Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
Α. Δημιουργοῦν στ΄ ἀλήθεια οἱ παρελάσεις πρόβλημα;
Κάποιους ἐνοχλεῖ ὁ θεσμός τῶν παρελάσεων, τόσο κατά τίς δύο μεγάλες πανελλήνιες, ὅσο καί κατά τίς τοπικές ἐθνικές μας ἐπετείους. Γιά τήν πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ δέν τίθεται τέτοιο θέμα, τό αἴτημα ἀπαγορεύσεως τῶν παρελάσεων προέρχεται ἀπό ἐλάχιστα ἄτομα. Ὅμως καί σ΄ αὐτή τήν περίπτωση, ὅπως καί σέ πλεῖστες ὅσες ἄλλες στή χώρα μας, ἐφαρμόζεται ἡ πασίγνωστη τακτική: «φωνάζουμε πολύ, γιά νά φαινόμαστε πολλοί».
Τά ἐπιχειρήματα τῶν συμπαθῶν αὐτῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι σοβαρά. Ἡ διεξαγωγή τῶν παρελάσεων δέν στοιχίζει ἀκριβά. Δέν δημιουργοῦν κανένα ἰδιαίτερο πρόβλημα. Μᾶς θυμίζουν τήν ἱστορία μας, μᾶς διδάσκουν, μᾶς τονώνουν τό ἠθικό μας, μᾶς δίνουν θάρρος γιά νέους ἀγῶνες, ἐάν τυχόν ἀπειληθεῖ ἡ ἐλευθερία μας, ἀποτελοῦν τιμή γιά τούς προγόνους μας οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν, θυσιάσθηκαν καί μᾶς χάρισαν τήν ἐλευθερία.
Ἀκούσαμε καί τό ἀνιστόρητο ψευδοεπιχείρημα, ὅτι ὁ θεσμός τῶν παρελάσεων προέρχεται ἀπό δικτατορικά καθεστώτα τῆς Εὐρώπης τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα (Μουσολίνι, Στάλιν, Χίτλερ) καί ὅτι κατόπιν υἱοθετήθηκε ἀπό ἑλληνικά δικτατορικά καθεστώτα καί ὅτι δῆθεν μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπό αὐτά μέχρι σήμερα σάν μία κακή συνήθεια. Πρόκειται γιά ἐκτός τόπου καί χρόνου ἰσχυρισμό. Θά συνιστούσαμε, νά μή μελετᾶται ἡ ἱστορία ἐπιδερμικά[1], ἀλλιῶς θά ἔπρεπε νά μήν ἔχουμε διόλου στρατό ἐπειδή εἶχαν καί τά δικτατορικά καθεστώτα, νά μήν ἔχουμε ἀκόμη καί σχολεῖα καί νοσοκομεῖα ἐπειδή καί ἐκεῖνα τά καθεστώτα εἶχαν!
Κάποιοι ἰσχυρίσθηκαν, ὅτι οἱ παρελάσεις καθιερώθηκαν ἀπό τήν ἀρχαία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Καί αὐτό ὅμως εἶναι ἀναληθές, θά δοῦμε ἀμέσως παρακάτω ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια καί γιατί μᾶς ἐπιβάλλει νά συνεχίσουμε τόν θεσμό τῶν παρελάσεων.
Πρόβλημα θά ὑπῆρχε, ἄν δέν γνώριζαν οἱ παρελαύνοντες γιατί παρελαύνουν, ποιούς τιμοῦν, ποιῶν ἡρώων ἀγῶνες δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνοῦν, ὥστε ἄν χρειασθεῖ νά τούς συνεχίσουν. Ἄν κατέληγαν οἱ παρελάσεις τυπικές γιορτές γιά τά παιδιά καί ἀνούσια ὑπηρεσιακά καθήκοντα γιά ἀξιωματικούς καί ἐκπαιδευτικούς. Εἶναι λοιπόν ὑπεύθυνοι, τόσο οἱ ἐκπαιδευτικοί ὅσο καί οἱ ἀξιωματικοί, ὥστε νά ἐνημερώνουν σωστά μαθητές καί στρατιῶτες καί νά τούς τονώνουν τή φιλοπατρία. Κι ἄς μή δίνουν σημασία σέ μερικούς οἱ ὁποῖοι χλευάζουν αὐτή τή λέξη. Λαός χωρίς φιλοπατρία εἶναι λαός μέ πεσμένο ἠθικό, λαός πού πάσχει ἀπό τάσεις αὐτοκτονίας!
Κι ἄς μή προβάλλουν μερικοί ὡς πρόφαση κάποιες μαθήτριες, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται στίς παρελάσεις μέ ἀνάρμοστη περιβολή καί μᾶλλον συγχέουν τήν ἐθνική παρέλαση μέ τήν πασαρέλα. Ὅταν κάποιοι δέν ἐφαρμόζουν σωστά ἕνα θεσμό, δέν συνεπάγεται τό γεγονός αὐτό ὅτι πρέπει ὁ θεσμός αὐτός νά ἀπαγορευθεῖ, ἀλλιῶς θά ἔπρεπε νά ἀπαγορευθεῖ καί ἡ ἰατρική ἐπειδή ἔχουν κατά καιρούς ὑπάρξει καί ἀσυνείδητοι ἰατροί.
Ἄς μᾶς πεῖ ὅμως, ὅποιος γι΄ αὐτό τό λόγο προπαγανδίζει τήν ἀπαγόρευση τῶν ἑλληνικῶν παρελάσεων: ποιός θά θεωρήσει τίς ἐθνικές μας ἐνδυμασίες ἀκατάλληλες γιά παρελάσεις; Ποιός εἶναι δυνατόν νά γελάσει, ἄν δεῖ Ἑλληνίδα νά παρελαύνει ντυμένη μέ τή στολή τοῦ Γιδᾶ, δηλαδή τῆς Ἀλεξάνδρειας Ἠμαθίας, ἡ ὁποία περιλαμβάνει καί τήν περίφημη «κατσούλα», καφαλοκάλυμμα ὅμοιο μέ τήν ἀρχαία μακεδονική περικεφαλαία, δοσμένο στίς γυναῖκες τῆς περιοχῆς ἀπό τόν μέγα Ἀλέξανδρο ὁ ὁποῖος θέλησε ἔτσι νά τιμήσει τήν γενναιότητά τους στή μάχη;
Β. Ἡ ἱστορική ἀλήθεια
Ἄς δοῦμε λοιπόν πῶς συνδέονται μέ τήν ἑλληνική ἱστορία οἱ παρελάσεις, ὥστε νά λήξει αὐτό τό θέμα μιά γιά πάντα. Σ΄ αὐτό θά μᾶς βοηθήσει ὁ ἱστορικός Ἀρριανός, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, συνέγραψε τό ἔργο «Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις».
Περιγράφει λοιπόν ὁ ἀρχαῖος ἱστορικός πῶς ὁ Ἀλέξανδρος Γ΄ ὁ μέγας ἑόρτασε τήν κατάληψη τῆς Τύρου: «Ἀλέξανδρος δέ τῷ Ἡρακλεῖ ἔθυσέ τε καί πομπήν ἔστειλε ξύν τῇ δυνάμει ὡπλισμένῃ· καί αἱ νῆες ξυνεπόμπευσαν τῷ Ἡρακλεῖ, καί ἀγῶνα γυμνικόν ἐν τῷ ἱερῷ καί λαμπάδα ἐποίησε·»[2]
Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος λοιπόν πραγματοποίησε θυσία στόν Ἡρακλῆ καί κατόπιν διοργάνωσε πομπή μέ ὅλη τή στρατιά ὁπλισμένη. Στήν πομπή πρός τό ἱερό τοῦ Ἡρακλῆ συμμετεῖχαν καί τά πλοῖα τοῦ στόλου. Κατόπιν πραγματοποίησε καί γυμνικούς ἀθλητικούς ἀγῶνες στό ἱερό καί λαμπαδηφορία.
Στήν δέ Μέμφιδα, ἀναφέρει ὁ ἱστορικός ὅτι, ὁ Ἀλέξανδρος «ἐνταῦθα θύει τῷ Διί τῷ βασιλεῖ καί πομπεύει ξύν τῇ στρατιᾷ ἐν τοῖς ὅπλοις καί ἀγῶνα ποιεῖ γυμνικόν καί μουσικόν.»[3] Κι ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἀλέξανδρος πραγματοποιεῖ θυσία, αὐτή τή φορά στόν βασιλέα Δία καί διοργανώνει πομπή μέ ὅλη τή στρατιά ἔνοπλη καί κατόπιν γυμνικούς ἀθλητικούς ἀγῶνες καί μουσικό διαγωνισμό.
Ἐπειδή κατά καιρούς ἔχουμε ἀκούσει ὅλων τῶν εἰδῶν τίς ἀφελεῖς προφάσεις, σπεύδουμε νά ἐπισημάνουμε: ἄς μή προφασισθεῖ κάποιος, ὅτι ὁ μέγας Ἀλέξανδρος συνέδεσε στά δύο ὡς ἄνω παραδείγματα τίς παρελάσεις καί μέ τήν λατρεία τοῦ Ἡρακλέους καί τοῦ Διός. Σήμερα δέν ἔχουμε λατρεία Ἡρακλέους καί Διός, ἔχουμε ὅμως ἱστορική μνήμη καί πρέπει νά τιμήσουμε τούς προγόνους μας οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἐλευθερία, νά συνεχίσουμε δέ τίς θυσίες καί τούς κόπους τους. Ἡ συνέχιση ἑνός θεσμοῦ δέν σημαίνει καί ἀπόλυτη ἀντιγραφή του, ἀλλιῶς θά ἔπρεπε οἱ σημερινοί στρατοί νά παρελαύνουν μέ τά ὅπλα καί τά μεταφορικά μέσα τῆς ἐποχῆς τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Οἱ δέ ἀθλητικοί ἀγῶνες συνεχίζονται μέχρι καί σήμερα κι ἄς μήν εἶναι οὔτε γυμνικοί, οὔτε ἀφιερωμένοι στόν Δία καί στόν Ἡρακλῆ.
Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ N. G. L. Hammond, ἕνας ἀπό τούς πλέον ἔγκυρους μελετητές τῆς ἀρχαίας Μακεδονίας, ὁ μέγας Ἀλέξανδρος: «ἐπέλεξε 30.000 παῖδες[4] καί ἔδωσε ἐντολές νά μάθουν ἑλληνικά καί νά ἀσκηθοῦν στή μακεδονική στρατιωτική τάξη, καί ὅρισε πολλούς ἐπιμελητές». Σέ ἄλλες διηγήσεις μαθαίνουμε ὅτι τά παιδιά αὐτά, ὅταν ἐπιλέχτηκαν, ἦταν πολύ νέα καί ὅταν παρήλασαν ὡς ἐπίγονοι μπροστά στόν Ἀλέξανδρο τό 324 ἦταν ἤδη ἄνδρες, δηλαδή κόντευαν τά εἴκοσι.»[5]
Γ. Συμπέρασμα
Ἀποδείξαμε λοιπόν, ὅτι οἱ παρελάσεις δέν εἶναι συνήθεια ξενόφερτη στήν Ἑλλάδα. Δέν προέρχονται ἀπό τή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, οὔτε ἀπό δικτατορικά καθεστώτα τῆς Εὐρώπης ἤ τῆς Ἑλλάδας τοῦ 20ου αἰώνα. Τίς παρελάσεις συνήθιζε, γιά νά γιορτάσει τίς νίκες του καί γιά νά ἐπιθεωρεῖ τά στρατεύματά του ὁ ἀνυπέρβλητος Ἕλληνας ὁ Ἀλέξανδρος Γ΄ ὁ Μέγας, εἶναι ἑπομένως σαφῶς ἑλληνική συνήθεια.
Κι ἄν ἐμεῖς ἀπαγορεύσουμε τίς παρελάσεις, θά τίς συνεχίσουν πρός τιμήν του ἄλλοι, κι ἄς μήν εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἀλλ΄ ἁπλῶς τόν διεκδικοῦν σάν πρόγονό τους καί ἐμπνευστή τῆς πορείας τους πρός τό μέλλον.
Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό ΕΡΩ, τεῦχος 11, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2012.
[1] Καί γενικά θά συνιστούσαμε νά παύσει ἡ χονδροειδής νεοελληνική συνήθεια τήν ὁποία ἔχουμε ὀνομάσει «ἐκμάθηση τῆς ἱστορίας ἀπό τό καφενεῖο». Ὅποιος σύγχρονος Ἕλληνας δέν μελετᾶ ὑπεύθυνα ἱστορικά συγγράμματα καί ἄρθρα, ἀλλά ἀρκεῖται σέ ἀνόητες φῆμες, τίς ὁποῖες ἐκλαμβάνει ὡς ἱστορική ἀλήθεια, δέν πρόκειται ποτέ νά μάθει σωστά τήν ἱστορία του καί μέ αὐτήν νά ἐναρμονίσει τήν πορεία του πρός τό μέλλον.
[2] Ἀρριανός, «Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις», Β, 24, 6.
[3] Ἀρριανός, «Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις», Γ, 5, 2.
[4] Ἐννοεῖ μή Ἕλληνες.
[5] N. G. L. Hammond, Μέγας Ἀλέξανδρος, Ἕνας ἰδιοφυής, ἐκδ. Μαλλιάρης παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 223.