Τον προηγούμενο μήνα, γράψαμε για την κατάληξη που είχε ο Ιουδαϊκός λαός που αρνήθηκε το Θεό του και καυχήθηκε γι’ αυτή του την άρνηση.
Αυτό το μήνα είναι η σειρά του εαυτού μας. Του δικού μας λαού. Του λαού που ξεκίνησε ψάχνοντας το Θεό, βρίσκοντάς Τον και αγαπώντας Τον. Του λαού που, στην συντριπτική πλειοψηφία του, συγκατατέθηκε στο να κάνει τη ζωή πάνω σ’ αυτή τη γη να μοιάσει –όσο γίνεται– με τη ζωή και την τάξη της Βασιλείας του Θεού. Γιατί αυτή τη ζωή αγάπησε, Αυτόν τον Θεό αναγνώρισε, αυτήν την δικαιοσύνη ζήτησε και αυτόν τον μοναδικό πολιτισμό δημιούργησε.
Όχι ότι δεν έκανε λάθη, όχι ότι δεν πολέμησε πολλές φορές τη δικαιοσύνη και τη ζωή που αρέσει στο Θεό που λάτρευε, όχι ότι δεν <χρεώθηκε> εγκλήματα και δεν καταπάτησε κάθε ανθρώπινο και Θείο νόμο. Όλες τις παραβάσεις τις έκανε και όλων των ειδών τις ενοχές συσσώρευσε. Και παλιοί και νέοι –υποτιθέμενοι– αντικειμενικοί ιστορικοί βρήκαν πολλά ψεγάδια να μας προσάψουν και πολλά εγκλήματα να μας κατηγορήσουν. Και έχουν δίκιο. Οι αμαρτίες μας, πολλές. Κι η μετάνοιά μας όμως, ανάλογη. Πάντα μετανοούσαμε και πάντα εξιλεωνόμαστε, έστω κι αν το τίμημα που πληρώναμε ήταν ακριβό. Κι επειδή ο Θεός μας είναι απερίγραπτα μακρόθυμος, μας έδινε κι άλλη ευκαιρία, και μετά κι άλλη και μετά κι άλλη...
Μέχρι που μπερδέψαμε κι εμείς –ακριβώς όπως οι Ιουδαίοι– τη μακροθυμία του Θεού με την αδυναμία και θεωρήσαμε ότι είχαμε εξασφαλισμένη την ατιμωρησία. Κάναμε το λάθος να βλέπουμε την κάθε αμαρτία μας σαν μια νομική παράβαση που συνεπάγεται μια τιμωρία, παίρνεις μια ποινή και μετά είναι σαν μην έχει γίνει τίποτα. Ξεχάσαμε ότι κάθε αμαρτία τρώει κι ένα κομμάτι από την ψυχή μας, μέχρι που να μην απομείνει πια τίποτα. Κι όταν, στη θέση της ψυχής μας, δεν μείνει τίποτα άλλο από ένα τεράστιο κενό, τότε αρχίζουμε να αγαπάμε τις αμαρτίες που μας έφαγαν την ψυχή κι έγιναν αυτές ψυχή μας και να παινευόμαστε γι’ αυτές.
Και τότε «η Πόλις εάλω». Και δεν ήταν η μόνη. Μαζί της εάλω και η ψυχή μας και ο χαρακτήρας μας και η δικαιοσύνη μας και ο πολιτισμός μας. Κι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Είμαστε περήφανοι για όλες τις αμαρτίες των προγόνων μας και καυχόμαστε γι’ αυτές σαν να ήταν αρετές. Κι αν είμαστε στη θέση τους θα κάναμε τα ίδια κι άλλα τόσα και θα το ευχαριστιόμαστε. Η καρδιά μας χαίρεται με τον κάθε αποστάτη και δικαιολογεί όλα τα αδικαιολόγητα, αλλά ντρέπεται να πει ένα καλό λόγο για τον πρώτο και μεγάλο άγιο που έδωσε το όνομά του στην Πόλη που έγινε το «καύχημα των κατοικούντων υπό την του ηλίου ανατολήν». Ντρεπόμαστε εμείς γι’ αυτόν που τη θεμελίωσε και την έχτισε από το τίποτα, αντί να ντρέπεται αυτός για μας που του τη χάσαμε. Την Πόλη του. Τη δική του Πόλη.
Δυστυχώς, ούτε οι τέσσερεις αιώνες του μαρτυρίου, ούτε οι δύο –περίπου– αιώνες της υποτιθέμενης ελευθερίας μας έχουν οδηγήσει στη μετάνοια. Μπορεί να θρηνούμε κάθε τέτοια εποχή αυτό που χάσαμε, εξακολουθούμε όμως να υψώνουμε το επηρμένο κεφάλι μας και να ζητούμε τα αίτια εκεί που δεν υπάρχουν. Ακριβώς όπως κάνουμε και στην προσωπική μας ζωή! Κι αν δεν ξυπνήσουμε έγκαιρα, αντί –όπως οραματιζόμαστε– να πάρουμε πίσω την Πόλη που χάσαμε, θα χάσουμε κι ό,τι μας έχει απομείνει. Και –το χειρότερο– θα χάσουμε και το τελευταίο κομματάκι της ψυχής μας.
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Μαΐου 2011
Τεύχος 107
ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ: Ευχαριστώ τον φίλο Ζ.Χ. για την αποστολή του θέματος της ανάρτησης.