Της Ρόης Χάικου Προς Δυσμάς έχουν στρέψει το βλέμμα τους οι Τούρκοι, ακολουθώντας μια οργανωμένη πολιτική με στόχο να καταστούν και επίσημα η ισχυρότερη οικονομική δύναμη της περιοχής, κάτι που σε επίπεδο δεικτών αποδεικνύεται μέρα με την ημέρα. Στον δρόμο αυτό τα συμφέροντά τους νομοτελειακά τους οδηγούν στην Ελλάδα, εκφράζοντας πλέον ποικιλοτρόπως το ενδιαφέρον τους για επενδύσεις στη χώρα μας.
Η φημολογία περί ενδιαφέροντος της TC Ziraat Bankasi, της αγροτικής τράπεζας της Τουρκίας που αποτελεί παράλληλα και το μεγαλύτερο κρατικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας για την δική μας ΑΤΕΒank μπορεί να μην επιβεβαιώνεται, αλλά δεν δείχνει να ξαφνιάζει κανέναν.
Οικονομικοί παράγοντες αλλά και αναλυτές θεωρούν απόλυτα φυσιολογικό το να βολιδοσκοπεί ο τουρκικός επιχειρηματικός κόσμος την ελληνική αγορά, αφού πρώτον η Ελλάδα είναι η πλησιέστερη στην Τουρκία χώρα – μέλος της Ευρωζώνης. Μάλιστα τα δημοσιονομικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει τα οποία και επηρεάζουν άμεσα τις ελληνικές επιχειρήσεις, «γεννάνε» πολλούς ελκυστικούς προς εξαγορά στόχους. Και ενώ η ελληνική οικονομία μπαίνει στην ύφεση, η τουρκική έχει μπει σε πορεία ανάκαμψης οικονομία της, πυροδοτώντας σενάρια για άλλοτε επιθετικές και άλλοτε κοινή συναινέσει εξαγορές στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Και όχι άδικα. Στο πρώτο τρίμηνο του 2010 το ΑΕΠ της γειτονικής χώρας «έτρεξε» με ρυθμό 11,7%, ενώ η τουρκική οικονομία κατέγραφε θετικό πρόσημο 6% στο τελευταίο τρίμηνο της περσινής χρονιάς. Ωστόσο, στο σύνολο του 2009 η ανάπτυξη στην χώρα ήταν 4,7%, ενώ για το σύνολο του τρέχοντος έτους οι αναλυτές εκτιμούσαν πως θα κινηθεί στο 5,2% και ο ΟΟΣΑ έδινε outlook της τάξης του 6,8%.
Μόλις χθες, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αναθεώρησε καθοδικά την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό εκτιμώντας πως θα διαμορφωθεί στο τέλος του έτους στο 7,5% από 8,4% που είχε προβλέψει τον Απρίλιο.
Ως αποτέλεσμα αυτών των ανακοινώσεων, το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κατέρριψε ένα ακόμη ρεκόρ, με τον βασικό δείκτη ISE-100 να κλείνει πάνω από τις 60.500 μονάδες, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 1990. Το τουρκικό χρηματιστήριο «φλέρταρε» εδώ και καιρό με τις 60.000 μονάδες, καθώς είχε καταγράψει το τελευταίο ρεκόρ στα μέσα Απριλίου, κλείνοντας τις 59.771 μονάδες. Το φράγμα των 60.000 μονάδων το πέρασε στις 23 Ιουλίου «χτυπώντας» την οροφή των 60.112 μονάδων.
Το 2009 το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κατέγραψε κέρδη της τάξης του 70%, χάρη στις μαζικές εισροές ξένων επενδυτών και τις αγορές μετοχών και ομολόγων.
Η προσπάθεια ανοικοδόμησης της σύγχρονης οικονομικής τουρκικής «αυτοκρατορίας» αποδίδεται εξολοκλήρου στους δύο ισχυρούς πολιτικούς άνδρες της χώρας, στον πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν και τον αναπληρωτή πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών Αλί Μπαμπατζάν. Οι δύο πολιτικοί έβαλαν τις βάσεις για την χαλιναγώγηση των δημοσίων δαπανών και παράλληλα προώθησαν ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων αξίας 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενίσχυσαν τις χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές αρχές και εισήγαγαν αυστηρότερες απαιτήσεις αποθεματικών κεφαλαίων για τις τράπεζες.
Οι Τούρκοι περνούν το Αιγαίο
Την… Τούρκων Ανάβαση την διαπιστώνει η ελληνική αγορά εδώ και περίπου 2-3 χρόνια, με αργά αλλά σταθερά βήματα, με αποτέλεσμα οι τουρκικές επενδύσεις στη χώρα μας ξεπερνούν τα 6 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Οικονομικών της Τουρκίας,
Ξεκινώντας αρχικά από τις περιοχές της Θράκης όπου είναι έντονο το μουσουλμανικό στοιχείο, επιχειρήσεις τουρκικού ενδιαφέροντος επεκτείνονται σταδιακά και σε μεγάλες πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα.
Η αρχή έγινε ουσιαστικά με την Ziraat Bank, η οποία επέστρεψε το 2008 στην Ελλάδα… μετά από 94 χρόνια. Οι φήμες λένε ότι αφορμή για το επενδυτικό άνοιγμα της Ziraat στην Ελλάδα στάθηκε η «ταλαιπωρία» του διευθυντή διεθνών σχέσεων της τράπεζας όταν προσπάθησε να ανοίξει λογαριασμό σε τραπεζικό κατάστημα της Αθήνας. Η γραφειοκρατία τον οδήγησε αρχικά να απευθυνθεί στο εμπορικό τμήμα της τουρκικής πρεσβείας ώστε να δοθεί λύση στο πρόβλημά του και εν συνεχεία στην πρόταση δημιουργίας υποκαταστήματος τουρκικής τράπεζας στην Ελλάδα.
Με έτος ίδρυσης το 1863, το παλαιότερο και μεγαλύτερο κρατικό πιστωτικό ίδρυμα στη γειτονική χώρα, η αντίστοιχη Αγροτική Τράπεζα της Τουρκίας, λειτουργούσε στην Μακεδονία μέχρι το 1914, χορηγώντας δάνεια σε αγρότες. Η περιουσία της τράπεζας ανερχόταν τότε σε περίπου 11 εκατ. δραχμές και περιλάμβανε ακίνητα, που είχαν περιέλθει σε αυτήν από δάνεια κατόπιν πλειστηριασμών αξίας 7.156.326 δραχμών, ενώ οι απαιτήσεις προς είσπραξη έφθαναν τα περίπου 5 εκατ.
Η εκκαθάρισή της από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1914, υπήχθη τον Ιανουάριο του 1915 στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και μετονομάσθηκε σε Γεωργική Τράπεζα Μακεδονίας-Ηπείρου, ενώ το 1929 τη διαδέχθηκε η ATEΒank.
Τον Μάρτιο του 2007 το ΔΣ της τουρκικής τράπεζας πήρε την απόφαση και δύο μήνες μετά, η Ziraat Bank κατέθεσε αίτηση στην Τράπεζα της Ελλάδος για την εγκατάσταση και τη λειτουργία υποκαταστημάτων στη χώρα μας.
Η Ziraat είναι ένας τραπεζικός κολοσσός με κέρδη πέρυσι στα 3,5 δισ. τουρκικές λίρες, παρουσία σε 18 χώρες, ενώ κατέχει περίπου το 14%του συνολικού ενεργητικού του τουρκικού τραπεζικού συστήματος.
Στην χώρα μας διαθέτει υποκαταστήματα σε Αθήνα και Κομοτηνή, ενώ δρομολογεί και την δημιουργία ακόμη τριών, εκ των οποίων και στη Ξάνθη.
Η εκδήλωση ενδιαφέροντος -έστω και υπό χαρακτήρα φημών- για την ΑΤΕ δεν είναι η πρώτη… κρούση της Ziraat προς τις ελληνικές τράπεζες.
Ο διευθύνων σύμβουλός της Can Akin Caglar είχε δηλώσει σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι ελληνικές τράπεζες προσέγγισαν τη διοίκηση της θέτοντας περιουσιακά στοιχεία τους στα Βαλκάνια “προς πώληση”, αφήνοντας τότε ανοικτό το ενδεχόμενο εξαγορών. Ανάλογο ενδιαφέρον έχει επιδείξει και μια ακόμη τουρκική τράπεζα, η Isbank.
Τουρκικό εμπόριο
Κάθοδο όμως προς την Αθήνα ετοιμάζει και μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες οικιακού εξοπλισμού και επίπλων της Τουρκίας, η Istikbal. Η εταιρεία διαθέτει εξαγωγική δραστηριότητα σε 70 χώρες και την Αμερική, ενώ στην Ελλάδα έχει αναπτύξει δίκτυο καταστημάτων σε Καβάλα, Ορεστιάδα και Σέρρες και μέσω αντιπροσώπων συμπληρωματικά σε Θεσσαλονίκη, Λάρισα και Εύβοια.
Πληροφορίες αναφέρουν πως ο όμιλος έχει δρομολογήσει επένδυση για τη δημιουργία ενός μεγάλου καταστήματος στο Μαρκόπουλο, ενώ σχεδιάζει την επέκταση του δικτύου του σε όλη τη χώρα μέσω franchise.
Επίσης, η τουρκική εταιρεία τροφίμων Mado ανακοίνωσε πρόσφατα πως σχεδιάζει να δημιουργήσει μονάδα παραγωγής στην Ελλάδα με σκοπό να επεκταθεί μέσω εξαγωγών και στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς οι επικεφαλής της εκτιμούν πως είναι ευκολότερο να πραγματοποιηθούν εξαγωγές από μία χώρα μέλος της Ε.Ε., παρά από την ίδια την Τουρκία.
Στη χώρα μας είναι ήδη παρούσες αρκετές εταιρείες ένδυσης και υπόδησης από τη γείτονα χώρα και μάλιστα, μερικές από τα πιο γνωστά της brands, όπως είναι οι Ipekyol, Koton, Mavi Jeans, Inci Shoes και Gizia. Οι εταιρείες αυτές διαθέτουν καταστήματα σε ιδιαίτερα εμπορικά σημεία στο Μαρούσι, τη Κηφισιά, τη Γλυφάδα και το Κολωνάκι.
Μόλις χθες, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αναθεώρησε καθοδικά την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό εκτιμώντας πως θα διαμορφωθεί στο τέλος του έτους στο 7,5% από 8,4% που είχε προβλέψει τον Απρίλιο.
Ως αποτέλεσμα αυτών των ανακοινώσεων, το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κατέρριψε ένα ακόμη ρεκόρ, με τον βασικό δείκτη ISE-100 να κλείνει πάνω από τις 60.500 μονάδες, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 1990. Το τουρκικό χρηματιστήριο «φλέρταρε» εδώ και καιρό με τις 60.000 μονάδες, καθώς είχε καταγράψει το τελευταίο ρεκόρ στα μέσα Απριλίου, κλείνοντας τις 59.771 μονάδες. Το φράγμα των 60.000 μονάδων το πέρασε στις 23 Ιουλίου «χτυπώντας» την οροφή των 60.112 μονάδων.
Το 2009 το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κατέγραψε κέρδη της τάξης του 70%, χάρη στις μαζικές εισροές ξένων επενδυτών και τις αγορές μετοχών και ομολόγων.
Η προσπάθεια ανοικοδόμησης της σύγχρονης οικονομικής τουρκικής «αυτοκρατορίας» αποδίδεται εξολοκλήρου στους δύο ισχυρούς πολιτικούς άνδρες της χώρας, στον πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν και τον αναπληρωτή πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών Αλί Μπαμπατζάν. Οι δύο πολιτικοί έβαλαν τις βάσεις για την χαλιναγώγηση των δημοσίων δαπανών και παράλληλα προώθησαν ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων αξίας 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενίσχυσαν τις χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές αρχές και εισήγαγαν αυστηρότερες απαιτήσεις αποθεματικών κεφαλαίων για τις τράπεζες.
Οι Τούρκοι περνούν το Αιγαίο
Την… Τούρκων Ανάβαση την διαπιστώνει η ελληνική αγορά εδώ και περίπου 2-3 χρόνια, με αργά αλλά σταθερά βήματα, με αποτέλεσμα οι τουρκικές επενδύσεις στη χώρα μας ξεπερνούν τα 6 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Οικονομικών της Τουρκίας,
Ξεκινώντας αρχικά από τις περιοχές της Θράκης όπου είναι έντονο το μουσουλμανικό στοιχείο, επιχειρήσεις τουρκικού ενδιαφέροντος επεκτείνονται σταδιακά και σε μεγάλες πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα.
Η αρχή έγινε ουσιαστικά με την Ziraat Bank, η οποία επέστρεψε το 2008 στην Ελλάδα… μετά από 94 χρόνια. Οι φήμες λένε ότι αφορμή για το επενδυτικό άνοιγμα της Ziraat στην Ελλάδα στάθηκε η «ταλαιπωρία» του διευθυντή διεθνών σχέσεων της τράπεζας όταν προσπάθησε να ανοίξει λογαριασμό σε τραπεζικό κατάστημα της Αθήνας. Η γραφειοκρατία τον οδήγησε αρχικά να απευθυνθεί στο εμπορικό τμήμα της τουρκικής πρεσβείας ώστε να δοθεί λύση στο πρόβλημά του και εν συνεχεία στην πρόταση δημιουργίας υποκαταστήματος τουρκικής τράπεζας στην Ελλάδα.
Με έτος ίδρυσης το 1863, το παλαιότερο και μεγαλύτερο κρατικό πιστωτικό ίδρυμα στη γειτονική χώρα, η αντίστοιχη Αγροτική Τράπεζα της Τουρκίας, λειτουργούσε στην Μακεδονία μέχρι το 1914, χορηγώντας δάνεια σε αγρότες. Η περιουσία της τράπεζας ανερχόταν τότε σε περίπου 11 εκατ. δραχμές και περιλάμβανε ακίνητα, που είχαν περιέλθει σε αυτήν από δάνεια κατόπιν πλειστηριασμών αξίας 7.156.326 δραχμών, ενώ οι απαιτήσεις προς είσπραξη έφθαναν τα περίπου 5 εκατ.
Η εκκαθάρισή της από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1914, υπήχθη τον Ιανουάριο του 1915 στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και μετονομάσθηκε σε Γεωργική Τράπεζα Μακεδονίας-Ηπείρου, ενώ το 1929 τη διαδέχθηκε η ATEΒank.
Τον Μάρτιο του 2007 το ΔΣ της τουρκικής τράπεζας πήρε την απόφαση και δύο μήνες μετά, η Ziraat Bank κατέθεσε αίτηση στην Τράπεζα της Ελλάδος για την εγκατάσταση και τη λειτουργία υποκαταστημάτων στη χώρα μας.
Η Ziraat είναι ένας τραπεζικός κολοσσός με κέρδη πέρυσι στα 3,5 δισ. τουρκικές λίρες, παρουσία σε 18 χώρες, ενώ κατέχει περίπου το 14%του συνολικού ενεργητικού του τουρκικού τραπεζικού συστήματος.
Στην χώρα μας διαθέτει υποκαταστήματα σε Αθήνα και Κομοτηνή, ενώ δρομολογεί και την δημιουργία ακόμη τριών, εκ των οποίων και στη Ξάνθη.
Η εκδήλωση ενδιαφέροντος -έστω και υπό χαρακτήρα φημών- για την ΑΤΕ δεν είναι η πρώτη… κρούση της Ziraat προς τις ελληνικές τράπεζες.
Ο διευθύνων σύμβουλός της Can Akin Caglar είχε δηλώσει σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι ελληνικές τράπεζες προσέγγισαν τη διοίκηση της θέτοντας περιουσιακά στοιχεία τους στα Βαλκάνια “προς πώληση”, αφήνοντας τότε ανοικτό το ενδεχόμενο εξαγορών. Ανάλογο ενδιαφέρον έχει επιδείξει και μια ακόμη τουρκική τράπεζα, η Isbank.
Τουρκικό εμπόριο
Κάθοδο όμως προς την Αθήνα ετοιμάζει και μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες οικιακού εξοπλισμού και επίπλων της Τουρκίας, η Istikbal. Η εταιρεία διαθέτει εξαγωγική δραστηριότητα σε 70 χώρες και την Αμερική, ενώ στην Ελλάδα έχει αναπτύξει δίκτυο καταστημάτων σε Καβάλα, Ορεστιάδα και Σέρρες και μέσω αντιπροσώπων συμπληρωματικά σε Θεσσαλονίκη, Λάρισα και Εύβοια.
Πληροφορίες αναφέρουν πως ο όμιλος έχει δρομολογήσει επένδυση για τη δημιουργία ενός μεγάλου καταστήματος στο Μαρκόπουλο, ενώ σχεδιάζει την επέκταση του δικτύου του σε όλη τη χώρα μέσω franchise.
Επίσης, η τουρκική εταιρεία τροφίμων Mado ανακοίνωσε πρόσφατα πως σχεδιάζει να δημιουργήσει μονάδα παραγωγής στην Ελλάδα με σκοπό να επεκταθεί μέσω εξαγωγών και στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς οι επικεφαλής της εκτιμούν πως είναι ευκολότερο να πραγματοποιηθούν εξαγωγές από μία χώρα μέλος της Ε.Ε., παρά από την ίδια την Τουρκία.
Στη χώρα μας είναι ήδη παρούσες αρκετές εταιρείες ένδυσης και υπόδησης από τη γείτονα χώρα και μάλιστα, μερικές από τα πιο γνωστά της brands, όπως είναι οι Ipekyol, Koton, Mavi Jeans, Inci Shoes και Gizia. Οι εταιρείες αυτές διαθέτουν καταστήματα σε ιδιαίτερα εμπορικά σημεία στο Μαρούσι, τη Κηφισιά, τη Γλυφάδα και το Κολωνάκι.
http://www.capital.gr/articles.asp?id=1019169
Το αλίευσα ΕΔΩ