Στο βιβλίο «Τα Μυστικά Αρχεία του Κίσιντζερ-Η Απόφαση για τη Διχοτόμηση» των δημοσιογράφων Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Βενιζέλου (Εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ-Λιβάνης) περιγράφονται οι σχεδιασμοί του υπουργού Εξωτερικών εναντίον της Κύπρου, και αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας, πλέον, αυτό που πίστευαν όλοι οι Ελληνες από το 1974: ότι το έγκλημα εναντίον του νησιού σχεδιάστηκε στην Ουάσιγκτον και υλοποιήθηκε από τη CΙΑ με τη βοήθεια του αόρατου δικτάτορα, Δημήτριου Ιωαννίδη. Η Ημερησία δημοσιεύει σήμερα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Η τετραετία, από την απόπειρα εναντίον του Μακάριου και τη δολοφονία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, μέχρι το πραξικόπημα και την εισβολή, ήταν βαμμένη με αίμα. Ο εμφύλιος ήταν στο αποκορύφωμά του. Και η Κύπρος βρισκόταν συχνά στο μάτι του κυκλώνα. Ενας Αμερικανός αξιωματούχος, που απέδειξε με τις πράξεις τους ότι αγάπησε γνήσια την Κύπρο, παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από το γραφείο του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ηταν ο Τόμας Μπόγιατ, διευθυντής του «Γραφείου Κύπρου» από τις αρχές του 1972, μια πραγματικά κρίσιμη εποχή για το νησί. Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, είχε σχεδιαστεί το πρώτο πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου, που απέτρεψε ο ίδιος ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον, αμέσως μετά την ενημέρωση που έτυχε από τον Αμερικανό πρέσβη, Ντέιβιντ Πόπερ. Προηγουμένως, και για τρία χρόνια, από το 1967 μέχρι το 1970, ο Μπόγιατ είχε υπηρετήσει στην αμερικανική πρεσβεία της Λευκωσίας ως πολιτικός σύμβουλος. Μετά την επιστροφή του στην Ουάσιγκτον, δεν έπαψε να ενδιαφέρεται και να ανησυχεί.
Ο αριστοκράτης πράκτορας
Την ίδια εποχή, δρούσε στη κυπριακή πρωτεύουσα, ο Ερικ Νεφ, σταθμάρχης της CΙΑ στη Μέση Ανατολή. Είχε έδρα τη Λευκωσία, αλλά ταξίδευε πολύ συχνά σε χώρες της περιοχής. Συνήθιζε να περνά τα βράδια του στο μπαρ του ξενοδοχείου «Χίλτον». Ο Μπόγιατ, ήταν ένας κλασικός διπλωμάτης, που τον χαρακτήριζε η σοβαρότητα. Πάνω απ’ όλα, ήταν ένας διπλωμάτης με αισθήματα. Ο Νεφ, από την άλλη πλευρά, ήταν γεννημένος προβοκάτορας, ήταν είρωνας, και είχε αρρωστημένο πάθος για το κουτσομπολιό, που ανέδειξε σε επιστήμη. Ενδιαφερόταν για τα εσωτερικά πολιτικά πράγματα του νησιού και είχε τον τρόπο να πληροφορείται ακόμα και «το χρώμα του παπλώματος που χρησιμοποιούσε για να σκεπαστεί ο Μακάριος», όπως έγραψε σε μια αναφορά του. Μισούσε τους κομουνιστές και πίστευε ότι ο Αρχιεπίσκοπος εργαζόταν για τους Σοβιετικούς. Διέμενε σε σπίτι Ελληνοκύπριου γιατρού στη Λευκωσία, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε από άγνωστη αιτία. Μετά το επεισόδιο αυτό, μετακόμισε στο κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας.
Την ίδια εποχή, δρούσε στη κυπριακή πρωτεύουσα, ο Ερικ Νεφ, σταθμάρχης της CΙΑ στη Μέση Ανατολή. Είχε έδρα τη Λευκωσία, αλλά ταξίδευε πολύ συχνά σε χώρες της περιοχής. Συνήθιζε να περνά τα βράδια του στο μπαρ του ξενοδοχείου «Χίλτον». Ο Μπόγιατ, ήταν ένας κλασικός διπλωμάτης, που τον χαρακτήριζε η σοβαρότητα. Πάνω απ’ όλα, ήταν ένας διπλωμάτης με αισθήματα. Ο Νεφ, από την άλλη πλευρά, ήταν γεννημένος προβοκάτορας, ήταν είρωνας, και είχε αρρωστημένο πάθος για το κουτσομπολιό, που ανέδειξε σε επιστήμη. Ενδιαφερόταν για τα εσωτερικά πολιτικά πράγματα του νησιού και είχε τον τρόπο να πληροφορείται ακόμα και «το χρώμα του παπλώματος που χρησιμοποιούσε για να σκεπαστεί ο Μακάριος», όπως έγραψε σε μια αναφορά του. Μισούσε τους κομουνιστές και πίστευε ότι ο Αρχιεπίσκοπος εργαζόταν για τους Σοβιετικούς. Διέμενε σε σπίτι Ελληνοκύπριου γιατρού στη Λευκωσία, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε από άγνωστη αιτία. Μετά το επεισόδιο αυτό, μετακόμισε στο κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας.
Ο περιβόητος αριστοκράτης κατάσκοπος, όπως αυτοχαρακτηριζόταν, εξεδιώχθη κατόπιν παράκλησης του Μακαρίου προς τον Αμερικανό φίλο του, Τέιλορ Μπέλτσερ, που διετέλεσε πρέσβης στη Λευκωσία τα πρώτα δύσκολα χρόνια της νεογέννητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Μπέλτσερ έπεισε τους προϊσταμένους του Νεφ, ότι με τη δράση του προκαλεί ζημία στα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Κύπρο.
Στο προσωπικό ημερολόγιο της Νίτσας Χριστοδούλου, ιδιαιτέρας του Μακάριου, και με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Αρχιεπισκόπου, τον Μάρτιο του 1970, γίνεται αναφορά και στον Νεφ. Η κ. Χριστοδούλου τον εμπλέκει με τους παραλίγο δολοφόνους του Μακάριου και τον Ελληνα συνταγματάρχη των καταδρομών, Δημήτρη Παπαποστόλου, που ήταν ο εγκέφαλος της απόπειρας δολοφονίας.
Στις 5 Ιουνίου 1970, σημειώνονται στο ημερολόγιο, καθ’ υπαγόρευση του Μακαρίου, ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής: («Μακάριος Ενα προσωπικό ημερολόγιο») «Κατ’ άλλας πληροφορίας που είχε ο Μακάριος, ο Νεφ της Αμερικανικής Υπηρεσιας Πληροφοριών διαθέτει δυσμενώς κατά του Μ. τα πνεύματα. Ο Μ. ανέφερε τούτο εις τον πρώην πρέσβυν της Αμερικής στην Κύπρο Τ. Μπέλτσερ, ο οποίος έδειξε έκπληξιν και ανέλαβε να του κάμει παρατήρησιν. Μέλη της πρεσβείας στην Κύπρο ειδοποιήθησαν να είναι έτοιμα ανά πάσαν στιγμήν δι’ αναχώρησιν. Συμπέρασμα: Η Αμερική οπωσδήποτε αναμεμειγμένη. Ο αγών πολυμέτωπος».
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο Νεφ, που είχε ξεκάθαρες ιδέες για την Κύπρο και υποστήριζε τη διχοτόμησή της και την ένταξη της στο ΝΑΤΟ, εκδικήθηκε αυτούς που τον κυνήγησαν από τη Λευκωσία. Σήμερα ζει στην Ουάσιγκτον. Δεν έχει μιλήσει ποτέ μέχρι τώρα για τη δράση του στο νησί, ούτε για τις σχέσεις του με τον Ιωαννίδη και την πολιτική πτέρυγα της ΕΟΚΑ Β. Από το 1974 και μετά, οι διπλωμάτες που τον γνώριζαν, τον θεωρούσαν «εξαφανισμένο». Είχε αποσυρθεί από τα «ελληνικά πράγματα» και σιγά-σιγά συνταξιοδοτήθηκε από τη CΙΑ. Ουδείς γνωρίζει πού υπηρέτησε μετά τη φυγή του από την Κύπρο. Οι μόνοι γνωστοί σταθμοί της πολυτάραχης καριέρας του, όπου και … «διέπρεψε», ήταν η Καμπούλ μέχρι το 1967 και αργότερα η Λευκωσία. Πιστεύεται ότι υπηρέτησε αρκετά χρόνια και στη Σαϊγκόν. Στην προσπάθεια μας να του δώσουμε την ευκαιρία να αμυνθεί στις κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του, και τον θέλουν σχεδιαστή του πραξικοπήματος με τον Ελληνο-αμερικανό Πίτερ Κορομηλά, επικοινωνήσαμε μαζί του. Ο Αμερικανός πράκτορας, με ευγένεια μας ανακοίνωσε ότι η απόφασή του να μην τοποθετηθεί, όχι μόνο δεν έχει αλλάξει, αλλά είναι πλέον οριστική.
Ο ρόλος του Τόμας Μπόγιατ
Σε αντίθεση με τον σταθμάρχη της CΙΑ, ο Μπόγιατ, είχε αρχές, και πίστευε στη Δημοκρατία. Αρχισε την καριέρα του από τη λάβα της Χιλής. Το 1972, βρέθηκε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σε μια περίοδο συγκρούσεων και προστριβών μεταξύ αυτών που αρέσκονταν να αποκαλούνται «ηθικοί» και όσων μετακόμισαν μαζί με τον Χένρι Κίσιγκερ από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου. Ηταν οι «πραγματιστές», που καθοδηγούνταν σ’ όλες τους τις κινήσεις από το στρατηγικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών και δεν είχαν πρόβλημα να παραδεχθούν ότι δεν υπάρχει ηθική στη πολιτική.
Σε αντίθεση με τον σταθμάρχη της CΙΑ, ο Μπόγιατ, είχε αρχές, και πίστευε στη Δημοκρατία. Αρχισε την καριέρα του από τη λάβα της Χιλής. Το 1972, βρέθηκε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σε μια περίοδο συγκρούσεων και προστριβών μεταξύ αυτών που αρέσκονταν να αποκαλούνται «ηθικοί» και όσων μετακόμισαν μαζί με τον Χένρι Κίσιγκερ από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου. Ηταν οι «πραγματιστές», που καθοδηγούνταν σ’ όλες τους τις κινήσεις από το στρατηγικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών και δεν είχαν πρόβλημα να παραδεχθούν ότι δεν υπάρχει ηθική στη πολιτική.
Ο Μπόγιατ πίστευε πάντα ότι η εξωτερική πολιτική, την οποία προσδιόριζε ο Κίσιγκερ, «υπέφερε από έλλειψη ηθικής». Μετά την τραγωδία, και χρησιμοποιώντας μια δήλωση του υπουργού των Εξωτερικών -ήταν μία απάντηση σε ερώτηση που αφορούσε την ηθική της εξωτερικής πολιτικής- ο Μπογιατ είχε δηλώσει: «Ο υπουργός είπε ότι «ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα ανεχθεί για πολύ καιρό μια εξωτερική πολιτική που ξεφεύγει από κάθε ηθικό παράγοντα». Και νομίζω, τόνισε ο Μπόγιατ, ότι ο υπουργός έχει απόλυτο δίκιο. Θα έλεγα ότι η Κύπρος, κατά τη γνώμη μου, είναι μια πολύ καλή ευκαιρία, για να επαναφέρουμε αυτή τη διάσταση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική».
Ο Μπόγιατ, συνταξιούχος διπλωμάτης σήμερα, περνά αρκετές ώρες στο κτίριο που στεγάζει τον σύλλογο των συνταξιούχων πρέσβεων, δύο τετράγωνα από τον Λευκό Οίκο. Δεν πρόδωσε ποτέ τις αρχές του, και φροντίζει, πάντα με προσοχή, να ξεχωρίζει τη δική του θητεία και την εργασία των συναδέλφων του από τα πέτρινα χρόνια της «αυτοκρατορίας» του Κίσιγκερ στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία, οι πράκτορες της CΙΑ ονομάστηκαν επίσημα διπλωμάτες, και ασκούσαν εξωτερική πολιτική. Δεν έκρυψε ποτέ την αντιπάθειά του για τον τότε υπουργό των Εξωτερικών, αλλά επιμένει να αφήνει ανοικτό το παράθυρο της «αθωότητάς» του για την τραγωδία της Κύπρου. «Ηταν αλλάζων, ήταν υπερόπτης και δεν δεχόταν συμβουλές», λέει τώρα ο διευθυντής του «Γραφείου Κύπρου». Αλλά, όσο προχωρεί τον συλλογισμό του, τόσο περισσότερο επιβεβαιώνει τους φόβους του συνομιλητή του: «Είναι γεγονός ότι δεν συμπαθούσε καθόλου τον Μακάριο», δηλώνει ο Μπόγιατ. (Συνέντευξη του πρέσβη Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς).
Στους διπλωματικούς υπαλλήλους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Κίσιγκερ, αντιπροσώπευε τον φόβο και τον τρόμο. Οχι τόσο για τον Μπόγιατ, αν και δεν αποκάλυψε ποτέ το αρχικό σημείωμά του, με το οποίο προειδοποιούσε όχι μόνο για το πραξικόπημα και για την εισβολή που ακολούθησε, αλλά και για τον (πιθανό) ελληνοτουρκικό πόλεμο (που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή), όπως και για τον κίνδυνο να μπει «σφήνα» στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ η Σοβιετική Ενωση, αν και οι ηγέτες της είχαν υποσχεθεί στον Κίσιγκερ ότι δεν θα εκμεταλλευθούν τη «μεγάλη ευκαιρία», όπως χαρακτήρισε ο Αντρέι Γκρομίκο τη κρίση του Ιουλίου, σε συνομιλία του με τον Αμερικανό ομόλογό του. Είκοσι επτά χρόνια μετά το πραξικόπημα, αυτό καθ’ αυτό το πολυσέλιδο μνημόνιο του Μπόγιατ, που εστάλη στο γραφείο του Κίσιγκερ τον Μάιο του 1974, παραμένει απόρρητο, όπως και ένα σημαντικό έγγραφο του Τζόζεφ Σίσκο -το έστειλε στον Κίσιγκερ τη δεύτερη εβδομάδα Μαΐου.
Ο Σίσκο άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά στη Λευκωσία, λόγω της επιμονής του Μπόγιατ να μεταφερθεί στον Ιωαννίδη, η αμερικανική άρνηση στο πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ.
Ο Μπόγιατ γνώριζε ότι τις αποφάσεις λάμβανε ένα μόνο κέντρο, αυτό που έλεγχε ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο οποίος -για τον διευθυντή του «Γραφείου Κύπρου»- ήταν «παρανοϊκός και άκρως επικίνδυνος». (Προσωπικό σημείωμα του Τόμας Μπόγιατ στον Τζόζεφ Σίσκο). Συζητώντας με τους συναδέλφους του στο «Γραφείο Νότιας Ευρώπης», ο Μπόγιατ υπογράμμιζε, και είχε αποδείξεις για να στηρίξει τη θέση του, ότι η στρατιωτική χούντα, η αόρατη ελληνική κυβέρνηση, όπως τη χαρακτήριζε, έδωσε οδηγίες στους Ελληνες αξιωματικούς, που υπηρετούσαν στην Κύπρο, να ανατρέψουν τον Μακάριο σε συνεργασία με φιλοχουντικά στελέχη της ΕΟΚΑ Β και να υποστηρίξουν δήθεν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Σ’ ένα σημείωμά του, ο Αμερικανός αξιωματούχος υποστήριζε ακόμα ότι η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να δίνει καμία σημασία στις ανακοινώσεις του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, τις οποίες θεωρούσε παραπλανητικές.
Η ειρωνεία είναι ότι τις ίδιες μέρες που ο Ιωαννίδης ηγείτο της συνωμοσίας εναντίον του Μακάριου, με εντολή του, το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι υποστήριζε «τις διακοινοτικές συνομιλίες, την ειρηνική επίλυση του Κυπριακού σε συνεργασία με τη Λευκωσία και την Αγκυρα και βέβαια αντίθετο στη βία (που εκπορευόταν από την ΕΟΚΑ Β) και την αντιβία (του Εφεδρικού Σώματος που είχε συγκροτήσει ο Μακάριος για να αντιμετωπίσει την ΕΟΚΑ Β)»…