Ο μεταμοντέρνοι εκπρόσωποι του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού, αντιστρέφοντας και ουσιαστικά διαστρεβλώνοντας το γνωστό σολωμικό αφορισμό (εθνικό για τους Έλληνες πρέπει να είναι το αληθές), θεωρούν ότι αληθές για τους Έλληνες πρέπει οπωσδήποτε να είναι το αντεθνικό και γι’ αυτό επιδίδονται με ιερό ζήλο στην αποδόμηση της έννοιας του ελληνικού έθνους και την εκμηδένιση της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Μεταξύ άλλων, πασχίζουν να μας πείσουν πως οι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, λόγω του βίαιου εκχριστιανισμού και του συστηματικού αφελληνισμού τους, είχαν χάσει τελείως την ελληνική συνείδησή τους, δεν είχαν καμιά σχέση με την Αρχαία Ελλάδα και θεωρούσαν τους εαυτούς τους απλώς και μόνο χριστιανούς υπηκόους της Aνατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Απάντηση στις ανιστόρητες αυτές θέσεις θα μπορούσε να αποτελέσει το ακόλουθο διάγραμμα, που απεικονίζει πρόχειρα και σχηματικά την αφύπνιση της ελληνικής εθνικής συνείδησης στους Βυζαντινούς χρόνους. Χωρίς αμφιβολία, το μόνο που πετυχαίνει μέχρι στιγμής ο ενορχηστρωμένος εθνομηδενισμός είναι το ότι μας υποχρεώνει κάθε φορά να επισημαίνουμε τα αυτονόητα…
Το 146 π.Χ. η Ελλάδα υποτάχτηκε στους Ρωμαίους, αλλά ο πολιτιστικός, τουλάχιστον, βίος της δε σταμάτησε μετά το γεγονός αυτό. Αντίθετα, η Ελλάδα κατέκτησε πολιτιστικά τον άγριο κατακτητή σύμφωνα με τη μαρτυρία του μεγάλου Λατίνου ποιητή Οράτιου και γνώρισε περιόδους πολιτιστικής ανάκαμψης λόγω και της ευνοϊκής στάσης που τήρησαν απέναντί της ορισμένοι φιλέλληνες Ρωμαίοι και πρωτίστως ο αυτοκράτορας Αδριανός. Το 212 μ.Χ. οι Έλληνες γίνονται Ρωμαίοι πολίτες χάρη στην Constitutio Antoniniana (γνωστή και ως διάταγμα του Καρακάλα), που απένειμε αυτό το δικαίωμα σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως της εθνολογικής προέλευσής τους. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες θα λάβουν, όπως και εκείνοι, την προσωνυμία «Ρωμαίοι». Επιπλέον, ο αναγκαστικός εκχριστιανισμός των Ελλήνων, τον οποίο επέβαλε η κεντρική εξουσία από τον 4. ως και τον 6. μ.Χ. αιώνα (είχε ήδη συντελεστεί το 330 μ.Χ. η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στο Βυζάντιο, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), θα αφαιρέσει από την ονομασία «Έλλην» την πολιτιστική και την εθνική της υποδήλωση και θα την ταυτίσει με την ιδιότητα του μη χριστιανού, του «ειδωλολάτρη». Είναι χαρακτηριστικό το ότι ακόμη και ένας μη ελληνόφωνος Σύρος, εφόσον δεν ήταν χριστιανός, ονομαζόταν από τα συναξάρια «Έλλην»!
Παρ’ όλα αυτά, το πολιτιστικό και το εθνικό παρελθόν των Ελλήνων δεν είχε ξεχαστεί. Απόδειξη το ότι, με αφετηρία τον 6. μ.Χ. αιώνα, οι Έλληνες θα χρησιμοποιήσουν επιπροσθέτως την ονομασία «Γραικοί», σε μια προσπάθεια να υπογραμμίσουν την ιστορική τους προέλευση και να αντιδιασταλούν από τους υπόλοιπους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, στον ελλαδικό χώρο θα εισδύσουν και θα εγκατασταθούν διάφοροι ξένοι λαοί, που όμως δεν έφερναν συνήθως μαζί τους το σταθερό εκείνο στοιχείο της διατήρησης και της εδραίωσης ενός επείσακτου πολιτισμού, δηλαδή τη γυναίκα, και για το λόγο αυτό αφομοιώθηκαν με χαρακτηριστική ευκολία από τους γηγενείς Έλληνες, των οποίων άλλωστε το πολιτιστικό επίπεδο υπερείχε συντριπτικά. Εξάλλου, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε και στις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, όπου, βέβαια, βρισκόταν στο εσωτερικό μιας πανσπερμίας λαών. Ήταν όμως ευρύτατα διαδεδομένη και εκεί η ελληνική γλώσσα, που αποτελούσε τo φορέα μιας υπέρτερης κουλτούρας, το όργανο μεταλαμπάδευσης μιας τεράστιας πολιτιστικής παράδοσης και το μέσο πρόσβασης στον ανεξάντλητο θησαυρό της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο βαθμιαίος μάλιστα διαποτισμός των λαών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, που λειτουργούσε προς πάσα κατεύθυνση ως πηγή φωτός και ως πόλος έλξης, είχε ως αποτέλεσμα να διευρύνει το ελληνικό στοιχείο ακόμη περισσότερο την επικράτησή του και να αναδειχτεί τελικά κυρίαρχο.
Ωστόσο, η «ελληνικότητα» αυτή, ενώ θεμελιωνόταν σε μια πολιτιστική και, σε σημαντικό βαθμό, εθνολογική υποδομή και ενώ ως υπόγειο ρεύμα παραδόσεων, ιδεών, νοοτροπίας και κοσμοαντίληψης συνεχιζόταν περισσότερο ή λιγότερο αδιατάρακτη από την αρχαία εποχή ως τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους, δεν ισοδυναμούσε πάντοτε με μια διαμορφωμένη ελληνική συνείδηση. Ο μεσαιωνικός ελληνισμός δεν ήταν ο ίδιος με τον αρχαίο ελληνισμό -- και δε θα μπορούσε άλλωστε να είναι, αφού κατά τη διαδρομή των αιώνων ανακύπτουν πολλαπλές κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αλλαγές. Ωστόσο, ο μεσαιωνικός ελληνισμός, παρά το χριστιανικό χαρακτήρα του, δεν ήταν και κάτι το διαφορετικό από τον αρχαίο ελληνισμό ή, ακόμη περισσότερο, κάτι το ξένο προς αυτόν. Αντίθετα, επρόκειτο για «μια νέα φάση του ίδιου λαού» (Ν. Σβορώνος). Επομένως, η ελληνική συνείδηση κατά τη βυζαντινή περίοδο, έστω και αν βρισκόταν αρχικά σε μια «δυνάμει» κατάσταση, εξακολουθούσε να είναι κάτι το υπαρκτό Αυτό σημαίνει ότι συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις της τελικής διαμόρφωσης και της εμφάνισής της, αλλά δεν υπήρχαν ακόμη οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες που θα λειτουργούσαν ως οι απαραίτητοι «ιστορικοί καταλύτες». Όταν αυτό συνέβη, η εθνική συνείδηση των Ελλήνων αφυπνίσθηκε, ενεργοποιήθηκε και εξελίχθηκε σε μια εθνική συνείδηση με επίγνωση του εαυτού της.
Οι ιστορικοί αυτοί καταλύτες που εμφανίστηκαν πραγματικά –όχι, όμως, μονομιάς αλλά σταδιακά-- επενήργησσαν σε γενικές γραμμές ως εξής:
1. Η στέψη το Καρολομάγνου ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων (Χριστούγεννα του 800 μ.Χ.) και η συνακόλουθη μονοπώληση από το κράτος του της ρωμαϊκής οικουμενικότητας, που άφηνε κατά κάποιο τρόπο «εκτός Ρώμης» τους Βυζαντινούς Έλληνες, η αποψίλωση της αυτοκρατορίας από τους μη ελληνικούς λαούς με αποτέλεσμα τη συρρίκνωσή της σε περιοχές όπου υπερτερούσε συντριπτικά το ελληνικό στοιχείο και, τέλος, η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας, που από την εποχή του Ηρακλείου (7. μ.Χ. αιώνας) είχε καθιερωθεί ως η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, συνέβαλαν στο να εξελιχθεί τελικά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε «Ελληνική Αυτοκρατορία --ή (Μεσαιωνικό) Ελληνικό κράτος-- της χριστιανικής ανατολής».
2. Η αδιαφιλονίκητη επικράτηση και εδραίωση του Χριστιανισμού είχε ως αποτέλεσμα το όνομα «Έλλην» να μη θεωρείται πλέον ανταγωνιστικό ή και επικίνδυνο σε σχέση με την ιδιότητα του χριστιανού και, άρα, να αρχίσει ολοένα και περισσότερο να προσλαμβάνει ξανά την πολιτιστική, αρχικά, και αργότερα την εθνική σημασία του. Παράλληλα. θα παραμεριστεί βαθμιαία η ονομασία «Ρωμαίοι», που αποτελούσε πλέον λόγο κενό, και θα αντικατασταθεί σταδιακά από την ονομασία «Έλληνες», που απέδιδε εύστοχα την πολιτιστική και την εθνική ταυτότητα των φορέων της
3. Το τελικό σχίσμα μεταξύ των δύο εκκλησιών, της ανατολικής και της δυτικής (το 1054 μ.Χ. επί του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου), η οικονομική και η πολιτική διείσδυση του λατινικού στοιχείου προς ανατολάς, η οποία κορυφώθηκε βίαια με τις στρατιωτικές επιδρομές των Σταυροφόρων και κυρίως με την άλωση της «Βασιλεύουσας» (1204), καθώς και οι τρεις μεγάλες εκστρατείες των Νορμανδών, τον 11. και το 12. αιώνα, έστρεψαν τους Βυζαντινούς Έλληνες --με επικεφαλής την πνευματική ηγεσία και την αστική τάξη-- εναντίον της Δύσης και συνέβαλαν αποφασιστικά στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους.
4. Η «απενοχοποίηση» της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η οποία πολλούς αιώνες πριν από την άλωση του 1453 συγκέντρωνε ήδη το ερευνητικό ενδιαφέρον και το θαυμασμό των Βυζαντινών λογίων, αποτέλεσε διαδικασία πανηγυρικής επανασύνδεσης με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, του οποίου τα μεγάλα επιτεύγματα --η επιστήμη, η ιστοριογραφία, η ποίηση και η φιλοσοφία-- παρά τις αρνητικές υποδηλώσεις που τους είχε προσδώσει κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η ταύτιση της ελληνικότητας με την «ειδωλολατρία», εξακολουθούσαν ολοένα και περισσότερο να θεωρούνται ανεκτίμητο παιδευτικό αγαθό. Η διαδικασία της επανασύνδεσης αυτής θα συνεχιστεί αδιάκοπα και θα συνδυαστεί με την άνθηση της τέχνης, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία η αυτοκρατορία είχε πια παραδοθεί στη ραγδαία παρακμή και αποσύνθεσή της.
Αυτά όλα είχαν ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα κατά τον 11. και το 12., μια σαφής ελληνική εθνική συνείδηση, της οποίας όμως οι πρωταρχές ανάγονταν σε πολύ παλαιότερες χρονικές περιόδους, αφού υπήρξε καρπός μιας μακραίωνης διαδικασίας, και της οποίας η περαιτέρω εξέλιξη θα συνεχιστεί ακόμη για πολύ. Γράφει σχετικά ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος στο έργο του «Το Ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού» (εκδ. «Πόλις», 2004), το οποίο τίναξε κυριολεκτικά στον αέρα τα εθνοαποδομητικά φληναφήματα για το Βυζάντιο: «Η νέα τούτη πορεία του Ελληνισμού αρχίζει να διαγράφεται καθαρά από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα στάδια, ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ένας παλαιός λαός, με την προοδευτική του διαμόρφωση σε συντελεσμένο έθνος, ανανεώνεται και αποτελεί μια καινούργια ιστορική οντότητα, τον Νέο Ελληνισμό, δηλαδή το Ελληνικό έθνος». Ακόμη: «Το όνομα Έλλην αρχίζει και ξαναπαίρνει το διπλό πολιτιστικό και εθνολογικό του περιεχόμενο. Έλλην είναι όποιος μετέχει ελληνικής παιδείας και έχει ελληνική καταγωγή. Για άλλη μια φορά οι Βυζαντινοί λόγιοι χωρίζουν τον κόσμο σε Έλληνες και βαρβάρους». Και, τέλος: «Από το τελευταίο, λοιπόν, τέταρτο του 11ου αιώνα ως το 1204, ο Βυζαντινός αρχίζει να συνδέεται με το ιστορικό του παρελθόν και να ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τις λαϊκές ρίζες του πολιτισμού του. Αρχαία Ελληνική κληρονομιά και χριστιανική πίστη αρχίζουν να συμβιβάζονται στη συνείδησή του και να γίνονται τα συστατικά της στοιχεία».
Όσοι επικαλούνται το βίαιο εκχριστιανισμό και «αφελληνισμό» των Ελλήνων, στις αρχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με σκοπό να αμφισβητήσουν τη διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης χρησιμοποιούν ανεπίγνωστα ένα επιχείρημα, που σαν το αυτεπίστροφο όπλο («μπούμερανγκ») επανέρχεται, ακριβώς, εναντίον των θέσεων τις οποίες πασχίζουν να υποστηρίξουν και καταφέρνει εναντίον τους καίριο πλήγμα. Ο λόγος είναι απλός: αν, παρά τον αναγκαστικό εκχριστιανισμό του ελληνισμού, η συνείδηση ελληνικότητας επέζησε διαμέσου των αιώνων και, όταν ωρίμασαν οι ιστορικές συνθήκες, επανεμφανίστηκε ακμαία ως φυσικό επακόλουθο μακροχρόνιων διεργασιών (και όχι, βέβαια, όπως συνηθίζεται σήμερα, ως «εν ψυχρώ» μεθοδευμένο εγχείρημα για την εξυπηρέτηση ενός τυχοδιωκτικού αλυτρωτισμού, και μάλιστα υπό την αιγίδα και με τη χρηματοδότηση της Νέας Τάξης …), αυτό αποκτά ξεχωριστή σπουδαιότητα. Επιβεβαιώνει, ακριβώς, τη μοναδική αντοχή της ελληνικής συνείδησης στη φθορά του ιστορικού χρόνου και, κατά συνέπεια, την εκπληκτική ικανότητά της να επιβιώνει σε πείσμα των πολλαπλών περιπετειών και αντιξοοτήτων. Επιπλέον, καταδεικνύει περίτρανα τη διαχρονική εμβέλεια του ελληνικού πνεύματος.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ
Το αλίευσα ΕΔΩ http://neo.antibaro.gr/node/2985