Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ὁ ἅγιος Παΐσιος καὶ τὰ ψαλιδισμένα ὀνόματα.
«Κάποια ἄλλη φορὰ ποὺ περίμενα νὰ πάρω εὐλογία συνέβη τὸ ἑξῆς:
Πρὶν
ἀπὸ μένα ἕνα παλληκάρι ἔγραψε τὸ ὄνομά του καὶ τὸ ἔβαλε στὸ βάζο. Τα
χαρτιὰ γιὰ ὅσους θέλαμε νὰ προσευχηθῇ ὁ Γέροντας ἦταν σὲ ἕνα βάζο κοντὰ
στὸν φράχτη, ποὺ ἀπεῖχε γύρω στὰ δέκα μέτρα ἀπὸ τὸ κελλί.
Βγαίνοντας ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
“Βρὲ παιδί μου τί κάνεις ἐκεῖ;” Ἐκεῖνος τρόμαξε, καὶ βέβαια, ὅσοι εἴμαστε ἐκεῖ καὶ ἀκούσαμε, ἀπορήσαμε.
Ὁ Γέροντας τότε τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ λέει:
“Πῶς σὲ λένε βρὲ παιδί μου;” “Χρυσοβαλάντη”.
“Γιατί τότε, παιδί μου, ἔγραψες Βαλάντης στὸ χαρτί;”
Τὸ
εἶπε αὐτὸ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι δὲν εἶναι καλὸ νὰ τὰ κουτσουρεύουμε
τὰ ὀνόματά μας, ἀλλὰ νὰ τὰ προφέρουμε ὁλόκληρα, ὅπως τὰ ἐπρόφερε καὶ ὁ
ἱερέας ποὺ μᾶς βάπτισε.
Μετὰ τοῦ λέει:
Ὅταν
βαπτίζεσαι, βρὲ παιδί μου, καταγράφεσαι σ’ ἕνα βιβλίο κοσμικό, ἐδῶ στὴ
γῆ. Αὐτομάτως, ὅμως, καταγράφεσαι καὶ στὸν Οὐρανό, στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ.
Πῶς λοιπὸν θὰ σὲ καλέσῃ ὁ Κύριος;
Ἂν
φωνάξῃ Χρυσοβαλάντη καὶ δὲν ἀπαντήσεις, θὰ μείνῃς ἀπ’ ἔξω. Γι’ αὐτό
φρόντισε νὰ σὲ φωνάζουν ὅλοι μὲ τὸ ὄνομα ποὺ σὲ βάπτισε ὁ ἱερέας”».
Ἔτσι
ὁ Ἀθανάσιος (ἀθάνατος) γίνεται Θανάσης (θάνατος), ὁ Εὐθύμιος (εὖ+θυμός)
γίνεται Θύμιος (θυμός) καὶ ἀκόμα χειρότερα ὁ Ἰσίδωρος Ἄκης, ἡ
Αἰκατερίνη Κάθριν καὶ ἄλλα εὐτράπελα.
Το αλίευσα ΕΔΩ