|
Οι
Πατέρες τής Εκκλησίας εκφράζοντας το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα, δεν
καταδικάζουν την ιδιοκτησία ως θεσμό, αλλά την κακή χρήση της.
Διακρίνουν τα αγαθά σε δύο κατηγορίες: στα ελεύθερα,
αυτά που με αφθονία παρέχει ο Θεός σ' όλους τους ανθρώπους, διότι
είναι απαραίτητα για τη ζωή. Ως ελεύθερα αγαθά χαρακτηρίζονται ο
αέρας, το φως, το νερό. Η δεύτερη κατηγορία, στην οποία διαχωρίζονται
τα αγαθά της γης, είναι τα οικονομικά, εκείνα που για να παραχθούν, χρειάζονται την ανθρώπινη συμβολή και που διακρίνουν τους ανθρώπους σε πλουσίους και πτωχούς.
Τα ελεύθερα αγαθά, όπως προαναφέρθηκε, είναι κοινά γιά όλους, ενώ τα οικονομικά αποτελούν ιδιοκτησία κάποιας μερίδας ανθρώπων.
Ο άγιος Ιωάννης Ο Χρυσόστομος διαβλέπει
την ρύθμιση αυτή ως μέτρο της σοφίας του Θεού, διότι χωρίς να
βλάπτεται η επιβίωση του ανθρώπου μπορεί ελεύθερα να ασκηθεί η
δικαιοσύνη. Και συνεχίζει τη σκέψη του ο ιερός πατήρ, παρατηρώντας
ότι αν ήταν ιδιόκτητα τα ελεύθερα αγαθά, υποκρύπτονταν ο κίνδυνος οι
πλεονέκτες να τα εμπορευθούν και έτσι να καταδικάσουν σε θάνατο
αυτούς που δεν μπορούσαν να τα αποκτήσουν.
Αν πάλι, ήταν κοινά τα χρήματα για όλους, δεν θα υπήρχε περιθώριο ο άνθρωπος να εργαστεί για την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ετσι διαβλέπουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, και συγκεκριμένα οι Τρεις Ιεράρχες, ότι η ιδιοκτησία των οικονομικών αγαθών είναι θεσμός αποδεκτός, αλλά δέν συνδέεται με τη φύση του ανθρώπου ώστε η απώλειά της να τον αλλοτριώνει. Ο απανθρωπισμός και η αλλοτρίωσή του δεν συνδέονται με την ιδιοκτησία ή όχι των οικονομικών αγαθών αλλά με την αμαρτία.
Η
ιδιοκτησία, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποτελεί θεσμό, ο οποίος
δόθηκε μεν απ' το Θεό, αλλά συμβατικά, διότι ήταν πολύ χρήσιμος για
τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Ήταν αποτέλεσμα και συνέπεια της επιθυμίας
του. Ανατρέχουν οι Πατέρες στην παραδείσια κατάσταση του ανθρώπου,
όπου δεν υπήρχαν ούτε διαιρέσεις, ούτε ανισότητα. Χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σημειώνει: «...συ βλέπε την πρώτην ισονομίαν, μη την τελευταίαν διαίρεσιν...».
Ετσι η ιδιοκτησία αποτελεί αναγκαίο θεσμό για τον αμαρτωλό άνθρωπο ώστε να υπηρετεί την ενότητα του ανθρωπίνου γένους. Μέσα στο σχέδιο της θείας σοφίας είναι να υπάρχει πλήθος αναγκαστικών αλληλεξαρτήσεων για να υπάρξει εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού οργανισμού.
Η
διάκριση της κοινωνίας σε πλούσιους και πτωχούς είναι, θα
μπορούσαμε να πούμε, απαραίτητη, γιατί δίδεται η δυνατότητα στους
ανθρώπους να ασκήσουν την ελευθερία τους.
Δεν
πρέπει ο πλούσιος να νομίζει ότι βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση
και ότι δεν έχει την ανάγκη των άλλων, ούτε ο φτωχός να νιώθει
εξαρτημένος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι δεν είναι δυνατή η επιβίωση των πλουσίων χωρίς τις υπηρεσίες των πτωχών ενώ η επιβίωση των πτωχών, γεωργών, αγροτών είναι εφικτή. Στο πλαίσιο της σκέψεως του αγίου Ιεράρχου ανήκει και η υποθετική κατασκευή δύο πόλεων, όπου στη μία ζουν μόνο πλούσιοι και στην άλλη μόνο πτωχοί.
Ετσι
η πόλη των πτωχών, γεωργών, αγροτών, μπορεί να επιβιώσει, ενώ η πόλη
των πλουσίων, αν στερηθεί τις υπηρεσίες των πτωχών θα καταστραφεί.
Παράλληλα η
άνιση κατανομή του πλούτου και ο διαχωρισμός στις τάξεις πλουσίων και
φτωχών είναι δοσμένη από το Θεό για να δοθεί η ευκαιρία στους μεν
πρώτους να εκδηλώσουν τη φιλανθρωπία και τη χρηστότητά τους, στους δε
πτωχούς να επιδιώξουν την καρτερία και την υπομονή, όπως παρατηρεί
σχετικά ο Μέγας Βασίλειος.
Μέσα
σ' αυτό το κλίμα των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των δύο τάξεων οι Πατέρες
βλέπουν τους πλουσίους ως οικονόμους και διαχειριστές της περιουσίας,
που τους έχει αναθέσει ο Θεός. Απόλυτος κύριος της γης είναι μόνο ο
δημιουργός του, ο Θεός, η κυριότητα του ανθρώπου είναι κατ' ανάθεση.
Ο κάτοχος οποιασδήποτε περιουσίας την έχει λάβει απ' το Θεό, για να τη διαχειρίζεται για τη
φροντίδα των προσωπικών του αναγκών χωρίς να παραβλάπτεται η επιβίωσή
του, τα υπόλοιπα δε αγαθά, όσα δηλαδή ξεπερνούν τα όρια της
αυτάρκειας, να τα διαθέτει υπέρ των ενδεών.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέλοντας να τονίσει ότι οι πλούσιοι επιτελούν κοινωνικό λειτούργημα, αναφέρει ότι όσα έχει κάποιος υπό την κατοχή του, είναι όλα δοσμένα απ' το Θεό, ενώ χαρακτηρίζει τις φράσεις «εμόν» και «σόν» ως λέξεις μικρής σημασίας. Αλλού σημειώνει χαρακτηριστικά «εάν τις δώση σοι παρακαταθήκην, μη δύναμαί σε καλέσαι πλούσιον; Ουχί. Διατί; Αλλότρια γαρ κέκτησαι. Τούτο γαρ παρακαταθήκη εστίν».
Η κτήση πλούτου πέρα απ' τα όρια της αυτάρκειας είναι ηθικά αθέμιτη.
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, αν ο καθένας χρησιμοποιούσε τον πλούτο για τις ανάγκες του, το δε υπόλοιπο αυτού, το περιττό, μετέδιδε στους δεομένους, κανένας δε θα ήταν ούτε πλούσιος ούτε πτωχός. Ο ίδιος πατήρ, για να διδάξει το ποίμνιό του αλλά και τους Χριστιανούς κάθε εποχής, λαμβάνει επιχειρήματα απ' την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων αναφέροντας ότι αυτοί είχαν κοινή τράπεζα και κοινά συσσίτια βάσει νόμου τής πολιτείας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά να μην θησαυρίζουμε και να φυλάττουμε τα αγαθά, ενώ άλλοι υποφέρουν απ' την πείνα. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Συ τοίνυν, δούλε Χριστού, μη πάθης μηδέν αγενές... μη παραδράμης τον αδελφόν σον, σον εστί μέλος και εν τη συμφορά κάμπτεται. Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός». Ως δείγμα της σωστής χρήσεως του πλούτου οι Πατέρες συνιστούν την αυτάρκεια, την οποία επιβάλλει η καινή εντολή της αγάπης.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει
ότι αυτός που αγαπά τον πλησίον του όπως τον εαυτό του δεν θα έχει
υπό την κατοχή του τίποτε περισσότερο από εκείνον.
Κατά τον Μέγα Βασίλειο, η αγάπη είναι έμφυτη δύναμη και θεμελιώδης λειτουργία του ανθρώπου. Η εφαρμογή αυτής στην χρήση του πλούτου εξισορροπεί τις κοινωνικές ομάδες και κάνει τους πλούσιους καλούς διαχειριστές των αγαθών του Θεού. Αναφερόμενος ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου επικρατούσε η κοινοχρησία των αγαθών, αποτέλεσμα της αγάπης που υπήρχε μεταξύ τους, παρατηρεί χαρακτηριστικά: «Ειπέ δέ μοι, η αγάπη την κοινοκτημοσύνη έτεκεν ή η κοινοκτημοσύνη την αγάπην; Εμοί δοκεί η αγάπη την ακτημοσύνην». Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατακρίνουν τους πλουσίους εκείνους που κάνουν κακή χρήση του πλούτου και δείχνουν αδιαφορία για τη δυστυχία των άλλων. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ξεκινώντας απ' την άποψη ότι τα υλικά αγαθά δημιουργήθηκαν απ' το Θεό για χρήση όλων των ανθρώπων, στηρίζεται στο αρχαίο γνωμικό «κοινά τα των φίλων» και παρατηρεί ότι, εφόσον είναι κοινά όλα για τους φίλους και ο άνθρωπος είναι θεοφιλής, τότε «γίνεται δη ουν τα πάντα του Θεού και των ανθρώπων». Σε άλλο σημείο παρατηρεί ότι ο αληθινά πλούσιος δεν είναι «ο έχων και φυλάττων» αλλά αυτός που μεταδίδει στους ενδεείς. Αυτή η μετάδοση είναι που χαρακτηρίζει την μακαριότητα και την ευτυχία του ανθρώπου.
Ο Μέγας Βασίλειος επικρίνει
δριμύτατα την φιλοχρηματία των πλουσίων και καυτηριάζει εκείνους που
αδιαφορούν για τη δυστυχία των άλλων, χαρακτηρίζοντας λωποδύτη
εκείνον, που ενώ μπορεί να ενδύσει τον γυμνό, δεν το κάνει. Ενώ σε
άλλο σημείο παρατηρεί ότι στον πεινασμένο, το γυμνό και τον ανυπόδητο
ανήκουν ο άρτος, το ένδυμα και τα υποδήματα, τα οποία φυλάττονται απ'
τον πλούσιο και «κατασήπονται εις τας αποθήκας».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει
την υπέρμετρη μέριμνα και προσκόλληση στον πλούτο ως βλακεία και
παρατηρεί ότι ο Θεός δεν έδωσε περισσότερα υλικά αγαθά για να
σπαταλώνται σε μέθη και πολυτέλεια, αλλά για να διανέμονται στους
δεομένους. Χαρακτηρίζει ο ιερός πατήρ ως αρπαγή και πλεονεξία να μη διανέμονται στους άλλους τα αγαθά που περισσεύουν.
Ετσι οι Πατέρες, μέσω της διδασκαλίας τους, δεν έχουν σκοπό να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση, όπως αυτή νοείται στο πλαίσιο ταξικών αγώνων, αλλά μέσω της καλλιέργειας της αγάπης να εξισορροπήσουν τις αντιθέσεις, ώστε ούτε πλούσιος να υπάρχει ούτε φτωχός. |
Πηγή: Θεοδρομία Μαρτ. 2008
|
Το αλίευσα ΕΔΩ