Ἄγνωστος συγγραφεύς
(Ἕνα κείμενο γραμμένο μὲ πολὺ χιοῦμορ, ἀγνώστου συντάκτη, προερχόμενο ἀπὸ τὴ Γερμανία.)
Στὴν κοιλιὰ τῆς ἐγκύου δύο ἔμβρυα συνομιλοῦν. Τὸ ἕνα εἶναι σκεπτικιστής, τὸ ἄλλο, γεμάτο ἐμπιστοσύνη καὶ πίστη.
Τὸ γεμάτο ἀμφιβολίες ἔμβρυο ρωτάει: «Καὶ πιστεύεις πραγματικὰ σὲ μιὰ ζωὴ μετὰ τὴ γέννηση;»
Τὸ ἔμβρυο ποὺ πιστεύει, ἀπαντᾶ: «Ἀσφαλῶς, ναί. Γιὰ μένα εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὴ γέννησή μου. Ἡ ζωὴ ἐδῶ, εἶναι μόνο γιὰ νὰ μᾶς μεγαλώνει, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ προετοιμάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ τὴ ζωὴ μετὰ τὴ γέννησή μας, ἔτσι ὥστε νὰ εἴμαστε ἀρκετὰ δυνατὰ γιὰ ὅ,τι μᾶς περιμένει μετά.»
Ὁ μικρὸς σκεπτικιστὴς ἔχει ἐκνευριστεῖ: «Αὐτὸ εἶναι ἀρκετὰ ἀνόητο. Δὲν ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὴ γέννηση. Πῶς θὰ ἔμοιαζε μιὰ τέτοια ζωή, οὕτως ἢ ἄλλως;»
Ὁ μικρὸς πιστὸς ὅμως, ὑποστηρίζει: «Δὲ γνωρίζω. Ἀλλὰ σίγουρα θὰ ἔχει πολὺ περισσότερο φῶς ἀπὸ ἐδῶ. Καὶ ἴσως νὰ στεκόμαστε στὰ πόδια μας καὶ νὰ τρῶμε μὲ τὸ στόμα μας!»
Τὸ γεμάτο ἀμφιβολίες ἔμβρυο ξεσπάει: «Ἕνα μάτσο ἀνοησίες! Δὲν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα ὅπως τὸ περπάτημα. Καὶ φαγητὸ μὲ τὸ στόμα εἶναι πραγματικὰ μιὰ ἐντελῶς γελοία ἰδέα – ἔχουμε τὸν ὀμφάλιο λῶρο, ποὺ μᾶς τροφοδοτεῖ ἀρκετὰ καλά, ἤδη! Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του μᾶς δείχνει ὅτι ἡ ζωὴ μετὰ τὴ γέννηση εἶναι ἀδύνατη: ὁ ὀμφάλιος λῶρος εἶναι πολὺ κοντός!»
Ὁ μικρὸς πιστὸς παραμένει ἀκλόνητος: «Εἶναι ὄντως δυνατή. Ἁπλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι λίγο διαφορετικὴ ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε ἐδῶ.»
Ὁ μικρὸς σκεπτικιστὴς σιγὰ-σιγὰ χάνει τὴν ὑπομονὴ του μπροστὰ σὲ τόση χαζομάρα: «Κανείς, καὶ ἐννοῶ ποτὲ κανείς, δὲν ἦρθε πίσω μετὰ τὴ γέννηση! Ρίξε μιὰ ματιὰ σὲ αὐτό: ἡ γέννηση εἶναι ἁπλὰ τὸ Τέλος τῆς Ζωῆς. Τελεία καὶ παύλα. Καὶ κάτι ἀκόμα γιὰ σένα καὶ τὰ τρελὰ ὄνειρά σου: Ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ μεγάλη σκοτούρα μέσα στὸ σκοτάδι, αὐτὸ εἶναι!»
Ὁ μικρὸς πιστὸς δὲν τὸ ἀφήνει ἔτσι: «Τὸ παραδέχομαι ὅτι δὲν γνωρίζω πῶς ἀκριβῶς εἶναι ἡ ζωὴ μετὰ τὴ γέννηση… ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ἐμεῖς θὰ δοῦμε τελικὰ τὴ μητέρα μας καὶ αὐτὴ θὰ μᾶς φροντίσει.»
Ὁ σκεπτικιστὴς γούρλωσε τὰ μάτια του: «Μητέρα! Πιστεύεις στὴ μητέρα; Εἶναι γελοῖο! Μὲ συγχωρεῖς, ἀλλά… ποῦ εἶναι αὐτή, θὰ ἤθελα νὰ σὲ ρωτήσω;»
Ὁ μικρὸς πιστὸς κάνει μιὰ χειρονομία μὲ τὸ χέρι: «Αὐτὴ εἶναι ἐδῶ! Παντοῦ γύρω μας. Ζοῦμε μέσα σ' αὐτήν, καθὼς καὶ μέσω αὐτῆς. Χωρὶς αὐτὴν ἐμεῖς δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχουμε!»
Ὁ μικρὸς σκεπτικιστὴς δὲν εἶναι δυνατὸν τώρα νὰ συγκρατηθεῖ: «Αὐτὸ φτάνει πραγματικὰ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀνοησίας. Καὶ γιὰ κανένα λόγο δὲν μπορῶ νὰ δῶ πουθενὰ τὴ μητέρα σου. Οὔτε ἕνα κομμάτι της – εἶναι ἀρκετὰ προφανὲς – διότι ἁπλὰ-δὲν-ὑπάρχει!»
Τὸ μικρό, ποὺ πιστεύει, κουνάει τὸ κεφάλι του καὶ κλείνει τὰ μάτια: «Μερικὲς φορές, ὅταν εἴμαστε πολὺ ἥσυχα, τὴν ἀκούω νὰ τραγουδᾶ. Ἤ νὰ χαϊδεύει τὸν κόσμο μας. Νιώθω καὶ ἔχω τὴν αἴσθηση καὶ πιστεύω σταθερά, ὅτι ἡ γέννηση εἶναι ἕνα μεγάλο νέο ξεκίνημα!»
Το αλίευσα ΕΔΩ