Οι Έλληνες βρήκαν στην Εκκλησία του Χριστού αυτό που έψαχναν να βρουν.
Ο Ελληνισμός, ως ιδέα, όπως βιώθηκε στα ελληνιστικά χρόνια και αργότερα, εκφράζει πανανθρώπινα ιδανικά και αξίες. Σε αντίθεση με την συνθλιπτική παγκοσμιοποίηση της Νέας Εποχής, ο Ελληνισμός δεν επιβλήθηκε ποτέ στους άλλους λαούς, αλλά μέσα από τη δική τους κουλτούρα περνά αβίαστα τις πολιτισμικές του αξίες. Θυμίζουμε για παράδειγμα, πως στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, όλος ο κόσμος έγινε μια απέραντη Ελλάδα, χωρίς καμιά αντίδραση. Είναι γνωστό πως μέχρι σήμερα σε ορισμένα σημεία της Ανατολής πολλοί άνθρωποι ομολογούν με καμάρι ότι είναι απόγονοι του μεγάλου Έλληνα στρατηλάτη και αναπολούν νοσταλγικά την εποχή εκείνη.
Και τούτο διότι ο Ελληνισμός δεν σύνθλιψε την εθνική τους ιδιαιτερότητα, αλλά με την σκέψη, την φιλοσοφία και γενικότερα με την παιδεία προήγαγε τη ζωή και τον πολιτισμό τους.
Όταν ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε στην ιστορία κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη σχέση του με τον Ελληνισμό. Οι Έλληνες βρήκαν στην Εκκλησία του Χριστού αυτό που έψαχναν να βρουν: την αλήθεια για το Θεό, τον άνθρωπο, τον κόσμο. Απέναντι στο αρχαίο θέατρο, το σχολείο των Ελλήνων πολιτών, η Εκκλησία αντιπαραθέτει μια άλλη πραγματικότητα: την θεία Αποκάλύψη, την θέα του Τριαδικού Θεού.
Οι κοσμολογικές της προϋποθέσεις θέλουν τον κόσμο ως προϊόν της ελεύθερης θέλησης ενός προσώπου, του Θεού-Πατρός. Γι αυτό και παύουν να χρησιμοποιούν τη λέξη κόσμος , που υπονοεί ένα Θεό υποχρεωμένο στον ρόλο του κοσμήτορα-διακοσμητή, είτε την απρόσωπη λογική δύναμη (τον λόγο των Στωικών π.χ.) που συνέχει το σύμπαν, και την αντικαθιστούν με τη λέξη κτίση ή δημιουργία .
Αν ο κόσμος γεννιέται και υπάρχει από την ανάγκη και μέσα σ αυτήν, η κτίση γεννιέται και υπάρχει από την ελευθερία και μέσα στην ελευθερία και στην αγάπη του Θεού. Η κτίση υπάρχει επειδή το θέλει ο Θεός, αλλά θα συνεχίσει να υπάρχει εάν το θέλει και ο άνθρωπος. Ο Αδάμ παίρνει την ευθύνη, ως εκπρόσωπος της κτίσης, να πει το μεγάλο ναι ή όχι στον Θεό, να πει θέλω ή δεν θέλω να ζήσω μαζί Σου. Για τον Θεό ελευθερία σημαίνει αγάπη, ζωή σε σχέση αδιάπτωτη. Για τον Αδάμ της παρακοής σήμαινε εγωισμό, μοναξιά, θάνατο.
Η Θεία Λειτουργία, και κυρίως η Θεία Ευχαριστία, είναι ο χώρος όπου η ανθρώπινη ελευθερία καλείται να υπάρξει με τον τρόπο του Θεού και ο άνθρωπος δύναται να υπάρξει ως ελεύθερο πρόσωπο εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού.
Σε τελική ανάλυση, η ειδοποιός διαφορά του αρχαίου Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό δεν είναι άλλη από την αγάπη. Αγάπη όμως που απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και όχι έρως αφηρημένων ιδεών. Αγάπη ελεύθερη από κάθε λογική αιτιότητα και όχι έρως λογοκρατούμενος. Αγάπη που προσφέρεται σταυρούμενη και όχι αγάπη που ζητεί τα εαυτής.
Τέλος, αγάπη-τρόπος ζωής Θεού Τριαδικού και όχι έρως-τρόπος ζωής ανθρώπου τελικώς μοναχικού. Γι αυτό και η Εκκλησία, ως έκφραση αυτής της αγάπης, διαφέρει ουσιαστικά, παρά τις ομοιότητες, από την ελληνική πόλη των Αρχαίων Ελλήνων. Μπορεί η Εκκλησία του Χριστού να είναι σύναξη επί το αυτό, όπως η Εκκλησία του Δήμου, αλλά όχι μόνο ελεύθερων πολιτών, γιατί στην Εκκλησία «ουκ ένι δούλος ή ελεύθερος», όχι μόνο ανδρών, γιατί «ουκ ένι άρσεν και θήλυ», όχι μόνο Ελλήνων πολιτών, γιατί «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» ή βάρβαρος, όχι μόνο ανθρώπων, αλλά Θεού και ανθρώπων.
Όλα αυτά εκφράζονται με τρόπο εξ ίσου συγκλονιστικό, αν αντιπαραβάλουμε την χριστιανική τέχνη με την ελληνική. Ενώ ο αρχαίος ελληνικός ναός δίνει σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση, για να προσφερθεί σε κοινή θέα σε ανθρώπους που βρίσκονται έξω από αυτόν, ως έκφραση κάλλους και αρμονίας, ο χριστιανικός ναός χτίζεται προς τα μέσα. Λιτός και απέριττος εξωτερικά, έχει στο εσωτερικό του μίαν ανέλπιστη σε πλούτο έγχρωμη διακόσμηση.
Ενώ τα ελληνικά αγάλματα, αποζητώντας την αρμονικότητα των αναλογιών του σώματος, εκφράζουν μια διανοητική ομορφιά, οι χριστιανικές εικόνες, αποκαλύπτοντας το αγνό φως της ψυχής που ποτίζεται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, εκφράζουν μία πνευματική ομορφιά. Το ιδανικό δεν είναι πια το γυμνασμένο σώμα, αλλά η σάρκα που δια της ασκήσεως θεώθηκε. Γι αυτό και οι χριστιανικές εικόνες δεν παραπέμπουν σε μία αφηρημένη, ψυχρή και απόμακρη ιδέα, αλλά σε μία πραγματικότητα, όπου ο θάνατος και η φθορά έχουν νικηθεί.
Αυτό το φαινόμενο που ονομάζεται εκχριστιανισμένος Ελληνισμός βρήκε την ιστορική του πραγμάτωση στην υπερχιλιετή βυζαντινή αυτοκρατορία και δημιούργησε από το περίσσευμα της ζωής του πολιτισμό ανεπανάληπτο.
Σε μιά εποχή που ο Νέος Ελληνισμός αντιμετωπίζει μία κρίση ταυτότητας, πέρα από τα τεχνικά, αιρετικά και κτιστά διλήμματα, αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Ελληνισμός σώθηκε μέσα στον Χριστιανισμό και ο Χριστιανισμός μίλησε ελληνικά.
Μόνο έτσι ως Έλληνες Χριστιανοί θα αντιμετωπίσουμε δημιουργικά την ψευδή διδασκαλία του νεοπαγανισμού και της «αρχαιολατρείας», η οποία επιδιώκει να γκρεμίσει την πίστη των Πατέρων μας και το πολιτισμικό μας υπόβαθρο και να επιβάλει τον δικό της ισοπεδωτικό «πολιτισμό» και βέβαια τη νέα παν- θρησκεία της σύγχρονης Βαβέλ, στην οποία δεν θα υπάρχει θέση για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, για τον άνθρωπο, την ζωή και την ελευθερία του.
Το αλίευσα ΕΔΩ