Δημοσιεύουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ ἄρθρο τοῦ περιώνυμου Ρώσου μπολσεβίκου καὶ μαρξιστὴ Λέοντος Τρότσκυ (1879-1940), ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης στὴ Ρωσία, δευτέρου μετὰ τὸν Βλαδίμηρο Λένιν, σχετικὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ θεάματος (συγκεκριμένα τοῦ κινηματογράφου, τότε) ὡς μέσου ἀπομάκρυνσης τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό.
Τὸ ἄρθρο αὐτό, «Ἡ βότκα, ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ κινηματογράφος»,πρωτοδημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Πράβντα» στὶς 12 Ἰουλίου τοῦ 1923. Ἐμεῖς τὸ δημοσιεύουμε ἀποσπασματικῶς ἀπὸ ἀγγλικὴ μετάφρασή του στὸ Διαδίκτυο (http://www.marxists.org/archive/trotsky/women/life/23_07_12.htm).
Τὸ ἄρθρο εἶναι ἐνδεικτικὸ πολλῶν πραγμάτων, γιὰ ἕνα προσεκτικὸ ἐρευνητὴ τῆς Νέας ἀντιχρίστου Ἐποχῆς (ποὺ ἤδη ἄρχιζε μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ 20ού αἵ.), ἐνδεικτικό της νοοτροπίας ἀλλὰ καὶ τῶν συνωμοτικῶν διεργασιῶν τῶν ἑκάστοτε κυβερνητῶν, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦν στὴ χειραγώγηση τῶν πληθυσμῶν, ἀλλ’ ἐπίσης ἐνδεικτικὸ καὶ τῆς πολὺ ρηχῆς κατανόησης τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της Ἐκκλησίας· σφάλμα ποὺ στοίχισε στοὺς Μπολσεβίκους τὴν ἥττα τους ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἀποδεικνύει περίτρανα τὰ 20 τελευταία ἔτη ἡ πανηγυρικὴ ἐπιστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλους τους τομεῖς τοῦ ρωσικοῦ...
βίου. Ὁ τηλεοπτικὸς «ὀχετὸς» στὶς μέρες μας, ἀπὸ τὶς χαμηλότερες ἐκφάνσεις του, τὴν καλλιέργεια τῶν σαρκικῶν καὶ φονικῶν παθῶν, μέχρι καὶ τὶς πλέον «ψυχικὲς» (Ἃ΄ Κόρ. 2,14) ἢ δαιμονικές, ὅπως εἶναι ὁ τυφλὸς ὀρθολογισμὸς καὶ ἡ μαγεία, ἐπιβάλλει βαρὺ φόρο ψυχικῆς ἀπωλείας στὴν ἀνθρωπότητα. Γὶ αὐτὸ δημοσιεύουμε τὸ παρόν, πρὸς γνώση καὶ συναίσθηση τοῦ φοβεροῦ κινδύνου καὶ τῶν μηχανισμῶν ποὺ ὄπισθέν της τηλεόρασης, τοῦ κινηματογράφου, τοῦ διαδικτύου καὶ ὅλων τῶν λοιπῶν διαύλων τοῦ θεάματος ὀργανώνουν τὴ συστηματικὴ κατεδάφιση τῶν ἀνθρωπίνων ἀξιῶν καὶ τὴν καλλιέργεια ὅλης της ὑποκουλτούρας τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων καὶ τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
«Τὸ θέμα τῆς ψυχαγωγίας, σὲ αὐτὴ τὴ σύνδεση, ἀποκτᾶ ἐξαιρετικὰ αὐξημένη σπουδαιότητα, ὅσον ἀφορᾶ στὴν κουλτούρα καὶ τὴν παιδεία. Ὁ χαρακτήρας ἑνὸς παιδιοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ διαμορφώνεται στὸ παιχνίδι του. Ὁ χαρακτήρας ἑνὸς ἐνήλικος ἐκφαίνεται καθαρὰ στὸ παιχνίδι καὶ τὶς ψυχαγωγίες του. Αλλά στὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα μίας ὁλόκληρης τάξης, ὅταν αὐτὴ ἡ τάξη εἶναι νεαρὴ καὶ προοδεύει, ὅπως τὸ προλεταριάτο, οἱ ψυχαγωγίες καὶ τὸ παιχνίδι πρέπει νὰ κατέχουν διακεκριμένη θέση. Ο μεγάλος Γάλλος οὐτοπικὸς μεταρρυθμιστής, ὁ Φουριέ, ἀπορρίπτοντας τὸν χριστιανικὸ ἀσκητισμὸ καὶ τὴν καταπίεση κατὰ τῶν φυσικῶν ἐνστίκτων, κατασκεύασε τὴν “phalanstere” τοῦ (τὶς κοινότητες τοῦ μέλλοντος) ἐπὶ τῆς ὀρθῆς καὶ λογικῆς ἀξιοποίησης καὶ τοῦ συνδυασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων ἐνστίκτων καὶ παθῶν. Αυτή εἶναι ἰδέα βαθεία! Τὸ κράτος τῆς ἐργατικῆς τάξης δὲν εἶναι οὔτε πνευματικὸ τάγμα οὔτε μοναστήρι. Ἐκλαμβάνουμε τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἔχουν κατασκευαστεῖ ἐκ φύσεως καὶ ὅπως ἔχουν μερικῶς ἐκπαιδευθεῖ καὶ μερικῶς παραμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν παλαιὰ τάξη. Ἀναζητοῦμε ἕνα σημεῖο ὑποστήριξης σὲ αὐτὸ τὸ ζῶν ἀνθρώπινο ὑλικό, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μοχλοῦ τοῦ κόμματός μας καὶ τοῦ ἐπαναστατικοῦ κράτους μας. Ἡ ἐπιθυμία γιὰ ψυχαγωγία, διασκέδαση, ξενάγηση καὶ γέλιο, εἶναι ἡ πιὸ νόμιμη ἐπιθυμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἴμαστε ἱκανοί, καὶ πράγματι ὑποχρεωμένοι, νὰ δώσουμε στὴν ἱκανοποίηση τῆς ἐπιθυμίας αὐτῆς μίαν ὑψηλότερη καλλιτεχνικὴ ποιότητα, κάνοντας ταυτόχρονα τὴν ψυχαγωγία ἕνα ὅπλο μαζικῆς ἐκπαίδευσης, ἀπελευθερωμένο ἀπὸ τὴν φρούρηση τοῦ παιδαγωγοῦ καὶ ἀπὸ τὴν κουραστικὴ συνήθεια νὰ ἠθικοποιεῖ.»
«Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅπλο σχετικά, ἕνα ὅπλο ποὺ ὑπερέχει παντὸς ἄλλου, εἶναι σήμερα ὁ κινηματογράφος. Αυτός ὁ θαυμαστὸς νεωτερισμὸς τοῦ θεάματος, ἔχει παρέμβει στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ μία ἐπιτυχῆ ταχύτητα, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχει μαρτυρηθεῖ στὸ παρελθόν. Στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν καπιταλιστικῶν πόλεων, ὁ κινηματογράφος ἔχει γίνει τόσο ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ζωῆς, ὅσο καὶ τὸ μπάνιο, ἡ μπυραρία, ἡ ἐκκλησία καὶ ἄλλοι ἀναφαίρετοι θεσμοί, ἐπαινετοὶ ἢ μή. Τὸ πάθος γιὰ τὸν κινηματογράφο εἶναι ριζωμένο στὴν ἐπιθυμία γιὰ διασκέδαση, στὴν ἐπιθυμία νὰ δεῖ κανεὶς κάτι νέο καὶ ἀπρόοπτο, νὰ γελάσει καὶ νὰ κλαύσει μὲ τὶς δυστυχίες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὄχι τὶς δικές του. Ὁ κινηματογράφος ἱκανοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἀπαιτήσεις μὲ ἕνα πολὺ ἄμεσο, ὀπτικό, γραφικὸ καὶ ζωντανὸ τρόπο, χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖ τίποτε ἀπὸ τοὺς θεατές. Δὲν ἀπαιτεῖ καν νὰ εἶναι αὐτοὶ μορφωμένοι. Γι’ αὐτὸ οἱ θεατὲς τρέφουν μία τόσο μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν κινηματογράφο, αὐτὸ τὸ ἀστείρευτο σιντριβάνι ἐντυπώσεων καὶ συναισθημάτων.Αὐτὸ παρέχει ἕνα σημεῖο, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα σημεῖο, ἀλλὰ μία τεράστια πλατεία, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν δικῶν μᾶς σοσιαλιστικῶν ἐκπαιδευτικῶν ἐνεργειῶν».
«Τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι τώρα, δηλαδὴ σὲ σχεδὸν ἔξι χρόνια, δὲν ἔχουμε ἀποκτήσει τὴν κυριότητα τοῦ κινηματογράφου, δείχνει πόσο ἀργοὶ καὶ ἀπαίδευτοι εἴμαστε, γιὰ νὰ μὴ πῶ εἰλικρινά, ἀνόητοι. Αυτό τὸ ὅπλο, ποὺ «κραυγάζει» γιὰ νὰ χρησιμοποιηθεῖ, εἶναι τὸ καλύτερο ἐργαλεῖο γιὰ προπαγάνδα: γιὰ τεχνική, ἐκπαιδευτικὴ καὶ βιομηχανικὴ προπαγάνδα, προπαγάνδα κατὰ τοῦ ἀλκοόλ, ὑπὲρ τῆς ὑγιεινῆς, προπαγάνδα πολιτική, κάθε προπαγάνδα ποὺ θὰ θέλατε, μία προπαγάνδα ποὺ εἶναι προσβάσιμη στὸν καθένα, ποὺ εἶναι ἑλκυστική, ποὺ εἰσδύει στὴ μνήμη καὶ μπορεῖ νὰ γίνει πιθανὴ πηγὴ εἰσοδήματος».
« [...] Μποροῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε αὐτὸ τὸ ἀσύγκριτο ὅπλο; Γιατί ὄχι; Ἡ κυβέρνηση τοῦ Τσάρου, μέσα σὲ λίγα χρόνια, ὀργάνωσε ἕνα περίπλοκο δίκτυο κρατικῶν μπάρ. Ἡ ἐπιχείρηση ἀπέφερε ἐτήσιο εἰσόδημα σχεδὸν ἑνὸς δισεκατομμυρίου χρυσῶν ρουβλίων. Γιατί ἡ κυβέρνηση τῶν ἐργατῶν νὰ μὴ ἱδρύσει ἕνα δίκτυο κρατικῶν κινηματογράφων; Αὐτὸς ὁ μηχανισμὸς ψυχαγωγίας καὶ ἐκπαίδευσης θὰ μποροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἀναφαίρετο κομμάτι τοῦ ἐθνικοῦ βίου. Χρησιμοποιούμενο γιὰ τὴν καταπολέμηση τοῦ ἀλκοολισμοῦ, θὰ μποροῦσε ταυτόχρονα νὰ μετατραπεῖ καὶ σὲ μία κερδοφόρο ἐπιχείρηση.Εἶναι πρακτικό; Γιατί ὄχι; Φυσικά, δὲν εἶναι εὔκολο. Σὲ κάθε περίπτωση, θὰ ἦταν περισσότερο φυσικὸ καὶ περισσότερο ταιριαστὸ μὲ τὶς ὀργανωτικὲς ἐνέργειες καὶ ἱκανότητες ἑνὸς κράτους ἐργατῶν, ἂπ΄ ὅτι, ἂς ποῦμε, μία προσπάθεια νὰ ἐπανασυστήσουμε τὸ μονοπώλιο τῆς βότκα».
«Ὁ κινηματογράφος ἀνταγωνίζεται ὄχι μόνο τὴν ταβέρνα, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὴν ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸς ὁ ἀνταγωνισμὸς μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ θανάσιμος γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἂν ἀναπληρώσουμε τὸν χωρισμὸ τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ σοσιαλιστικὸ κράτος, μὲ τὴν συγχώνευση τοῦ σοσιαλιστικοῦ κράτους μὲ τὸν κινηματογράφο».
«Ἡ θρησκευτικότητα στὶς ρωσικὲς ἐργατικὲς τάξεις πρακτικὰ δὲν ὑπάρχει. Οὐσιαστικὰ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν καθημερινὸ ἔθος καὶ κυβερνητικὸς θεσμός. Ποτὲ δὲν ἦταν ἐπιτυχὴς στὸ νὰ διεισύσει βαθειὰ μέσα στὴ συνείδηση τῶν μαζῶν, οὔτε στὸ νὰ ἀναμείξει τὰ δόγματα καὶ τοὺς κανόνες της μὲ τὰ ἐσωτερικὰ συναισθήματα τοῦ λαοῦ. Ὁ λόγος γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ ἴδιος: ἡ ἀπολίτιστη κατάσταση τῆς παλαιᾶς Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης τῆς ἐκκλησίας της. Συνεπῶς, ὅταν ἀφυπνισθεῖ πολιτιστικά, ὁ Ρῶσος ἐργάτης εὔκολα ἀπορρίπτει τὴν πτωχὴ ἐξωτερική του σχέση μὲ τὴν ἐκκλησία, μία σχέση ποὺ ἀναπτύχθηκε πάνω του ἀπὸ συνήθεια. Γιὰ τὸν χωρικό, σίγουρα, αὐτὸ καθίσταται δυσκολοτερο, ὄχι ἐπειδὴ ὁ χωρικὸς ἔχει περισσότερο βαθειὰ καὶ ἄμεσα εἰσέλθει στὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία – αὐτὸ βεβαίως ποτὲ δὲν ἔγινε - ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ ἀδράνεια καὶ μονοτονία τῆς ζωῆς τοῦ εἶναι στενὰ δεμένα μὲ τὴν ἀδράνεια καὶ μονοτονία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πρακτικῶν».
Ἡ σχέση τοῦ ἐργάτη μὲ τὴν ἐκκλησία (ἀναφέρομαι στὸν ἐκτὸς κόμματος ἐργάτη τῆς μάζας) συγκρατιέται κυρίως ἀπὸ τὸ νῆμα τῆς συνήθειας, ἰδιαιτέρως τῆς συνήθειας τῶν γυναικών. Οἱ εἰκόνες ἀκόμη εἶναι κρεμασμένες στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ὑπάρχουν ἐκεῖ· οἱ εἰκόνες κοσμοῦν τοὺς τοίχους· θὰ ἦταν ἄδειο χωρὶς αὐτές· οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἦταν συνηθισμένοι σὲ αὐτό. Ἕνας ἐργάτης δὲν θὰ μπεῖ στὸν κόπο νὰ ἀγοράσει καινούργιες εἰκόνες, ἀλλὰ δὲν ἔχει καὶ ἀρκετὴ θέληση νὰ ξεφορτωθεῖ τὶς παλιές. Μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ ἑορτασθεῖ ἡ ἑορτὴ τῆς ἄνοιξης παρὰ μόνο μὲ Πασχάλιο γλυκό; Καὶ τὸ Πασχάλιο γλυκὸ πρέπει νὰ εὐλογηθεῖ ἀπὸ τὸν ἱερέα, ἀλλιῶς θὰ εἶναι ἁπλὰ χωρὶς νόημα. Ὡς πρὸς τὸν ἐκκλησιασμό, οἱ ἄνθρωποι δὲν πηγαίνουν ἐπειδὴ εἶναι θρησκευόμενοι· ἡ ἐκκλησία εἶναι λαμπρὰ φωτισμένη, γεμάτη μὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἐνδεδυμένους μὲ τὰ καλύτερά τους ροῦχα, ἡ ψαλμωδία εἶναι καλὴ - ἕνα πεδίο κοινωνικὸ -αἰσθητικῶν ἕλξεων ποὺ δὲν παρέχονται ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο, τὴν οἰκογένεια ἢ τὴν καθημερινότητα τοῦ δρόμου. Πίστη δὲν ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει καθόλου ἔμπρακτα. Ὁπωσδήποτε, δὲν ὑπάρχει σεβασμὸς γιὰ τὸν κλῆρο ἢ πίστη στὴ μαγικὴ δύναμη τοῦ τελετουργικοῦ. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἐνεργῆς θέληση νὰ τὸ καταστρέψει ὁλικά. Τὰ στοιχεῖα τῆς διασκέδασης, τῆς εὐχαρίστησης καὶ τῆς ψυχαγωγίας παίζουν ἕνα μεγάλο ρόλο στὰ ἐκκλησιαστικὰ τελετουργικά. Μὲ θεατρικὲς μεθόδους ἡ ἐκκλησία ἐνεργεῖ πάνω στὴν ὅραση, τὴν αἴσθηση τῆς ὄσφρησης (μέσω τοῦ θυμιάματος) καὶ μέσω αὐτῶν πάνω στὴν φαντασία. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ θεατρικό, ἐπιθυμία νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὸ ἀσύνηθες, τὸ ἐκπληκτικό, ἡ ἐπιθυμία γιὰ ρήξη τῆς συνήθους μονοτονίας τῆς ζωῆς εἶναι μεγάλη καὶ ἀνεξάλειπτη· ἐπιμένει ἀπὸ τὴν πρώιμη παιδικὴ μέχρι τὴν προχωρημένη γεροντικὴ ἡλικία. Αποσκοπώντας στὴν ἀπελευθέρωση τῶν κοινῶν μαζῶν ἀπὸ τὸ τελετουργικὸ καὶ τὸν ἐκκλησιαστικισμό, ποὺ ἀποκτήθηκαν ἀπὸ συνήθεια, δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἀπὸ μόνη της ἡ ἀντιθρησκευτικὴ προπαγάνδα. Φυσικά, εἶναι ἀναγκαία· ἀλλ’ ἡ ἄμεση πρακτικὴ ἐπίδρασή της περιορίζεται σὲ μία μικρὴ μειοψηφία ὅσων εἶναι περισσότερο γενναῖοι στὸ πνεῦμα. Η πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν ἀντιθρησκευτικὴ προπαγάνδα· ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπειδὴ ἡ πνευματική τους σχέση μὲ τὴ θρησκεία εἶναι τόσο βαθειά. Ἀντιθέτως, δὲν ὑπάρχει καμμία πνευματικὴ σχέση· ὑπάρχει μόνο μία ἄμορφη, νωθρή, μηχανιστικὴ σχέση, ἡ ὁποία δὲν ἔχει περάσει μέσα ἀπὸ τὴ συνείδηση· μία σχέση σὰν αὐτὴ τοῦ ξεναγούμενου ὁδοιπόρου, ὁ ὁποῖος περιστασιακὰ δὲν ἀρνεῖται νὰ συμμετάσχει σὲ μία λιτανεία ἢ σὲ μία πομπώδη τελετὴ οὔτε νὰ ἀκούσει τὴν ψαλμωδία ἢ νὰ κινεῖ τὰ χέρια του».
«Ἕνα τελετουργικὸ ἄνευ νοήματος, ποὺ κεῖται στὴ συνείδηση σὰν ἀδρανὲς φορτίο, δὲν μπορεῖ νὰ καταστραφεῖ ἀπὸ μόνη τὴν κριτική· μπορεῖ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ νέες μορφὲς ζωῆς, νέες ψυχαγωγίες, νέα καὶ πιὸ πολιτισμένα θέατρα. Και πάλιν ἐδῶ, οἱ σκέψεις στρέφονται στὸ πιὸ δυνατὸ - ἐπειδὴ εἶναι τὸ πιὸ δημοκρατικὸ - ὄργανο τοῦ θεάτρου: στὸν κινηματογράφο. Χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖ κλῆρο ἐνδεδυμένο στόφα κ.λπ. ὁ κινηματογράφος ξεδιπλώνει ἐπὶ τῆς λευκῆς ὀθόνης θεατικὲς εἰκόνες μεγαλύτερης ἀποδοχῆς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ παρέχει ἡ πλουσιότερη ἐκκλησία - ποὺ ἔχει γίνει σοφὴ μέσω ἐμπειρίας χιλίων ἐτῶν - ἢ ἕνα τζαμὶ ἢ μία συναγωγή. Στὴν ἐκκλησία μόνο ἕνα δράμα ἐκτελεῖται, καὶ πάντοτε ἕνα καὶ τὸ αὐτό, μπαίνει χρόνος, βγαίνει χρόνος. Ἀλλὰ στὸν κινηματογράφο τῆς γειτονιᾶς θὰ σοὺ δείξουν τὰ Πάσχα τῶν ἐθνικῶν, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Χριστιανῶν στὴν ἱστορική τους διαδοχὴ καὶ μὲ τὴν ὁμοιότητα τοῦ τελετουργικοῦ τους. Ο κινηματογράφος ψυχαγωγει, μορφώνει, βάλλει τὴ φαντασία μὲ εἰκόνες και σε ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ διασχίσεις τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Ὁ κινηματογράφος εἶναι ὁ μεγάλος ἀνταγωνιστὴς ὄχι μόνο τῆς ταβέρνας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησίας. Ἰδοὺ ἕνα ἐργαλεῖο ποὺ πρέπει νὰ ἐξασφαλίσουμε μὲ ὁποιοδήποτε κόστος».
Πηγή:Ἱερὰ Μονὴ ΠαντοκράτοροςΤο αλίευσα ΕΔΩ