Ήταν στο Μοναστήρι ένας αδελφός μαραγκός, που οι πατέρες τον δέχτηκαν από ανάγκη, γιατί ενώ στην αρχή είχε επτά μαραγκούς το Μοναστήρι, στο τέλος δεν είχε κανέναν, ούτε για τις μικροδουλειές. Επειδή τον είχαν ανάγκη, τούχαν δώσει και πολλές πρωτοβουλίες. Είχε πάρει πολύ αέρα, έγινε και προϊστάμενος και δεν λογάριαζε κανέναν. Όποιος πήγαινε κοντά του να μάθει την τέχνη, δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο από μια βδομάδα.
Εγώ, με την χάρη του Θεού, έμεινα δυόμισι χρόνια. Τι τράβηξα, δεν λέγεται. Αλλά και πόσο όφελος είχα! Έβριζε, φώναζε συνέχεια. Δεν έβλεπε καλά, και όταν μούλεγε να κάνω κάτι, το οποίο έβλεπα ότι ήταν λάθος και θα χρειαζόταν μετά να διορθώνουμε και να βάζουμε μπαλώματα, αν τολμούσα να του πω κάτι, φώναζε:
-Ακόμη δεν το έμαθες; Εσύ μόνο δύο λέξεις θα λες, ''ευλόγησον'' και ''νάναι ευλογημένο''''. Σιωπούσα. Γινόταν στραβά. Κάναμε παράθυρα για την Εκκλησία με μπαλώματα. Αν ρωτούσαν οι πατέρες, εγώ σιωπούσα αυτός ήταν και στην σύναξη, και αν ήθελε μπορούσε να ομολογήσει την αλήθεια. Διαφορετικά έβαζα καμιά δραχμή στην άκρη (δηλαδή αποταμίευα μισθό πνευματικό).
Έκανα αιμοπτύσεις και φώναζε:
-Τι κάνεις εκεί; Δούλευε. Εσύ έτσι θα πεθάνεις. Όταν χειροτέρεψε η κατάσταση, είπε ο γιατρός να μείνω οπωσδήποτε δυο μήνες στο Νοσοκομείο της Μονής. Ήρθε εκεί με φωνές: -Γρήγορα να 'ρθεις κάτω, δεν έχεις τίποτε. Έκανα υπακοή και ξεκίνησα να πάω στο βουνό, για να κόψουμε καστανιές, να τις τετραγωνίσουμε.
Πήρα ένα απόμερο μονοπάτι. Δεν πήγα από τον δρόμο, για να μη με δουν οι πατέρες και εκτεθεί ο γέρο-Ί. Στον δρόμο άνοιξαν οι αρτηρίες και ξέσπασε αιμορραγία, γι' αυτό αναγκάστηκα να επιστρέψω. Μετά ήρθε στο Νοσοκομείο και με ρώτησε αυστηρά:
-Γιατί δεν ήρθες;
Δεν έκανα κανένα λογισμό γα τον αδελφό. Σκεφτόμουν ότι ο Θεός τα επιτρέπει από αγάπη, για να ξεπληρώσω καμιά αμαρτία. Όταν ήμουν στον κόσμο, ο Θεός μούχε δώσει ένα χάρισμα, να γίνω καλός μαραγκός.
Δεν έκανα κανένα λογισμό γα τον αδελφό. Σκεφτόμουν ότι ο Θεός τα επιτρέπει από αγάπη, για να ξεπληρώσω καμιά αμαρτία. Όταν ήμουν στον κόσμο, ο Θεός μούχε δώσει ένα χάρισμα, να γίνω καλός μαραγκός.
Έρχονταν σε μένα οι άνθρωποι, και χωρίς να το επιδιώκω, γινόμουν αίτιος να παίρνω τη δουλειά από τους άλλους. Όλοι έτρεχαν σε μένα και οι οικογενειάρχες έμεναν χωρίς δουλειά. Για να αποφύγω, τους έλεγα.
-Θ' αργήσω, έχω πολλές παραγγελίες, κ.α., αλλά αυτοί δεν έφευγαν.
-Θα περιμένουμε, έλεγαν. Έτσι τώρα ξεπληρώνω αμαρτίες. Τελικά, επειδή τόσο ωφελήθηκα από αυτόν τον αδελφό, τον οικονόμησε ο καλός Θεός. Δεν έβλεπε καθόλου, ταπεινώθηκε σε όλους και σώθηκε. Με έκανε να φτύσω αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο.
Οι άγιοι Πατέρες έκριναν την υπακοή ως ομολογία. Αλλά για τον π.Αβέρκιο η υπακοή ήταν μαρτυρική, αιματηρή. Και μάλιστα όχι στον Ηγούμενο, αλλά σε έναν παλαιότερο μοναχό. Τα υπέμεινε όλα με χαρά και υπομονή.
Όταν οι προϊστάμενοι έβλεπαν τα παράθυρα λειψά και του έκαναν παρατηρήσεις, δεν εδικαιολογείτο λέγοντας ότι έτσι του είπε ο γερο-Ί., αλλά σιωπούσε και υπέμενε τις άδικες κατηγορίες σαν να έφταιγε. Έπειτα αποκάλυψε ο καλό Θεός την αλήθεια και κατάλαβαν οι προϊστάμενοι τι συνέβαινε και θαύμασαν την αρετή του αρχαρίου.
Στο Νοσοκομείο ο καλός νοσοκόμος, για να τον δυναμώσει λίγο, του έδινε να τρώει καρύδια με μέλι. Εκεί ο π.Αβέρκιος στεναχωριόταν που ήταν στο κρεββάτι και δεν μπορούσε να βοηθήσει «τους κοπιώντας πατέρας και αδελφούς». Ο νοσοκόμος του είπε:
Οι άγιοι Πατέρες έκριναν την υπακοή ως ομολογία. Αλλά για τον π.Αβέρκιο η υπακοή ήταν μαρτυρική, αιματηρή. Και μάλιστα όχι στον Ηγούμενο, αλλά σε έναν παλαιότερο μοναχό. Τα υπέμεινε όλα με χαρά και υπομονή.
Όταν οι προϊστάμενοι έβλεπαν τα παράθυρα λειψά και του έκαναν παρατηρήσεις, δεν εδικαιολογείτο λέγοντας ότι έτσι του είπε ο γερο-Ί., αλλά σιωπούσε και υπέμενε τις άδικες κατηγορίες σαν να έφταιγε. Έπειτα αποκάλυψε ο καλό Θεός την αλήθεια και κατάλαβαν οι προϊστάμενοι τι συνέβαινε και θαύμασαν την αρετή του αρχαρίου.
Στο Νοσοκομείο ο καλός νοσοκόμος, για να τον δυναμώσει λίγο, του έδινε να τρώει καρύδια με μέλι. Εκεί ο π.Αβέρκιος στεναχωριόταν που ήταν στο κρεββάτι και δεν μπορούσε να βοηθήσει «τους κοπιώντας πατέρας και αδελφούς». Ο νοσοκόμος του είπε:
-Εάν κάνεις κομποσχοίνι, αυτό αξίζει περισσότερο. Ο Θεός θα δώσει δύναμη στους πατέρες και θα στείλει και ευλογίες στο Μοναστήρι». Έτσι με φιλότιμο κοπίαζε προσευχόμενος για όλους τους αδελφούς.
Όταν κάπως ανέρρωσε, του έδωσε ευλογία ο Ηγούμενος να έχει ένα μπρίκι στο Κελλί του να πίνει κανένα ζεστό ρόφημα, για να συνέλθει. Αναζητώντας καμινέτο στους πατέρες συγκινήθηκε πολύ, που δεν βρήκε σε κανέναν.
Όταν κάπως ανέρρωσε, του έδωσε ευλογία ο Ηγούμενος να έχει ένα μπρίκι στο Κελλί του να πίνει κανένα ζεστό ρόφημα, για να συνέλθει. Αναζητώντας καμινέτο στους πατέρες συγκινήθηκε πολύ, που δεν βρήκε σε κανέναν.
Αφού με δυσκολία εξοικονόμησε και έκανε μια-δυο φορές ζεστό στο Κελλί του, ύστερα τον πείραξε ο λογισμός του. Πέταξε το μπρίκι, που ήταν ένα κονσερβοκούτι, από το παράθυρο στην θάλασσα και ανέθεσε την υγεία και ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό.