να μας ενώσει και να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά αιστήματα δια την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθερά να ’χωμεν εις τον παντουργό μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και εις την παντοτινή ζωή, να δώσει του γερατείου του ρήνη και ομόνοιαν , την ευκή του και την ευλογία του, και εις τους προκρίτους, τους ποιμένες, και γενικώς τον λαόν του, να ’ρθει πίσου η νεκρανάστασή του δια της ευλογίας του.
Προστρέχομεν
οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοι σου και οι σκλάβοι σου εις το έλεός σου
και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Έλεος ζητούμεν, να
μας δώσεις καθαρά σπλάχνα και καθαρά ψυχή, να δυνηθώμεν να σε
προσκυνήσουμεν και να σε δοξολογήσουμεν μ’ εξ όλης καρδίας, ευεργέτη και
προστάτη αληθινέ.»
Το αλίευσα ΕΔΩ