Tό 2006 ψηφίστηκε στήν Ἑλλάδα ὁ νόμος 3448 (ἄρθ. 35) γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν, δυνάμει τοῦ ὁποίου ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτέφρωση, κατόπιν προηγούμενης ῥητῆς δήλωσης τοῦ θανόντος ἤ ἀντίστοιχης δήλωσης τῶν συγγενῶν του, ἐξ αἵματος ἤ ἐξ ἀγχιστείας, ἔως καί τόν τέταρτο βαθμό, κατά σειρά τάξεως. Ὡστόσο, δέν ἔχει προχωρήσει ἀκόμη ἡ ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς νομοθετικῆς πρόβλεψης, καθώς παραμένει σέ ἐκκρεμότητα τό ζήτημα τῆς χωροθέτησης.
Εἶναι ὁπωσδήποτε δικαίωμα τῆς κάθε
Κυβερνήσεως νά νομοθετεί καί ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν, ὅπως ἐπίσης εἶναι
δικαίωμα καί τῆς Ἐκκλησίας νά ὁριοθετεί καί τήν δική της τοποθέτηση
ἀπέναντι σέ θέματα πού ἅπτονται εἴτε τῶν δογμάτων της εἴτε τῶν
παραδόσεών της.
Εἶναι γνωστή ἡ θέση τοῦ Χριστιανισμοῦ
γενικότερα περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὡς ναοῦ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ νεκρός πρέπει νά ἐνταφιάζεται ἀποτελεῖ
περιεχόμενο τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἐφ’ ὅσον ἡ πεποίθηση αὐτή
δέν προσβάλλει τήν δημόσια τάξη ἤ τά χρηστά ἤθη, πρέπει νά εἶναι
σεβαστή.
Ἱστορικά, ἡ καύση τῶν νεκρῶν εἶναι μιά
παλιά συνήθεια, τήν ὁποία πρωτοσυναντᾶμε σέ πρωτόγονες καί ἀπολίτιστες
κοινωνίες. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἔκαιγαν τά πτώματα γιά νά
καταστρέψουν μαζί τους τήν ὑποτιθέμενη ἀρνητική ἐπιρροή τῶν νεκρῶν σ’
αὐτούς.
Ὅλοι οἱ πολιτισμένοι λαοί τῆς
ἀρχαιότητας φρόντιζαν γιά τούς νεκρούς τους, περισσότερο ἀπό τούς
ζωντανούς καί ἀκόμη στούς περισσότερους λαούς ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα
ἐπιλογῆς μεταξύ ταφῆς καί καύσεως τοῦ σώματος. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα,
κυρίως ἀπό τούς κλασικούς χρόνους καί μετά, ἐπικρατεῖ ἡ παράδοση νά
θάβουν τούς νεκρούς τους, διότι πίστευαν ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἄταφου νεκροῦ
δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στά Ἠλύσια Πεδία, ἀλλά περιπλανᾶται, ἕως ὅτου
ταφεῖ. Ὡστόσο, κατά τούς ὁμηρικούς χρόνους παρατηρεῖται καί τό φαινόμενο
τῆς καύσης τῶν νεκρῶν. Ὅπου, ὅμως, ἐφαρμοζόταν στήν ἀρχαιότητα ἡ καύση
τῶν νεκρῶν, συνδεόταν πάντοτε μέ δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τό ἕνα,
ὅτι γινόταν μέ θρησκευτική ἱεροτελεστία, καί τό ἄλλο ὅτι πουθενά δέν
ἐφαρμοζόταν ὡς μέθοδος πλήρους ἀποτεφρώσεως, ἀλλά μετά τήν καύση τῶν
σωμάτων συνέλεγαν τά ἐναπομείναντα ὀστᾶ, τά τοποθετοῦσαν σέ πολυτελεῖς
λάρνακες καί τά ἔθαπταν σέ εἰδικούς τάφους. Δηλαδή, γινόταν καύση καί
ταφή σωμάτων καί ὄχι ὁλοκληρωτική καί πλήρης ἀποτέφρωση. Ἡ ἀποτέφρωση σέ
εἰδικούς κλίβανους εἶναι νεώτερη συνήθεια, ἄγνωστη στούς ἀρχαίους
χρόνους.
Στούς νεώτερους χρόνους εἰσήχθη ἡ καύση τῶν νεκρῶν στήν Γαλλία, μετά τήν Ἐπανάσταση, μέ διάταγμα, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1789. Σήμερα, σέ ὡρισμένες χῶρες, ὅπου ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ δέν εἶναι χριστιανοί, ἡ καῦση ἐπιβάλλεται γιά λόγους θρησκευτικούς, ὅπως π.χ. στήν Ἰνδία. Ἀντίθετα, στό Ἰσραήλ καί στίς μουσουλμανικές χῶρες οὐδεμία συζήτηση γίνεται γιά καῦση. Οἱ ανατολικές θρησκεῖες, καί οἱ χῶροι γενικότερα στούς ὁποίους ἔχει περιορισμένα ἐπικρατήσει ἡ καῦση ἀντί τῆς ταφῆς, διακρίνονται γιά τήν ἀπαξία, τήν ὁποία δίδουν πρός τό σῶμα, διότι δέν πιστεύουν στήν ψυχοσωματική ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου καί, ἑπομένως, ὁ θάνατος γι’ αὐτούς εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος.
Οἱ προγονικοί τάφοι ὑπήρξαν πηγή πληροφόρησης γιά τούς ἐπιστήμονες καί συνέβαλαν στήν γνώση τοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ τρόπου ζωῆς, ἀλλά καί τῶν ἀνθρωπίνων χαρακτηριστικῶν σέ μακρινές ἐποχές. Ἀπό τίς ἀρχαιολογικές ἔρευνες καί ἀνασκαφές, τίς κατακόμβες, τούς τάφους των ἁγίων μαρτύρων καί τά πλήθη τῶν κοιμητηρίων μαρτυρεῖται ἡ συνείδηση τῶν πιστῶν καί τό ἀρχαῖο ἔθος τῆς Ἐκκλησίας στήν ταφή τῶν νεκρῶν. Ἀς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι στήν ταφή τῶν νεκρῶν ὀφείλονται οἱ μεγαλειώδεις κατασκευές τῶν πυραμίδων, τά γνωστά μαυσωλεῖα καί ἄλλα τεχνουργήματα. Καί σήμερα στά μουσεῖα μας ἐκτίθενται κτερίσματα πού θαυμάζονται ἀπό τούς ἐπισκέπτες. Ἴσως, ἔπειτα ἀπό αἰῶνες, οἱ ἐπιστήμονες νά στεροῦνται μιᾶς τέτοιας πηγῆς γιά ἔρευνα. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀποδυναμώνει, ἐπίσης, τήν ἔννοια τῆς πατρῴας γῆς, ἐφόσον, σύν τοῖς ἄλλοις, ἡ πατρίδα εἶναι ὁ τόπος τῶν προγονικῶν τάφων. Ἄν στό βάθος τοῦ χρόνου ἐπικρατήσει ἡ καύση, βαθμιαίως θά ἐκλείψουν οἱ τάφοι. Ἐξασθενεῖ ἔτσι καί ἡ σχέση τῶν ζώντων μέ τήν πατρῴα γῆ. Ἰδιαίτερα τῶν ὁμογενῶν μας πού δέν θά ἔχουν καί λόγο προσκυνήματος στούς τάφους τῶν θαμμένων συγγενῶν, ἀφοῦ τέτοιοι δέν θά ὑπάρχουν. Τό γεγονός τοῦ θανάτου στήν Ἐκκλησία δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς μεμονωμένο γεγονός -κάποιος πέθανε- ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικό γεγονός – κάποιος μᾶς ἔφυγε καί ἡ ἀναχώρησή του ἔχει ἄμεση σχέση μέ τή ζωή μας.
”Κηδεία” σημαίνει τήν τελευταία καί ἱερότερη φροντίδα μας στόν νεκρό. Ἐτυμολογικά ἡ λέξη προέρχεται ἀπό τό ρῆμα “κήδομαι” πού σημαίνει φροντίζω. Ὅταν κάποιον θέλεις νά τόν φροντίσεις, τότε οὔτε τήν ἱερότητά του περιορίζεις οὔτε καί τή φυσική ὑπόστασή του λιγοστεύεις. Ἀρνεῖσαι τή βία ἐπάνω του, ὄχι γιά νά μήν πονέσει τό σῶμα του, ἀλλά γιά νά μήν πονέσει ἡ ψυχή σου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει μιά συγκεκριμένη ἀρχή καί βέβαια δέν ἔχει τέλος, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός. Τό σῶμα δέν εἶναι ἁπλῶς τό φυλακτήριο τῆς ψυχῆς, ὅπως ἰσχυρίζονταν τά ἰδεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά τό ἕνα στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή εὑρίσκεται πανταχοῦ τοῦ σώματος, μέ τήν ἐνέργειά της, καί ζωοποιεῖ τό σῶμα. Τό νεκρό σῶμα εἶναι καί λέγεται κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.
Ὁλόκληρη ἡ λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στόν ὅλο ἄνθρωπο. Ἁγιάζεται τό νερό καί μέσα στό ἁγιασμένο νερό ἐμβαπτίζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι χαρακτηριστικό τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: “Αὐτός δέ ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ τηρηθείη”(Α´ Θεσ. ε´, 23).
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπόσταση, ὡς πρός τήν ὁλοκληρωτική ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος, φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν θέλει νά ἀποχωρισθεί ἀπό τό σῶμα καί μέ αὐτόν ἀκόμη τόν θάνατο. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: “Ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας καί τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται”. Τό δεύτερο σημεῖο, πού δείχνει ὅτι παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν διασπᾶται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὅτι ἡ ψυχή γνωρίζει τά μέλη της καί δέν ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτά. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι ἡ ψυχή ἐπιγινώσκει τό δικό της τεμάχιο καί ὁδηγεῖται ἀπό τά σημεῖα πού βρίσκονται τά λείψανα στήν ἀναγνώριση τῶν μελῶν τοῦ ὅλου σώματος. Ἑπομένως, ἡ ψυχή, καί μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, γνωρίζει καί ἀναγνωρίζει τά στοιχεῖα καί τά μέλη τοῦ σώματος, ὁπότε μέ τήν δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ θά εἰσέλθει πάλι στό δικό της σῶμα καί ἔτσι θά γίνει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ, ὅπου περιγράφεται θαυμάσια αὐτή ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων (Ἰεζ. λζ´ 1-14).
Φυσικά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά εἶναι τό ἴδιο, ἀλλά ἄφθαρτο, ἀθάνατο καί ἀνακαινισμένο, θά εἶναι ὅπως τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας πρό τῆς πτώσεως καί ὅπως ἦταν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάστασή Του. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, θά ἀποκατασταθοῦν ὅλες οἱ ἀσθένειες καί ὅλες οἱ ἐλλείψεις τοῦ ἀνθρώπινου σώματος.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, σέβεται τό ἀνθρώπινο σῶμα, πού τό θεωρεῖ ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀρνεῖται τήν καύση, γιατί ἀρνεῖται τό ἀνθρώπινο τέλος καί τή βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἐπιλέγει τήν ταφή, γιατί ἔχει πίστη καί ἐλπίδα στό αἰώνιο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναθέτει στή φύση τήν εὐθύνη τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός τιμᾶ τά λείψανα τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί τά ἐμποτίζει μέ τήν ἄκτιστη θεία Του χάρη, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν εὐωδία τους -γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ἡ Αγία Γραφή (Β’ Κορ. β’ 15. Πρβλ. Ἠσ. ξστ’ 14)- καί τή θαυματουργική τους δύναμη (Δ/Β’ Βασιλ. ιγ’ 20-21). Καί αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο μέ τά λείψανα τῶν μοναχῶν, ἀλλά και μέ τῶν λαϊκῶν πού ζοῦνε κατά Χριστόν, ἀγωνιζόμενοι ἀσκητικά καί ἐνάρετα μέσα στόν κόσμο. Πολύ σοφά ἐπισημαίνει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὅσα δέν μποροῦν νά ἐπιτελέσουν ὅλα τά πλούτη καί οἱ θησαυροί τοῦ κόσμου, μποροῦν νά ἐπιτελέσουν τά ἱερά λείψανα. Γιατί τά πλούτη, οὔτε τήν ἀσθένεια θεραπεύουν οὔτε τόν θάνατο φυγαδεύουν. Τά λείψανα, ὅμως, τῶν Μαρτύρων μποροῦν καί τά δύο». Οἱ λόγοι πού συνήθως παρουσιάζονται, γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καύση τῶν νεκρῶν, ἐπιδιώκουν νά καθυποτάξουν τήν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας σέ μία “χρηστική” διαχείριση τοῦ νεκροῦ σώματος. Εἶναι σωστό, μέ τέτοιου εἴδους ἐπιχειρήματα, καθαρῶς χρηστικά, χρησιμοθηρικά δηλαδή νά ἀντιμετωπίζεται ἕνα τόσο σοβαρό θέμα; Καί ἔπειτα, μία παράδοση εἴκοσι χριστιανικῶν αἰώνων καί πολλῶν ἄλλων προχριστιανικῶν αἰώνων, πού ἔχει σχέση μέ τήν ταφή, εἶναι ἀμελητέα καί πρέπει μέ τόση εὐκολία αὐτήν τήν ἀρχαιοπαράδοτη παράδοση ἐμεῖς νά τήν μεταβάλλουμε σήμερα;
α. Ἔλλειψη χώρου
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀστυφιλία ὀδήγησε
στήν κατάργηση τῶν μικρῶν κοινωνιῶν καί στήν δημιουργία τεράστιων Δήμων.
Στήν οὐσία, ὅμως, τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν ἔχουμε χῶρο στά κοιμητήριά μας ἤ
χώρους γιά κοιμητήρια ἀποτελεῖ πρόφαση, πού ἰσοδυναμεῖ μέ προσβολή.
Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στήν πολύκοσμη Ἀθήνα νά δημιουργηθοῦν χῶροι γιά
parking, ἀναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., ἔτσι μπορεῖ νά ληφθεί καί ἡ
δέουσα πρόνοια γιά τούς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός δημιουργοῦν καί
χῶρο καί προϋποθέσεις. Ἄν καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀνάγκη νά σεβασθοῦμε τούς
νεκρούς μας εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὀποιαδήποτε πρακτική ἀνάγκη, τότε θά
βρεθοῦν καί οἱ κατάλληλοι χῶροι.
Στίς μωαμεθανικές χῶρες, πού
ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφή ἤ ἡ κατακόρυφη σέ ἐπίπεδα ταφή, πού οἱ πληθυσμοί
εἶναι πυκνοί καί αὐξανόμενοι, οἱ θάνατοι πιό σύντομοι, πῶς χωροῦν τά
κοιμητήρια;
Ἡ κοινωνία μας συχνά ἐκφράζει τή
στενότητα πού νοιώθει ὄχι γιά τούς νεκρούς, ἀλλά καί γιά τούς
ἐπερχόμενους ζωντανούς. Οὔτε γι’ αὐτούς δέν ἔχει χῶρο ὁ κόσμος μας. Γι’
αὐτό καί νομιμοποιεῖ τίς ἀμβλώσεις. Ἔτσι, νόμιμα πλέον, καταστρέφουμε τό
σπαρμένο στά σπλάγχνα τῆς μητέρας ἔμβρυο. Κατά ἀνάλογο τρόπο, καῖμε τό
σῶμα, γιά νά μήν ζήσει αἰώνια. Ὄχι γιατί δέν θέλουμε αὐτό νά ζήσει, ἀλλά
γιατί δέν θέλουμε ἐμεῖς νά ζήσουμε αἰώνια. Ἡ ὕπαρξη, ἡ ζωή του μᾶς
θυμίζει τήν αἰωνιότητα. Ἐμεῖς μ’ αὐτήν ἔχουμε πρόβλημα, ὄχι μέ τόν
νεκρό, μέ τόν Θεό.
β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγή μικροβίων
Ἕνας δεύτερος λόγος πού συχνά ἀκούγεται
ὅτι ἐπιβάλλει τήν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλά τί
εἰρωνεία! Σέ μιά ἐποχή πού, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα καί ἀπό χιλιάδες
αἰτίες, ἔχει καταμολυνθεῖ τό οἰκοσύστημα καί πού ἀπειλεῖται μέ
ἀπονέκρωση τό σύνολο τῆς γήινης βιόσφαιρας, σέ μιά ἐποχή πού πετοῦμε πιό
πολλά ἀπ’ ὅσα χρησιμοποιοῦμε, πού εἰσπνέουμε περισσότερο διοξείδιο τοῦ
ἄνθρακος ἀπ’ ὅσο ἐκπνέουμε, πού ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀθήνας θυμίζει
ἀτμόσφαιρα ἀνθρακωρυχείου καί οἱ γειτονιές της χωματερές, εἶναι πράγματι
ὑποκριτικό, ἐνῶ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ὅ,τι φαίνεται καί ζεῖ, τώρα
νά νοιώθουμε πώς κινδυνεύουμε ἀπό τά μικρόβια τῶν νεκρῶν, πού οὔτε
φαίνονται, οὔτε ἀπειλοῦν, οὔτε φυσικά ὑπάρχουν στά κοιμητήρια. Τή
μόλυνση τήν δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί. Μέ τήν καύση τῶν
νεκρῶν θά συμβεῖ ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Τά ἀποτεφρωτήρια θά είναι ἐστίες
ὀχληρίας καί θά ἐπιβαρύνουν τήν ἤδη μολυσμένη ἀτμόσφαιρα. Ἐπί πλέον, θά
υπάρχει ὁ κίνδυνος συγκάλυψης ἐγκληματικῶν ἐνεργειῶν μἐ τήν καταστροφή
τῶν τεκμηρίων.
γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση εὐθανασίας;
Ἕνας ἰσχυρός λόγος, πού κάποιοι
προτάσσουν γιά τήν καύση, εἶναι τά λεγόμενα ἀνθρώπινα καί ἀτομικά
δικαιώματα. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἀτομικό δικαίωμα τοῦ νεκροῦ
πλέον ἀνθρώπου· ἡ διατήρηση τοῦ σώματός του ἀποτελεῖ κοινωνική ὑποχρέωση
σεβασμοῦ καί ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Δέν μπορεῖ νά εἶναι δικαίωμα
κάποιου νά τόν κάψουμε ἐμεῖς! Μπορεῖ κάποιος νά ζητήσει νά καεῖ μετά τό
θάνατό του. Ἡ καύση του, ὅμως, θά πραγματοποιηθεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού θά
βρίσκονται στή ζωή. Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι πολύ πιθανό – καί στόν
τόπο μας ἴσως βέβαιο – νά ἔχουν ἀντιλήψεις πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ
τήν ἐπιθυμία τοῦ ἐκλιπόντος. Πῶς αὐτοί θά ὑποχρεωθοῦν νά ἐκπληρώσουν τήν
ἐπιθυμία τοῦ ἐκλιπόντος; Καί κατά πόσον ἡ ἀτομική ἐπιθυμία ἐκείνου, πού
ἐδῶ ἐκφράζει μιά τοποθέτηση ἀπέναντι στό ἀνθρώπινο σῶμα, δέν παραβιάζει
τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως ἐκείνων πού εἶναι τοποθετημένοι
διαφορετικά;
Ἄν ἡ κοινωνία ἔχει ὑποχρέωση νά κάψει ὅποιον τό ἐπιθυμεῖ, τότε θά εἶναι καί ὑποχρεωμένη νά διευκολύνει καί τόν θάνατο αὐτοῦ πού τῆς τό ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στήν καύση τῶν νεκρῶν μέ τό αἰτιολογικό τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θά καταστήσει τήν εὐθανασία ἐπιβεβλημένη κοινωνική ὑποχρέωση.
Ἄν ἡ κοινωνία ἔχει ὑποχρέωση νά κάψει ὅποιον τό ἐπιθυμεῖ, τότε θά εἶναι καί ὑποχρεωμένη νά διευκολύνει καί τόν θάνατο αὐτοῦ πού τῆς τό ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στήν καύση τῶν νεκρῶν μέ τό αἰτιολογικό τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θά καταστήσει τήν εὐθανασία ἐπιβεβλημένη κοινωνική ὑποχρέωση.
δ. Τό ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου
Ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀναντίρρητα μιά
συναισθηματικά πολύ δύσκολη εἰκόνα. Ἡ στρουθοκαμηλική νοοτροπία τῆς
ἐποχῆς μας προκρίνει τό νά ἀγνοοῦμε ἤ νά μήν ἀντικρύζουμε τήν
πραγματικότητα, παρά νά τήν προβάλουμε πάνω στήν ἀλήθεια. Προτιμάει
κανείς νά βλέπει ἕνα κουτάκι παρά νά ἀντικρύζει ἕνα πτῶμα. Τό πρῶτο
εἶναι ἁπλό ἀντικείμενο. Τό σῶμα εἶναι νεκρό ὑποκείμενο. Βλέποντας τό
πρῶτο, ξεχνᾶς τό πρόσωπο. Ἀντικρύζοντας τό δεύτερο, θυμᾶσαι τό θάνατό
του, αἰσθάνεσαι τόν θάνατό του καί αὐτό πονᾶ. Ἐξορκίζουμε λοιπόν τόν
θάνατο, γιά νά μήν ταραχθεῖ ἡ καλοπέρασή μας, τό εὔκολον και εὐχάριστον
τοῦ βίου μας.
ε. Οἰκονομικοί λόγοι
Τέλος, δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού
ἐπικαλοῦνται καί οἰκονομικούς λόγους γιά τήν καύση, ἄσχετα ἄν τό
ἐπιχείρημα αὐτό δέν φαίνεται ἀντικειμενικά νά εὐσταθεῖ. Ἡ ἀναγωγή, ὅμως,
καί μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καί τοῦ λειψάνου τοῦ σώματος σέ
οἰκονομική λογική τί ἄλλο δείχνει παρά ὅτι οἱ ἀξίες καί οἱ ἰδέες τελοῦν
ἐν διωγμῷ στίς κοινωνίες μας;
Πέραν, ὅμως, τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια πού τό θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν κατά καιρούς ἐμφανίζεται στό προσκήνιο. Αὐτά εἶναι ὁ μηδενιστικός τρόπος ζωῆς, ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνίας, ἡ πνευματική σύγχυση καί ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβασμοῦ καί τῶν ἀξιῶν.
Ἡ ταφή ἔχει μιά τελετουργία ἐμφανῶς πιό ἔντονη ἀπό τήν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιά ἀπότομη ἀλλοίωση στά κοινωνικά μας ἤθη. Ἡ ταφή εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετή ἤ διαδικασία. Μέσα στήν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατίσει ἡ πνευματική καί βιωματική διάσταση τοῦ γεγονότος. Ὅλα γίνονται βιαστικά καί τυπικά. Ὅ,τι, ὅμως, δέν ἔχει ὑπομονή δέν ἔχει οὔτε βάθος οὔτε διάρκεια· οὔτε ρίζες οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε “αἰωνία ἡ μνήμη”, ἀλλά ταυτόχρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε. Κάτω ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς καύσεως κρύβεται ἡ περιφρόνηση πρός τό σῶμα, τό ὁποῖο ἔχουμε τό δικαίωμα νά τό χρησιμοποιοῦμε ἀλλά δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας. “Οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν”, γράφει ὁ Ἀπόστολος, “ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς”. Κρύβεται, ἀκόμη, ἡ ἀπιστία στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μετεμψύχωση καί ἴσως καί ἡ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο. Βέβαια, ὑπάρχουν περιπτώσεις πού τά σώματα τῶν ἁγίων κάηκαν ἤ καί σώματα ἀνθρώπων πυρπολήθηκαν ἀπό διάφορες αἰτίες. Τό θέμα αὐτό διαφέρει ἀπό τήν οἰκειοθελή καί βίαιη πυρπόληση. Τό πρῶτο γίνεται χωρίς τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί τότε ὁ Θεός δέν θά καταμαρτυρήσει ἀσέβεια πρός τό σῶμα. Τό δεύτερο γίνεται μέ τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό δείχνει ἀπιστία. Φυσικά καί στήν μία καί στήν ἄλλη περίπτωση ὁ Θεός θά ἀναστήσει καί θά κατασκευάσει καί πάλι τό σῶμα ἀπό τήν τέφρα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, εἴτε ὑπέστησαν διωγμούς εἴτε φαγώθηκαν ἀπό ζῶα εἴτε κάηκαν ἀπό φωτιά, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ἡ ἰδέα πού κρύπτεται κάτω ἀπό τήν ἐπιδίωξη μιᾶς ἀποτεφρώσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία στέκεται πολύ προσεκτικά ἀπέναντι σέ τέτοια φαινόμενα. Ὅσοι δεχθοῦν νά ἀποτεφρωθοῦν τά σώματά τους, ἀλλά συγχρόνως ἐπιθυμοῦν τήν ἐκκλησιαστική κήδευση, θά δημιουργήσουν μεγάλο προβληματισμό στήν Ἐκκλησία. Η ἐξόδιος ἀκολουθία συνδέεται στενά μέ ὅραση ἀνθρωπίνου σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τά τροπάρια κάνουν λόγο γιά κεκοιμημένο καί ὄχι γιά ἀποτεφρωμένο, γιά σῶμα πού βρίσκεται μπροστά μας, γιά τελευταῖο ἀσπασμό κ.λπ. Πῶς, λοιπόν, θά γίνεται κηδεία χωρίς σῶμα; Ὁπότε καί τά δύο αὐτά σημεῖα ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι δέν πρέπει νά γίνεται ἐξόδιος ἀκολουθία οὔτε πρό τῆς καύσεως οὔτε μετά ἀπό αὐτήν, ἐφ’ ὅσον στήν πρώτη περίπτωση δέν θά ἀκολουθήσει ταφή καί στήν δεύτερη δέν θά ὑπάρχει σῶμα, ἀλλά τέφρα.
Πέρα από τήν θεολογική καί ἐκκλησιαστική αὐτή θεώρηση τοῦ θέματος πρέπει νά δοῦμε λίγο καί τήν ψυχολογική θεώρηση, πού συνήθως ἀγνοεῖται ἀπό ἐκείνους πού ἀντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα. Οἱ ψυχαναλυτές ἔχουν διατυπώσει τήν ἄποψη ὅτι γιά τήν θεραπεία τοῦ πένθους παίζουν σημαντικό ρόλο ἡ θέα καί ἡ ἁφή τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ, τό κλάμα καί τά μοιρολόγια, ἡ τελετή τῆς κηδείας, ὁ ἐνταφιασμός καί ἡ ἐπίσκεψη στό μνῆμα. Ἡ κηδεία μέ τόν τρόπο πού γίνεται ἔχει μεγάλη θεραπευτική ἀξία, καθώς δίνεται στόν θλιμμένο ἡ δυνατότητα νά ἀντιμετωπίσει καί νά ξεδιαλύνει τό πένθος του, γιά νά μπορέσει νά βγεῖ ἀπ’ αὐτό συναισθηματικά σῶος.
Ἀκόμη, οἱ σύγχρονοι ψυχίατροι ἔχουν διαπιστώσει ἀπό τήν κλινική τους πεῖρα ὅτι οἱ συγγενεῖς ἐκείνων πού χάθηκαν στήν μάχη καί πού τά σώματά τους δέν βρέθηκαν ποτέ, ἔχουν τήν μεγαλύτερη δυσκολία νά θεραπευθοῦν ἀπό τή θλίψη, γιατί δέν εἶχαν κάποιον στόν ὁποῖο νά συγκεντρώσουν τήν προσοχή τους καί νά ἐκφράσουν τή θλίψη τους. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, λέγουν ὅτι ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά καεί τό σῶμα του, ἐάν αὐτό δέν εἶναι ἔκφραση ἰδεολογικοῦ προσανατολισμοῦ, τότε ἴσως ἐκφράζει, ὑποσυνείδητα, τό αἴσθημα ὅτι δέν ἔχει κανέναν γιά νά τον κλάψει ἤ ἐκφράζει ὀργή γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται κοντά του στερῶντας τους ἕνα σημαντικό θεραπευτικό μέσο γιά τό πένθος τους.
Ἡ ταφή τῶν νεκρῶν, δέν ἀποτελεῖ δογματικό θέμα μέ τήν ἔννοια κάποιου δογματικοῦ ὅρου. Εἶναι ἔθος, τό ὁποῖο τηρήθηκε ἀνέκαθεν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει, θεμιτή κατά τό Σύνταγμα, ἀξίωση νά μήν παραβιασθεί ἡ συνείδηση τῶν πιστῶν, ἐάν ἐπιβληθεί ἡ καῦση τῶν νεκρῶν ὡς ὑποχρεωτικός καί ἀποκλειστικός τρόπος καταστροφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στήν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, δέν θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τή ταφή ἤ τήν καύση τους. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ταφή τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προτίμηση τῆς ταφῆς καί ἡ ἀπόρριψη τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν συνδέονται στενά μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του.
Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιά καί ζωή. Ὅ,τι ἔχει χρόνο μέσα του καί διάρκεια. Καῖμε τά δάση, καῖμε τίς περιουσίες μας, καῖμε τίς αἰώνιες ἀξίες μέ τούς νόμους, καῖμε τίς παραδόσεις μας (ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλουμε νά καῖμε καί τά σώματά μας. Ὅταν κάψουμε τήν ὑπόμνηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς καί τοῦ θανάτου μας, θά ἔχουμε προσδώσει στό τοπίο τῆς ζωῆς μας τήν εἰκόνα πού ἀντικρύζουμε μπροστά σέ ἕνα καμμένο δάσος. Ἡ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νά ἐνταχθεῖ σέ μιά τέτοια λογική. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψει τήν παράδοσή της, δέν μπορεῖ νά προδώσει τήν ἐμπειρία καί τήν πίστη της· ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά κάψει τά σπλάγχνα καί νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό της. Ὁ Ἕλληνας εἶναι πρώτα Ὀρθόδοξος καί παράλληλα Ἕλληνας, ὄχι μετά. Τό Γένος μας ἐπιβίωσε κάτω ἀπό τόσες καί τέτοιες δοκιμασίες, γιατί εἶχε βαθειά πίστη καί θρησκευτική συνείδηση. Ἄς γίνει, λοιπόν, σύνθημα ζωῆς καί ἄς μείνει ὡς τρόπος ἐθνικῆς ἐπιβίωσης τό τοῦ Ἀπ. Παύλου «Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε» (Β΄ Θεσ. Κ, 2, 15) κι ἐκεῖνο τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἔγραψα γυμνή τήν ἀλήθεια νά ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν’ ἀγωνίζονται διά τήν πατρίδα τους, διά τήν θρησκεία τους… νά μπαίνουν σέ φιλοτιμία καί νά ἐργάζωνται εἰς τό καλό τῆς πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καί τῆς κοινωνίας» (Ἀπομνημονεύματα, Ἐπίλογος α. 372).
Πέραν, ὅμως, τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια πού τό θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν κατά καιρούς ἐμφανίζεται στό προσκήνιο. Αὐτά εἶναι ὁ μηδενιστικός τρόπος ζωῆς, ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνίας, ἡ πνευματική σύγχυση καί ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβασμοῦ καί τῶν ἀξιῶν.
Ἡ ταφή ἔχει μιά τελετουργία ἐμφανῶς πιό ἔντονη ἀπό τήν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιά ἀπότομη ἀλλοίωση στά κοινωνικά μας ἤθη. Ἡ ταφή εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετή ἤ διαδικασία. Μέσα στήν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατίσει ἡ πνευματική καί βιωματική διάσταση τοῦ γεγονότος. Ὅλα γίνονται βιαστικά καί τυπικά. Ὅ,τι, ὅμως, δέν ἔχει ὑπομονή δέν ἔχει οὔτε βάθος οὔτε διάρκεια· οὔτε ρίζες οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε “αἰωνία ἡ μνήμη”, ἀλλά ταυτόχρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε. Κάτω ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς καύσεως κρύβεται ἡ περιφρόνηση πρός τό σῶμα, τό ὁποῖο ἔχουμε τό δικαίωμα νά τό χρησιμοποιοῦμε ἀλλά δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας. “Οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν”, γράφει ὁ Ἀπόστολος, “ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς”. Κρύβεται, ἀκόμη, ἡ ἀπιστία στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μετεμψύχωση καί ἴσως καί ἡ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο. Βέβαια, ὑπάρχουν περιπτώσεις πού τά σώματα τῶν ἁγίων κάηκαν ἤ καί σώματα ἀνθρώπων πυρπολήθηκαν ἀπό διάφορες αἰτίες. Τό θέμα αὐτό διαφέρει ἀπό τήν οἰκειοθελή καί βίαιη πυρπόληση. Τό πρῶτο γίνεται χωρίς τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί τότε ὁ Θεός δέν θά καταμαρτυρήσει ἀσέβεια πρός τό σῶμα. Τό δεύτερο γίνεται μέ τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό δείχνει ἀπιστία. Φυσικά καί στήν μία καί στήν ἄλλη περίπτωση ὁ Θεός θά ἀναστήσει καί θά κατασκευάσει καί πάλι τό σῶμα ἀπό τήν τέφρα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, εἴτε ὑπέστησαν διωγμούς εἴτε φαγώθηκαν ἀπό ζῶα εἴτε κάηκαν ἀπό φωτιά, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ἡ ἰδέα πού κρύπτεται κάτω ἀπό τήν ἐπιδίωξη μιᾶς ἀποτεφρώσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία στέκεται πολύ προσεκτικά ἀπέναντι σέ τέτοια φαινόμενα. Ὅσοι δεχθοῦν νά ἀποτεφρωθοῦν τά σώματά τους, ἀλλά συγχρόνως ἐπιθυμοῦν τήν ἐκκλησιαστική κήδευση, θά δημιουργήσουν μεγάλο προβληματισμό στήν Ἐκκλησία. Η ἐξόδιος ἀκολουθία συνδέεται στενά μέ ὅραση ἀνθρωπίνου σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τά τροπάρια κάνουν λόγο γιά κεκοιμημένο καί ὄχι γιά ἀποτεφρωμένο, γιά σῶμα πού βρίσκεται μπροστά μας, γιά τελευταῖο ἀσπασμό κ.λπ. Πῶς, λοιπόν, θά γίνεται κηδεία χωρίς σῶμα; Ὁπότε καί τά δύο αὐτά σημεῖα ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι δέν πρέπει νά γίνεται ἐξόδιος ἀκολουθία οὔτε πρό τῆς καύσεως οὔτε μετά ἀπό αὐτήν, ἐφ’ ὅσον στήν πρώτη περίπτωση δέν θά ἀκολουθήσει ταφή καί στήν δεύτερη δέν θά ὑπάρχει σῶμα, ἀλλά τέφρα.
Πέρα από τήν θεολογική καί ἐκκλησιαστική αὐτή θεώρηση τοῦ θέματος πρέπει νά δοῦμε λίγο καί τήν ψυχολογική θεώρηση, πού συνήθως ἀγνοεῖται ἀπό ἐκείνους πού ἀντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα. Οἱ ψυχαναλυτές ἔχουν διατυπώσει τήν ἄποψη ὅτι γιά τήν θεραπεία τοῦ πένθους παίζουν σημαντικό ρόλο ἡ θέα καί ἡ ἁφή τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ, τό κλάμα καί τά μοιρολόγια, ἡ τελετή τῆς κηδείας, ὁ ἐνταφιασμός καί ἡ ἐπίσκεψη στό μνῆμα. Ἡ κηδεία μέ τόν τρόπο πού γίνεται ἔχει μεγάλη θεραπευτική ἀξία, καθώς δίνεται στόν θλιμμένο ἡ δυνατότητα νά ἀντιμετωπίσει καί νά ξεδιαλύνει τό πένθος του, γιά νά μπορέσει νά βγεῖ ἀπ’ αὐτό συναισθηματικά σῶος.
Ἀκόμη, οἱ σύγχρονοι ψυχίατροι ἔχουν διαπιστώσει ἀπό τήν κλινική τους πεῖρα ὅτι οἱ συγγενεῖς ἐκείνων πού χάθηκαν στήν μάχη καί πού τά σώματά τους δέν βρέθηκαν ποτέ, ἔχουν τήν μεγαλύτερη δυσκολία νά θεραπευθοῦν ἀπό τή θλίψη, γιατί δέν εἶχαν κάποιον στόν ὁποῖο νά συγκεντρώσουν τήν προσοχή τους καί νά ἐκφράσουν τή θλίψη τους. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, λέγουν ὅτι ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά καεί τό σῶμα του, ἐάν αὐτό δέν εἶναι ἔκφραση ἰδεολογικοῦ προσανατολισμοῦ, τότε ἴσως ἐκφράζει, ὑποσυνείδητα, τό αἴσθημα ὅτι δέν ἔχει κανέναν γιά νά τον κλάψει ἤ ἐκφράζει ὀργή γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται κοντά του στερῶντας τους ἕνα σημαντικό θεραπευτικό μέσο γιά τό πένθος τους.
Ἡ ταφή τῶν νεκρῶν, δέν ἀποτελεῖ δογματικό θέμα μέ τήν ἔννοια κάποιου δογματικοῦ ὅρου. Εἶναι ἔθος, τό ὁποῖο τηρήθηκε ἀνέκαθεν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει, θεμιτή κατά τό Σύνταγμα, ἀξίωση νά μήν παραβιασθεί ἡ συνείδηση τῶν πιστῶν, ἐάν ἐπιβληθεί ἡ καῦση τῶν νεκρῶν ὡς ὑποχρεωτικός καί ἀποκλειστικός τρόπος καταστροφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στήν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, δέν θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τή ταφή ἤ τήν καύση τους. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ταφή τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προτίμηση τῆς ταφῆς καί ἡ ἀπόρριψη τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν συνδέονται στενά μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του.
Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιά καί ζωή. Ὅ,τι ἔχει χρόνο μέσα του καί διάρκεια. Καῖμε τά δάση, καῖμε τίς περιουσίες μας, καῖμε τίς αἰώνιες ἀξίες μέ τούς νόμους, καῖμε τίς παραδόσεις μας (ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλουμε νά καῖμε καί τά σώματά μας. Ὅταν κάψουμε τήν ὑπόμνηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς καί τοῦ θανάτου μας, θά ἔχουμε προσδώσει στό τοπίο τῆς ζωῆς μας τήν εἰκόνα πού ἀντικρύζουμε μπροστά σέ ἕνα καμμένο δάσος. Ἡ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νά ἐνταχθεῖ σέ μιά τέτοια λογική. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψει τήν παράδοσή της, δέν μπορεῖ νά προδώσει τήν ἐμπειρία καί τήν πίστη της· ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά κάψει τά σπλάγχνα καί νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό της. Ὁ Ἕλληνας εἶναι πρώτα Ὀρθόδοξος καί παράλληλα Ἕλληνας, ὄχι μετά. Τό Γένος μας ἐπιβίωσε κάτω ἀπό τόσες καί τέτοιες δοκιμασίες, γιατί εἶχε βαθειά πίστη καί θρησκευτική συνείδηση. Ἄς γίνει, λοιπόν, σύνθημα ζωῆς καί ἄς μείνει ὡς τρόπος ἐθνικῆς ἐπιβίωσης τό τοῦ Ἀπ. Παύλου «Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε» (Β΄ Θεσ. Κ, 2, 15) κι ἐκεῖνο τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἔγραψα γυμνή τήν ἀλήθεια νά ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν’ ἀγωνίζονται διά τήν πατρίδα τους, διά τήν θρησκεία τους… νά μπαίνουν σέ φιλοτιμία καί νά ἐργάζωνται εἰς τό καλό τῆς πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καί τῆς κοινωνίας» (Ἀπομνημονεύματα, Ἐπίλογος α. 372).
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_i_kaysi.html
*ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΄΄ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ΄΄ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
Το αλίευσα ΕΔΩ