Δοὺς αἷμα βραχύ, ὦ Ἰωάννη μάκαρ, ἐξηγόρασας βασιλείαν τοῦ πόλου.
Μετὰ τὴν ἁγία Παρασκευὴ τὴν Ἐπιβατινὴ τὴν Νέα (1150 μ. Χ.), τῆς ὁποίας ἀδελφὸς κατὰ σάρκα ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, ὁ Ἐπίσκοπος Μαδύτου, τὰ δευτερεία τῆς τιμῆς τῶν πιστῶν στὴν Μολδαβία, τὰ ἔχει ὁ Ἕλληνας Νεομάρτυρας τῆς γὴς τοῦ Πόντου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Τραπεζούντιος (Sfantul Mare Mucenic Ioan cel Nou de la Suceava). Αὐτὸς ἦταν γόνος ἔμπορων (παντοπώλης), λόγιος καὶ πρόκριτος στὴν γενέτειρά του, τὴν Τραπεζούντα, ὁπού γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1300 περίπου. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἅγιου Ἰωάννη, ὅπως καὶ πολλῶν ἄλλων ἅγιων, εἶναι ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα τῆς οἰκουμενικῆς διάστασης τῆς κὰθ ἠμας χριστιανικῆς θρησκείας, δηλαδὴ τῆς ὀρθόδοξού μας πίστεως. Εἶναι ἐκεῖνος ὁ πνευματικὸς συνδετικὸς κρίκος ποὺ ἀοράτως, ἀενάως καὶ ἐνάντια στὴν ἐπιβουλές κάποιων, κράτα ἑνωμένα ὅλα τὰ ὀρθόδοξα χριστιανικὰ ἔθνη στὴν πανάθρωπινη, οἰκουμενικὴ καὶ οὐρανοβάμονα ἱστορικὴ προοπτική. Εἶναι τὸ νέκταρ τῆς κοινῆς Πίστης, τὸ σωτήριο νάμα τῆς ὀρθόδοξης μυσταγωγίας, ἡ ὑπέρβαση τοῦ κοσμικοῦ «εὖ ζεῖν» διαμέσου του «ἐν Χριστῷ ζεῖν».
Κάποτε λοιπόν ὁ ἅγιος μας ταξίδευε μὲ πλοῖο, γεμάτο μὲ ἐμπορεύματά του, στὸν Εὔξεινο Πόντο. Ὁ πωρωμένος ὅμως Βενετός καπετάνιος τοῦ καραβιοῦ, ὀνόματι Reiz, βλέποντας τὸν Ἰωάννη νὰ προσεύχεται, νὰ νηστεύει καὶ νὰ ἐλεεῖ τοὺς φτωχοὺς συνταξιδιῶτες του, ἐξέφρασε τὰ ἐχθρικά του αἰσθήματα ἐνάντια στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία. Ἐρχόμενος μάλιστα σὲ ὀξεία ἀντιπαράθεση μὲ τὸν Ἰωάννη σὲ θέματα πίστεως, τὸν φθόνησε σφοδρὰ γιὰ τὴν πνευματική του κατάρτιση καὶ ἀνωτερότητα του. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Λευκόπολη (Ἀσπρόκαστρο, Akkerman, Cetatea Alba τῆς Ρουμανίας, Bilhorod-Dnistrovs'kyy τῆς Οὐκρανίας σήμερα), πόλη κτισμένη στὶς ἐκβολὲς τοῦ Δνείστερου (Δανάστριος) ποταμοῦ, τὸν κατήγγειλε στὸν τότε Τατάρο διοικητὴ τῆς πόλης, συκοφαντώντας τὸν, ὅτι:
-«Στὸ καράβι τοῦ εἶναι ἕνα Χριστιανὸς Τραπεζούντιος, ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἔλθει στὴ θρησκεία σας καὶ ἔκανε καὶ ὅρκο σ’ αὐτόν, καὶ ἂν τὸν κερδίσεις, θὰ λάβεις μεγάλο ἔπαινο, ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἄνθρωπος προκομμένος καὶ λόγιος καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους της Τραπεζούντας».
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτά, ὁ Τάταρος ἡγεμόνας χάρηκε καὶ πρόσταξε νὰ φέρουν μὲ τιμὴ τὸν Ἰωάννη καὶ ὅταν τὸν εἶδε εἶπε:
-«Ἄκουσα πὼς ἀποφάσισες νὰ ἔλθεις στὴν πίστη μας. Ἔλα λοιπόν, πίστεψε στὴ θρησκεία μας ποὺ εἶναι λαμπρὴ καὶ δοξασμένη καὶ γίνε Τούρκος, γιὰ νὰ λάβεις μεγάλη τιμὴ καὶ ἀξίωμα καὶ πλοῦτο καὶ νὰ γίνεις καὶ δικός μας ἀδελφὸς ἀγαπημένος».
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτά, ὁ Ἰωάννης σήκωσε τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε εἰς ἐπήκοον πάντων:
-«Μὴ γένοιτο, Κύριέ μου, νὰ σὲ ἀρνηθῶ ποτέ. Ἐγὼ Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω, καὶ οὔτε τὰ πλούτη σᾶς θέλω, οὔτε Τοῦρκος γίνομαι, ἀλλὰ πιστεύω στὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Δεσπότη.»
Ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, Ἰωάννης, ἀντιστάθηκε τόσο στοὺς ἀρχικοὺς δελεασμοὺς τοῦ διοικητοῦ ὅσο καὶ μετὰ στὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ τὸν ὑπέβαλε, προκειμένου νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό.
-«Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό, γιατί μὲ τί καρδιὰ θὰ μποροῦσα νὰ ἀποχωριστῶ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης καὶ τὴν ἐξ ὕψους Ἀνατολή, γιὰ νὰ ἐπιστρέψω στὰ σκοτάδια τῆς πλάνης; Τὰ λόγια πού σου μετέφεραν εἶναι ψέματα καὶ κακοήθης ἀπάτη. Δὲν θέλω νὰ περιφρονήσω τὴν καλοσύνη πού μου δείχνεις, οὔτε ὅμως καὶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου».
Ἐξοργισμένος ὁ διοικητὴς βλασφημοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ γεμάτος ὀργὴ κατέφυγε σὲ αὐτὸ ποὺ καταφεύγουν παντοῦ καὶ πάντοτε οἱ ἀδύναμοι, ὑπερφίαλοι τύραννοι, δηλαδὴ στὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ μαρτύρια:
-«Ἂν ἴσως καὶ καθὼς εἶπες, δὲν ἔλθεις στὴ θρησκεία μας, ἔχω νὰ σὲ παιδέψω μὲ τοῦτα τὰ βασανιστήρια καὶ μὲ πικρὸ θάνατο θὰ σὲ θανατώσω».
Τότε ἀπάντησε ὁ Μάρτυς ἔτσι, ὅπως ἁρμόζει σὲ Χριστιανούς:
-«Ἐγὼ πιστεύω καὶ προσκυνῶ τὸν ἐν Τριάδι Θεό, ποὺ διδάχθηκα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, καὶ ἐκεῖνο πού σου εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἐκεῖνο λέω καὶ τώρα, ὅτι δὲ θὰ τουρκέψω ποτὲ εἰς τὸν αἰώνα καὶ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου, ἕως ὅτου βρίσκομαι στὸ νοῦ μου. Μὴν ἀργοπορεῖς, ἀλλὰ κόψε, κάψε, πνίξε, δέρνε, βασάνιζε μὲ ὅσα κολαστήρια καὶ ἂν ἔχεις. Ἕτοιμος εἶμαι νὰ τὰ ὑποφέρω μετὰ χαρᾶς, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου».
Ἀφοῦ εἶδε ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν κάμπτεται, ἄλλαξε τακτική, κάτι ποὺ ἐπίσης συνηθίζουν οἱ τύραννοι καὶ ἐπέδειξε τὸ «συμπονετικό» του πρόσωπο, τὴν γνωστὴ «κολλημένη» προβατόσχημη μάσκα.
-«Μὴ σὲ νοιάζει γιὰ τὶς πληγὲς τῆς σάρκας μου, γιατί μέσα ἀπὸ τὰ φθαρτὰ κερδίζει κανεὶς τὰ αἰώνια <τὰ ἄφθαρτα> ἀγαθὰ» ἀπάντησε σταθερὰ ὁ Ἰωάννης.
Τότε τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν χτυποῦσαν ἀνηλεῶς μὲ ραβδιὰ γεμάτα ρόζους, ὥστε κόπτονταν οἱ σάρκες του καὶ πετοῦσαν στὸν ἀέρα, καὶ τὸ ἔδαφος ὅλο κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἷμα του. Ὁ γενναῖος Μάρτυς τοῦ Χριστοὺ ὑπέφερε μὲ ἀνδρεία αὐτὸ τὸ σκληρὸ μαρτύριο, καὶ ἔχοντας στὸν οὐρανὸ τοὺς νοεροὺς τοῦ ὀφθαλμούς, ἔλεγε:
-«Σὲ εὐχαριστῶ, Δέσποτα Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες διὰ τοῦ αἵματός μου νὰ πλυθῶ καὶ νὰ καθαρισθῶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου».
Κατόπιν τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ τὸν ξαναφέρουν καὶ πάλι τὴν ἐρχομένη ἥμερα στὸ κριτήριό του διοικητῆ. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Τάταρος μὲ τὸ φαιδρὸ καὶ χαρούμενο πρόσωπο τοῦ θαύμασε πῶς μετὰ ἀπὸ τόσο σκληρὸ μαρτύριο ἦταν ὅλος χαρά, καὶ τοῦ λέει:
-«Βλέπεις Ἰωάννη σὲ ποιὰ ἀτιμία ἦλθες λόγω τῆς ἀπείθειάς σου, ὥστε λίγο ἔλειψε νὰ χάσεις τὴ ζωή σου; Ὅμως ἂν μᾶς ἀκούσεις, ἕτοιμη εἶναι ἡ γιατρειά, ἐπειδὴ καὶ ἔχουμε ἰατροὺς ἔμπειρους».
Τότε ὁ Μάρτυς ἀποκρίθηκε:
-«Ἐμένα δὲ μὲ μέλει παντελῶς γιὰ τὸ φθαρτὸ τοῦτο σῶμα μου, ἀλλὰ ἡ φροντίδα μου ὅλη εἶναι πῶς νὰ ὑπομένω, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μου, ὅλα τὰ βάσανα ἕως τέλους, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. Καὶ ἂν βρῆκες ἄλλα καινούργια βάσανα, κᾶνε τὰ σὲ μένα, γιατί τὰ πρῶτα πού μου ἔκανες, δὲ μοῦ φάνηκαν τίποτε».
Τότε μένοντας ὁ τύραννος κατησχυμένος ἀπὸ τοὺς τόσο σοφοὺς λόγους τοῦ Μάρτυρος, ταράχθηκε ὅλος ἀπὸ τὸ θυμό, καὶ πρόσταξε πάλι νὰ τὸν χτυποῦν σὲ ὅλο του τὸ κορμὶ ἀνελέητα, τόσο ποὺ ἔπεσαν ὅλες οἱ σάρκες του καὶ φαίνονταν τὰ ἐντόσθιά του. Ὁ δὲ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ προσευχόταν πρὸς τὸν Θεό, καὶ οἱ στρατιῶτες ἐκεῖνοι ποὺ τὸν παίδευαν κουράστηκαν καὶ ὅλοι οἱ παρεστῶτες φώναξαν κατὰ τοῦ ἐξουσιαστῆ ὀνειδίζοντας τὸν γιὰ τὴν μεγάλη του σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπιά.
Τὸν ἔριξαν ξανὰ στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ τύραννος διέταξε νὰ δέσουν τὰ χέρια τοῦ μάρτυρα στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἄλογου, ποὺ ὁ ἀναβάτης του, καλπάζοντας τὸ περιέφερε στοὺς δρόμους τῆς πόλης, ἔτσι ποὺ οἱ σάρκες τοῦ μάρτυρα Ἰωάννη ξεσκίζονταν πάνω στὶς πέτρες.
Ὅταν δὲ περνοῦσαν ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ συνοικία, οἱ Ἑβραῖοι ἔβριζαν καὶ κακοποιοῦσαν τὸν μάρτυρα, μάλιστα δὲ ἕνας «φανατικὸς Ἑβραῖος», ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ χλεύαζαν τὸν ἅγιο, τὸν ἀποκεφάλισε, μὲ τὸ σπαθί του. Ἦταν ἡ δωδεκάτη (12) ἡμέρα τοῦ Ἰουνίου, τοῦ 1330.
Τότε ὁ στρατιώτης ἔλυσε τὸ Μάρτυρα ἀπὸ τὸ ἄλογο καὶ τὸν ἄφησε στὸν ἴδιο τόπο καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν πάρει, γιὰ νὰ τὸν θάψει ἀπὸ τὸ φόβο. Ὅταν νύχτωσε, ἔδειξε ὁ Θεὸς σημεῖο θαυμαστὸ στὸ μαρτυρικὸ λείψανο. Πάνω σ’ αὐτὸ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἕνας στύλος πύρινος καὶ φαίνονταν καὶ λαμπάδες πολλές, καὶ τρεῖς ἄνδρες φωτεινοὶ καὶ λευκοφόροι, καὶ ἔψαλλαν ὕμνους στὸν Ἅγιο.
Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ κοντά, θαρρώντας πὼς πῆγαν οἱ ἱερεῖς τῶν Χριστιανῶν νὰ τὸν πάρουν νὰ τὸν θάψουν, πῆρε τὸ δοξάρι του καὶ ἁπλώνοντας τὸ χέρι του, γιὰ νὰ ρίξει τὴ σαΐτα νὰ τοὺς χτυπήσει, κόλλησαν τὰ χέρια του, τὸ ἕνα στὸ δοξάρι καὶ τὸ ἄλλο στὴ σαΐτα, καὶ ἔμεινε δεμένος ἐκεῖ, ἕως ὅτου ξημέρωσε. Βλέποντας πὼς ἡ παίδευση αὐτὴ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν κακία του, καὶ μὴ θέλοντας διηγιόταν τὸ θαῦμα σὲ ὅλους τους ἐκεῖ συναχθέντες καὶ ὅλα ὅσα εἶδε ἐκείνη τὴ νύχτα στὸ ἅγιο ἐκεῖνο καὶ πολυάθλο σῶμα, καὶ ἔτσι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν παίδευση ἐκείνη. Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, φοβήθηκε πολὺ καὶ ἔδωσε ἄδεια στοὺς Χριστιανοὺς καὶ πῆραν τὸ μαρτυρικὸ λείψανο καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν Ἐκκλησία τους.
Ὅταν ὁ ἀμετανόητος φανατικὸς «λατινόπαις» καπετάνιος Reiz, ἀπὸ ἐκδικητικὰ αἰσθήματα ὑποκινούμενος, βρῆκε μία νύχτα μὲ κατάλληλο καιρό, πῆγε μὲ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ ἄνοιξε τὸν τάφο τοῦ Μάρτυρος, γιὰ νὰ πάρει τὸ λείψανό του[1]. Τότε ἐμφανίζεται σὲ ἐνύπνιο, ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης στὸ ὀρθόδοξο ἱερέα τῆς πόλης καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφορεῖ γιὰ τὴν κλοπή, τὸν προτρέπει νὰ φέρει τὸ λείψανό του, στὸν ὀρθόδοξο ναό, λέγοντας:
-«Σήκω γρήγορα καὶ πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, γιατί ἦλθαν νὰ μὲ κλέψουν».
Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Νεομάρτυρος Ἰωάννου. Καὶ παρευθὺς πῆρε ὁ ἱερέας καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἔτρεξαν μετὰ σπουδῆς στὴν Ἐκκλησία, πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα στὸ ἅγιο βῆμα, πλησίον της ἁγίας Τραπέζης, τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου τῆς Λευκόπολης (Τσετατέα-Ἄλμπα), ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἑβδομήντα περίπου ἔτη (δηλαδὴ ἀπὸ 1330 μέχρι τὸ 1402) ἐπιτελώντας πολλὰ θαύματα.
Στὶς 24 Ἰουνίου 1402, ὁ εὐλαβὴς βοϊεβόδας (Voievod) τῆς Μολδαβίας Ἰωάννης Ἀλέξανδρος ὁ Καλὸς ἢ Ἀγαθὸς (Alexandru cel Bun, 1400-1432), προτραπεῖς καὶ παρακινηθεῖς ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Μολδοβλαχίας Ἰωσὴφ Μουσὰτ (Iosif Musat), μετακόμισε ἀπὸ τὴν Λευκόπολη (Τσετατέα-Ἄλμπα), μὲ συνοδεία ἀρχόντων, στρατιωτῶν καὶ πλήθους λαοῦ, τὸ ἅγιο λείψανο μὲ πανηγυρικὸ τρόπο στὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, τὴν Σουτσεάβα, καὶ τὸ ἐναπέθεσε στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς πόλης, ποὺ εἶναι σήμερα τὸ καθολικό της Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἡ ἐναπόθεση ἔγινε πρῶτα στὴν ἐκκλησιὰ Μιρεούτσι μέχρι τὸ 1518 καὶ κατόπιν μεταπότεθηκε στὸν νέο καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἄγ. Γεωργίου.
Ἐπὶ τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἀλεξάνδρου Λαπουσυανοῦ ( 1564 – 1568 ) τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν νέα πρωτεύουσα τῆς Μολδαβίας τὸ Ἰάσιο στὸ νέο καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἄγ. Γεωργίου.
Στὸ μουσεῖο τῆς Μονῆς Πούτνα φυλάσσεται τὸ ξύλινο-σκαλιστὸ φέρετρο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Μητροπολίτης Μολδαβίας καὶ Σουτσεάβας Δοσίθεος (1624-1693) μετέφερε γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου στὴν Πολωνία, κατὰ τὴν δύσκολη περίοδο 1686-1687, ποὺ λόγω τῆς τουρκικῆς κατοχῆς, ἔγινε μεγάλη ταραχὴ καὶ ἀκαταστασία στὴν χώρα.
Τότε λοιπὸν τὸ 1686, κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ἰωάννη Σομπιέσκι καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐπίθεσης τῶν Τατάρων, τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὰ κειμήλια τῆς Μητρόπολης μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸν ἄνω λόγιο Μητροπολίτη Μολδαβίας καὶ Σουτσεάβας Δοσίθεο στὴν πόλη Ζόλκιεβ τῆς Πολωνίας σ’ ἕνα καθολικὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ ἔμειναν μέχρι τὸ 1783. Ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἔκανε πολλὰ θαύματα οἱ καθολικοὶ Πολωνοὶ δὲν ἤθελαν τὴν ἐπιστροφή του στὸ πριγκιπάτο τῆς Μολδαβίας.
Τὸ 1783 ὅμως περνώντας ὁ αὐτοκράτορας τῆς Αὐστρίας Ἰωσὴφ Β’ ἀπὸ τὴ Σουτσεάβα πείστηκε ἀπὸ τὸν Δοσίθεο, ἐπίσκοπο Ρανταούτσι νὰ ἐπιστραφεῖ τὸ λείψανο, ὄχι στὸ Ἰάσιο, ἀλλὰ στὴ Σουτσεάβα ἡ ὁποία ἦταν ὑπὸ αὐστριακὴ κατοχή. Γιὰ νὰ μὴν προβάλει ἀντίσταση ὁ λαὸς τοῦ Ζόλκιεβ, στάλθηκε ἠ αυτοκρατορικῆ φρουρὰ καὶ συνόδεψε τὸ λείψανο ἕως τὴν Σουτσεάβα στὸν Ι. Ναὸ τοῦ Ἄγ. Γεωργίου, ὅπου καὶ τοποθετήθηκε καὶ παραμένει μέχρι σήμερα. Ὁ ναὸς ἐνδιάμεσα ἔχει μετατραπεῖ σὲ μοναστήρι γνωστὸ ὡς Μονὴ τοῦ Ἄγ. Ἰωάννου τοῦ Νέου της Σουτσεάβα.
Ἡ μνήμη τοῦ μάρτυρος τιμᾶται καταρχᾶς στὶς 2 Ἰουνίου, σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τῆς διάσωσης τῆς πόλεως Σουτσεάβα, ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Τατάρων, τὸ 1622. Τότε οἱ ἐφημέριοί του ναοῦ, ὁπού εὑρίσκονταν τὰ ἅγια λείψανα τοῦ μάρτυρος, θέλησαν νὰ τὰ μεταφέρουν γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια στὰ ἐντός του κάστρου. Πλὴν ὅμως ἡ λειψανοθήκη τοῦ ἁγίου ἦταν ἀσήκωτη, ὅποτε κατάλαβαν οἱ ἱερεῖς ὅτι ὁ ἅγιος θὰ ἀνελάμβανε προσωπικὰ πλέον τὴν προστασία τους. Τότε κλῆρος καὶ λαὸς ἄρχισαν τὶς προσευχὲς στὸν ἅγιό τους καὶ ἐκεῖνος ἔκανε τὸ θαῦμα του. Μία καταρρακτώδης βροχὴ ἀπέτρεψε τοὺς εἰσβολεῖς νὰ μποῦν στὴν πόλη τῆς Σουτσεάβα.
Στὶς 12 Ἰουνίου γιὰ δεύτερη φορὰ τιμᾶται ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του, ἐνῶ τέλος τιμᾶται καὶ στὶς 24 Ἰουνίου ἡ μετακομιδὴ τοῦ λείψανο ἀπὸ τὸν Alexandru cel Bun, κατὰ τὸ ἔτος 1402, ἀπὸ τὴν Τσετατέα-Ἄλμπα στὴν πρωτεύουσά του, τὴν Σουτσεάβα.
Βιογράφος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νέου εἶναι ὁ Βούλγαρος ἱερομόναχος Γρηγόριος Τσάμπλακ (δεύτερο μισὸ 14ου αἰώνα καὶ πρῶτες δεκαετίες 15ου αἰώνα) καὶ ἡγούμενος τῆς σερβικῆς Μονῆς Παντοκράτορος (Ντέτσιανη). Τὴν ἀκολουθία δὲ Νεομάρτυρα Ἰωάννου ἐξέδωσε στὴν Βενετία, ἤδη τὸ 1752, ὁ Ἰουστίνος ὁ ἐπονομαζόμενος Δεκαδύος. Ἀκολουθίες ἐξέδωσαν ἐπίσης καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Νικηφόρος ὁ Κρὴς καὶ ὁ Τραπεζούντιος Θωμὰς Μπουγιούκης, τὸ 1819, στὸ Ἰάσιο τῆς Ρουμανίας.
Τὸν πρωτότυπο βίο μετέφρασαν ἢ διασκεύασαν ἀπὸ τὴν βουλγαρικὴ στὴν νεοελληνικὴ ὁ Νικηφόρος ὁ Κρὴς ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ Μελέτιος Συρίγος, ὁ Καλλίνικος Γ΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ταῖς τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου Εὐχαῖς καὶ Πρεσβείαις, Σῶσον ἠμᾶς, Κύριε.
Το αλίευσα ΕΔΩ