Φώτιος Κ. Μπέλλος Αξ-κός Αστυνομίας ε.α.
Μπορεί να τον εξαφάνισαν από τα σχολικά βιβλία και τα παιδιά μας να μη μπορούν να ξεχωρίσουν τον «Πανηγυρικό» του ρήτορος από το πανηγύρι τον χωριού τους, αλλά οι ίδιοι δεν διστάζουν να παρερμηνεύουν τα κείμενά του.
Διέπραξαν όμως ένα θανάσιμο γι’ αυτούς σφάλμα. Βιάστηκαν. Διότι υπάρχουν ακόμη, και ευτυχώς, Έλληνες που ….
γνωρίζουν την γλώσσα των προγόνων τους και ξεγυμνώνουν ανελέητα τους διαστροφείς της αλήθειας, όπως θα φανή πιο κάτω από τα κείμενα που έφθασαν μέχρι στιγμής.
…Επιτρέψατέ μου να παρατηρήσω ότι η γνωστή ρήσις του Ισοκράτους… από το εδάφιον 50 του «Πανηγυρικού» δεν είναι όπως την απαγγέλλουν – επικαλούνται. Πουθενά δεν αναφέρει ό Ισοκράτης (ούτε άλλος ΄Ελλην συγγραφεύς) ότι «Έλληνες εισί οι μετέχοντες της ελληνικής Παιδείας». Η ρήσις αυτή, την οποίαν κατά κόρον εξεμεταλλεύθησαν τα ΜΜΕ, είναι χαλκευμένη παράφρασις, παρερμηνεία, διαστρέβλωσις του ως άνω αναφερομένου εδαφίου, το οποίον στην πραγματικότητα διατυπώνει, σαφώς, τελείως αντίθετη έννοια.
Ο Ισοκράτης πλέκων το εγκώμιον της πνευματικής αίγλης τών Αθηνών, γράψει επί λέξει:
«…τοσούτον δ’ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί τό φρονείν και λέγειν τούς άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».
Το ρήμα «πεποίηκε» και το απαρέμφατον «δοκείν», τα οποία χρησιμοποιεί ο Ισοκράτης, δεν έχουν τεθή τυχαίως. Όπως παρατηρεί και ο σχολιογράφος των Κωδίκων, ο Ισοκράτης πάντοτε «σαφεί τη λέξει κέχρηται» (vita 1.10). Σημειωτέον δε, ότι συμπλήρωνε και τελειοποιούσε τον «Πανηγυρικό» περισσότερο από 10 έτη, προκειμένου να τον απαγγείλη κατά την εκατοστήν Ολυμπιάδα – το 380 π.χ. (όπου, ως γνωστόν συμμετείχαν μόνον Έλληνες).
Το ρήμα ποιώ σημαίνει κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργώ. Το Μέσον ποιούμαι = υπολαμβάνω, νομίζω. «συμφοράν ποιούμαι = θεωρώ ως συμφοράν (ανάλογες σημερινές εκφράσεις: «πεποιημένη συμπεριφορά», «κατασκευασμένη υπόθεσις», φτιαχτό ζήτημα»).
Το δε δοκώ σημαίνει υποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι; δοκεί=φαίνεται, εν αντιθέσει προς την πραγματικότητα. « Τα δοκούντα -μόνον- τω δοκούντι είναι αληθή» τονίζει ό Πλάτων εις τον διάλογον «Θεαίτητος» (158 Ε).
Ο Ισοκράτης λοιπόν απλώς διαπιστώνει:
«Η πόλις μας (δηλ. αι Αθήναι, η Ελλάς Ελλάδος κατά τον Θουκυδίδη) τόσο έχει αφήσει πίσω της («απολέλοιπε», «ξεπέρασε») ως προς την φρόνησιν και τον λόγον τους άλλους ανθρώπους, ώστε οι μαθηταί, αυτής έγιναν διδάσκαλοι άλλων και το όνομα των Ελλήνων πεποίηκε (=έδημιούργησε την πεποιημένην, πλαστήν έντύπωσιν) δοκείν είναι (=να φαίνεται ότι είναι -χωρίς όμως να είναι) χαρακτηριστικόν όχι πια του γένους αλλά της διανοίας και να αποκαλούνται Έλληνες (δεν τους αποκαλούμε εμείς) μάλλον οι μετέχοντες της ημετέρας εκ-παιδεύσεως παρά (οι μετέχοντες) της κοινής φύσεως (=γεννήσεως, καταγωγής).
Δηλαδή, κάτι παρόμοιο με αυτό που γίνεται σήμερα με τους καθηγητάς ξένων γλωσσών. Οι μαθηταί λένε: «η γαλλίδα», «η γερμανίδα», «ο άγγλος» κ.ο.κ. εννοώντας τους -Έλληνας- καθηγητάς, οι όποιοι διδάσκουν αυτές τις γλώσσες.
Γι’ αυτό ακριβώς η ελληνική γλώσσα ετακτοποίησε το αναφυέν πρόβλημα, καθορίζοντας ως «Ελληνίζοντας» (και όχι «Έλληνας») τους ξένους τούς διδάσκοντας Ελληνικά. Έτσι έχουμε τους «Ελληνίζοντας» Ιουδαίους, δηλαδή τους ομιλούντας την Ελληνικήν, και γενικώς τους συγγραφείς, οι οποίοι εις τα κράτη της Ανατολής, αλλά και της Δύσεως, ομιλούσαν, έγραφαν και εδίδασκαν τα Ελληνικά.
«Ελληνιστής», μέχρι σήμερα είναι ο Ελληνόγλωσσος αλλοδαπός, ο καθηγητής των Ελληνικών. Λ.χ. «η Γαλλίδα Ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγύ», «ο Ισπανός Ελληνιστής Φεδερίκο Σαγρέδο» κ.ο.κ.
Και για να μην υπάρξη τυχόν παρεξήγησις γύρω από την λέξι «μαθηταί» (οι ταύτης μαθηταί γεγόνασι διδάσκαλοι των άλλων) διευκρινίζουμε ότι οι μαθηταί που συνέρρεαν στις Σχολές των Αθηνών δεν ήσαν μόνον Έλληνες, αλλά και ξένοι από Ανατολή και Δύσι. Αυτοί, γυρίζοντας στις πατρίδες τους, έδίδασκαν Ελληνικά ώς «Έλληνες διδάσκαλοι» και μετέπειτα «Ελληνοδιδάσκαλοι». Αξίζει δε να αναφερθή η πληροφορία, την οποίαν παρέχει ό βιογράφος -σχολιογράφος του Ισοκράτους (vita 1.21. T.L.G. Scholia in Isocratem):
Ο Ισοκράτης «ελάμβανε χρήματα πάμπολλα υπέρ της διδασκαλίας παρά μεν των πολιτών ουδέν, ώσπερ γέρας (ωσάν δώρον τιμής) τούτο κατατιθέμενος, και τροφεία καταβάλλων τη πατρίδι,. παρά δε των ξένων, χιλίας δραχμάς. Πλούσιος δε γενόμενος, εμερίσατο τον πλούτον εις την πόλιν».
Είναι θεμιτόν και σεβαστόν να έχη ο καθείς τας απόψεις του και να διατυπώνη την γνώμην του ευθαρσώς. Είναι, όμως αθέμιτον (ου θεμιτόν) να παραχωρούνται και να αλλοιώνονται τα αρχαία μας Κείμενα.
Ως προς το ποιος δικαιούται να σηκώση την Ελληνική Σημαία, «απλά έστι της αληθείας έπη» και δεν χρειάζεται εκτενής ανάλυσις, παραφιλολογία, λόγια άνευ λόγου.
Την Ελληνική Σημαία δικαιούται να την σηκώση αυτός που οι πρόγονοί του την έχουν ποτίσει με το αίμα τους.
Όσοι «είχαν παππού από δρυ κι από οργισμένον άνεμο,
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα με πικραμένα μάτια.
μάνα που έχει σφάξει με τα χέρια της
ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
χορεύοντας έχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου»
(Όδ. Έλύτης)
Την σημαία την σηκώνουν οι απόγονοι αυτών πού πολέμησαν (τους εκ του εδάφους της Αλβανίας εισβαλόντας ’Ιταλούς) και «χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν καί την φωτιά βαστούσαν».
Την Σημαία την σηκώνει αυτός που είναι έτοιμος και πρόθυμος να χύση με την σειρά του το αίμα του για χάρι της. «Ορκίζομαι να υπερασπίζω με πίστιν καί αφοσίωσιν μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, τας Σημαίας. Να μη τας εγκαταλείπω, μηδέ να αποχωρίζομαι πότε απ’ αυτών» (Εκ του συγχρόνου Στρατ. Όρκου).
«Και ιερά τα πάτρια τιμήσω» (Εκ του Όρκου των Αθηναίων οπλιτών).
Το αλίευσα ΕΔΩ