Σωτήρης Μητραλέξης, στρατευμένος φιλόλογος
Ἡ Πάττυ τοῦ Μέγκα, «ἕνα χαζοχαρούμενο κορίτσι, τραβάει 30.000 μανάδες καὶ παιδιὰ στὸ Τάε Κβὸν Ντὸ Φαλήρου γιὰ νὰ τραγουδήσει πλέι μπάκ», παρατηρεῖ ὁ συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στὴν (διαυγοῦς σκέψεως σημαντικὴ) συνέντευξή του στὴν «Καθημερινή» [6.3.11]. Σιτεμένες ἀμερικανίδες στὰρ πραγματοποιοῦν στὴν δύση -ἢ στὰ μεσάνυχτα- τῆς καριέρας τους μιὰ περιοδεία στὴν Ψωροκώσταινα (νῦν Φορογιώργαινα) καὶ τὰ εἰσιτήρια ἐξαντλοῦνται μέχρις ἐξαντλητικῆς ἐξαντλήσεως. Ἀνθυποπαραστάσεις ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς προσελκύουν μιλιούνια θεατῶν, ἐνῷ τὰ εἰσιτήρια δραματοποιημένων παραστάσεων τοῦ Μεγάλου Κυνὸς Σκοῦμπι-Ντοὺ καθίστανται ἐξόχως εὐρωβόρα στὴν ἀντίστοιχη μαύρη ἀγορά. Παραλλήλως, προσπαθῆστε μέρες ποὺ εἶναι νὰ προτείνεται σὲ ἕναν μετέφηβο νὰ παρακολουθήσει τοὺς Χαιρετισμοὺς χωρὶς νὰ ἀποσπάσετε (α) τὸ βλέμμα πληξάρας ἑνὸς μεσήλικος ἐν ὄψει τοῦ ἐτησίου ἰατρικοῦ τσὲκ-ἄπ του ἢ (β) τὸ βλέμμα ἑνὸς πολίτη ὅταν μαθαίνει πὼς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ περάσει τὰ ἑπόμενα πρωινά του σὲ δημόσιες ὑπηρεσίες. Ἀδύνατον. Ναὶ μὲν οἱ ἐκκλησίες εἶναι γεμάτες αὐτὲς τὶς πέντε Παρασκευές, ἀλλὰ ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὸ ποιά ὑμνολογία ἀναγιγνώσκεται ἐκεῖ μέσα, δὲν εἶναι οὔτε γιὰ ἀστεῖο τόσο γεμάτες ὅσο θὰ ἔπρεπε!
Ἐν ὀλίγοις: στὸ παρὸν σημείωμα θὰ προσπαθήσω νὰ διατυπώσω ὀλίγες νύξεις σχετικὰ μὲ τὴν αἰσθητικὴ τέρψη ποὺ προκαλοῦν οἱ τέσσερις στάσεις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ὡς ἀκρόαμα ἢ κείμενο θεατρικὸ/λογοτεχνικό, ἀσχέτως μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὲς ἀποτελοῦν Χαιρετισμοὺς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Θεοτόκο, καὶ μάλιστα στὸν χρόνο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα ὡς σημασία καὶ ὡς λειτουργία). Καὶ νὰ διερωτηθῶ γιατί ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς πέντε αὐτὲς Παρασκευὲς ὅσοι δὲν συμπεριλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους στὸ «χριστεπώνυμον πλήρωμα», ἀλλὰ ὁρκίζονται γιὰ τὶς θύραθεν φιλο-καλικές τους εὐαισθησίες (ὁπότε, ἢ τὰ αἰσθητικὰ κριτήρια τοῦ γράφοντος ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν μετοχή του στὴν Ἐκκλησία ἢ οἱ εὐαισθησίες τῶν θύραθεν φίλων στεροῦνται τὸ πλήρωμα τῆς εἰλικρινείας ἐλέῳ ἰδεολογικοῦ κωλύματος ἢ κολλήματος). Τὸ ζήτημα ἔχει καλυφθεῖ ἀπὸ πολὺ ἱκανώτερους, ἀλλὰ ἡ ἐπικαιρότητα εἶναι ἐπικαιρότητα!, καὶ τὸ manifesto τυγχάνει καὶ ἐντὸς τόπου καὶ ἐντὸς χρόνου.
Μοῦ φαίνεται ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ προσεγγίσει κάποιος τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο ἀπὸ λογοτεχνικῆς ἀπόψεως χωρὶς νὰ ἀποφανθεῖ παραυτίκα πὼς πρόκειτα περὶ ἀριστουργήματος. Ἂς προσεγγίσουμε τὸ κείμενο ὡς κείμενο:
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ὁ Ἀκάθιστος ἔχει καθαρὰ θεατρικὴ δομή, καὶ μάλιστα ἐξόχως χαριτωμένη (μὲ τὸ ἔτυμον τῆς λέξεως), ἀφηγεῖται μιὰ ἱστορία -τῆς ὁποίας τοὺς διαλόγους παραθέτει αὐτούσιους: στὴν πρώτη πράξη, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐπισκέπτεται τὴν Θεοτόκο∙ καὶ μόλις τὴν ἀντικρύζει, ἀρχίζει τὸ ἐγκώμιο: «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει! Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ (=κατάρα) ἐκλείψει» καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Ἀκολουθεῖ στιχομυθία τῆς Θεοτόκου μὲ τὸν Γαβριήλ, καὶ μετὰ είσερχόμαστε στὴν δεύτερη πράξη: ἡ Θεοτόκος ἐπισκέπτεται τὴν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, τὴν σύζυγο τοῦ Ζαχαρίου καὶ μητέρα τοῦ Προδρόμου. Ὁ Πρόδρομος, ἔμβρυο στὴν μήτρα τῆς Ἐλισάβετ, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ Θεοτόκος ἐγκυμονεῖ τὸν Χριστὸ καὶ «ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν» (χοροπηδώντας στὴν μήτρα ἀντὶ γιὰ νὰ φωνάξει, γιατὶ ποῦ νὰ φωνάξει τὸ ἔμβρυο)[1], ἀρχίζει: «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» καὶ λοιπά. Ἀκολουθεῖ ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Ἰωσήφ, τὸν σύζυγο τῆς Μαρίας, ὁ ὁποῖος ὅσο νά’ναι ἔχει ἀρχικὰ τὶς ἀμφιβολίες του[2], καὶ μπαίνουμε στὴν τρίτη πράξη τῆς ἱστορίας μας: οἱ ποιμένες, οἱ βοσκοί, μαθαίνουν γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσαρκώσεως[3] καὶ ἀρχίζουν τὴν δοξολογία τους πρὸς τὴν Θεοτόκο μὲ λεξιλόγιο ποὺ προκύπτει ἀπὸ τά... ζητήματα τοῦ ἐπαγγελματικοῦ τους κλάδου: «Χαῖρε, ἁμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ∙ χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» [4] (τώρα πεῖτε μου, δὲν διαπιστώνετε ἐδῶ τὸ λεπτὸ χιοῦμορ τοῦ ἰδιοφυοῦς ὑμνογράφου, ἀναμεμειγμένο μὲ τὴν ὄντως φιλοκαλία του;). Στὴν τέταρτη πράξη, μαθαίνουν διὰ τοῦ ἀστέρος τὰ νέα οἱ Μάγοι καὶ ἀρχίζουν τοὺς Χαιρετισμούς τους∙ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες πράξεις, καὶ δὲν ἔχουμε κἂν μπεῖ στὴν τρίτη ἀπὸ τὶς τέσσερις στάσεις τοῦ Ἀκαθίστου, βρισκόμαστε ἀκόμα στὶς δύο πρῶτες...
Πρόκειται, σαφῶς, περὶ κειμένου θεατρικοῦ. Βέβαια, οἱ «Χαιρετισμοί», τὰ «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» προφανῶς δὲν ἀνήκουν μόνον στὰ πρόσωπα τῆς ἱστορίας ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Ἀκάθιστος, στὸν Ἀρχάγγελο, στοὺς Ποιμένες, στοὺς Μάγους κ.λπ., ἀλλὰ ταυτόχρονα [ἢ πρωτίστως] στοὺς μετέχοντες στὴν Ἀκολουθία πιστούς, τὴν Παρασκευὴ στὴν ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι τὰ κραυγάζουν ὡς δρῶντα πρόσωπα τοῦ δράματος διὰ τοῦ Πρεσβυτέρου τους.
Ἡ θεατρικὴ ἀμεσότητα τῶν Χαιρετισμῶν δὲν ἐξαντλεῖται στὰ «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» ποὺ ψάλλει ὁ λαὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ βρίσκεται καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ κειμένου, ὅπου τὰ συναντᾶμε ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ τὰ συναντούσαμε σὲ ἕνα θεατρικὸ κείμενο ἢ κινηματογραφικὸ σενάριο, καὶ δὴ μὲ κλιμάκωση: ρωτᾶ ἡ Θεοτόκος τὸν Ἀρχάγγελο:
-«Ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;»
-«Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; Λέξον μοι!»
Πέρα ἀπὸ τὴν θεατρικότητα, τὸ κείμενο τοῦ Ἀκαθίστου καθορίζεται ἀπὸ τὸν πανταχοῦ παρόντα ρυθμό του: ὁλόκληρο τὸ κείμενο διαρθρώνεται γύρω ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἐπαναλαμβανόμενο μοτίβο: ἀφ’ ἑνὸς (α) τὴν ἀλληλουχία τῶν πολλῶν ζευγῶν ἰσόποσων στίχων σὲ κάθε χαιρετισμὸ/ἐγκώμιο, «Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα∙ χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα» κλ.π., καὶ ἀφ’ ἑτέρου (β) τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ ἀκροτελεύτιου σὲ κάθε χαιρετισμὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα» ποὺ κάθε φορὰ ἕπεται στὸ κείμενο. Τὸ ζήτημα βέβαια δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ ἂν ὑφίσταται ἰσορροπία καὶ ρυθμὸς σὲ ἕνα κείμενο, ἀλλὰ τὸ μὲ πόση μαεστρία πραγματώνονται αὐτά. Μιὰ ἀνάγνωση τοῦ Ἀκαθίστου θὰ σᾶς πείσει!
Προσέξτε τώρα τὴν μουσικότητα τοῦ κειμένου: ἁπλῶς διαβάστε ἀργά, ρυθμικὰ καὶ δυνατὰ τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα-παράδειγμα:
«Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἀγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως∙»
- ∪ ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪
Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
Ἂς προχωρήσουμε στὶς ποιητικὲς ἀρετὲς τοῦ κειμένου, στὴν καθ’ ἑαυτὴν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσῳ ἐλάχιστων παραδειγμάτων, σχεδὸν τυχαίων μέσα στὸν κυκεώνα τῶν διατυπώσεων-ἐπιτευγμάτων:
«Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις∙ χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.»
Καὶ μόνον αὐτὸν τὸν στίχο νὰ ἀποσπάσει κανείς, ἀντιλαμβάνεται τὸ κατόρθωμα τῆς ἐκφραστικῆς. Πῶς νὰ τὸν σχολιάσει κανεὶς χωρὶς νὰ τὸν μαγαρίσει...
Ἑπόμενο:
«Καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νυδήν,/ ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν / ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».
Τὸ ἀποδίδω στὴν τρέχουσα μορφὴ τῆς γλώσσας γιὰ τὶς ἀνάγκες ὅσων ἔμαθαν ἑλληνικὰ ἐπὶ ὑπουργίας Διαμαντοπούλου: «καὶ ὑπέδειξε τὴν εὔφορη μήτρα της (νυδὴς=μῆτρα) ὡς χωράφι καλὸ γιὰ ὅλους, ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ θερίσουν τὴν σωτηρία». Τὸ «νυδὴν» ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ὁμοιοκαταληξία «ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδύν», ἡ ὁποία ὅμως συμπαρασύρει καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν στίχων, τὸ νόημα, ἀφοῦ τὴν χρήση τῆς ἔννοιας τοῦ ἀγροῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ θερισμοῦ, τοῦ θερισμοῦ τῆς σωτηρίας ὅμως. Τὸ λοιπόν, ἂς ἀναφωνήσω ἀσμένως: λογοτεχνία, ὄχι ἀστεῖα! Σὲ ὅλο τὸν Ἀκάθιστο παρατηρεῖται τέλεια χρήση τῶν ἐκφραστικῶν τρόπων τῆς γλώσσας: ἐδῶ θὰ μνημονεύσουμε τὴν εὐστοχώτατη κρίση τοῦ Κώστα Ζουράρι, ὁ ὁποῖος διαβεβαιώνει ὅτι «τὰ τρία σημαντικώτερα καὶ τελειώτερα ποιήματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι ἡ Ἰλιάδα, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καὶ ὁ Ἐρωτόκριτος».[5] Ἐνίοτε ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι κάποιες ὁμοιοκαταληξίες ἔχουν ἐπιλεγεῖ ἀκριβῶς γιὰ νὰ προξενήσουν ἕνα χαμόγελο λόγῳ μιᾶς ζυγισμένης ὑπερβολῆς τους, στὰ πλαίσια τοῦ κατὰ τὴ γνώμη μου σκόπιμου καὶ ὑπαρκτοῦ λεπτοτάτου χιοῦμορ σὲ μερικὰ (μᾶλλον λίγα) σημεῖα τοῦ κειμένου: «μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος...». Ἀλλοῦ ἡ ὁμοιοκαταληξία «δένει» ἐκθαμβωτικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ στίχου, σὲ σχῆμα θέσης-ἄρσης (ἢ συναμφότερου): «Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα∙ χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα». Παράλληλα, τὸ κείμενο βρίθει συνειρμικῶν εἰκόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε» κλπ. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι ἀπὸ τὴν αἴγλη τους ὅταν παρατίθενται ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου, ἀπὸ τὸν ρυθμό του, τὴν θεατρικότητά του καὶ τὴν ἰσορροπία του: ἐνταγμένα ὅμως στὴν ὁλότητά του σὲ κάνουν, πραγματικά, νὰ παλαβώνεις.
Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἀκάθιστος χωρίζεται σὲ 24 «οἴκους» (στροφές), ὁ καθεὶς ἐκ τῶν ὁποίων ξεκινᾶ μὲ ἕνα γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου[6]: δηλαδή, ὅλα αὐτὰ τὰ γλωσσικὰ ἐπιτεύγματα ποὺ ἀναφέραμε καταφέρνουν καὶ ἀνθοῦν μέσα στὸν (φαινομενικὸ) νάρθηκα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἔναρξης κάθε οἴκου-στροφῆς ἀπὸ τὸ ἑπόμενο γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου!
Εἴπαμε ὅτι θὰ ἐξετάσουμε τὸν Ἀκάθιστο μόνον ὡς λογοτεχνικὸ/θεατρικὸ κείμενο. Δὲν θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ πῶς θεολογεῖ αὐτὸ τὸ κείμενο, σὲ τί βάθος καὶ μὲ πόση ὀμορφιά. Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νὰ ἐνδώσω στὸν πειρασμὸ καὶ νὰ παραθέσω ἕνα, μόνο ἕνα, ψῆγμα τῆς θεολογίας τοῦ κειμένου, τὸ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ ὅτι «παρῆλθεν ἡ κατάρα τοῦ Νόμου»:
«Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος∙ καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὔτως∙ Ἀλληλούϊα!»
Τί εἰκόνα: γράφονται καὶ καταγράφονται τὰ «ὀφλήματα» τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὰ πλέον ἀρχαῖα χρόνια, διαρκῶς: καὶ ξαφνικά, ὁ Θεὸς ἁπλῶς -ἁπλούστατα- «σχίζει τὸ χειρόγραφο». Ἡ Θεολογία ὡς Ὀμορφιά!
Ὁ θαυμασμὸς ποὺ προκαλεῖ αὐτὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ κείμενο, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, δύναται νὰ καταστήσει τοῦτο ‘δῶ τὸ ἄρθρο σχοινοτενέστατο καὶ πάνυ οὐρανομῆκες, γι’ αὐτὸ συγκρατοῦμαι καὶ καταλήγω κάπου ἐδῶ. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ μὴν διερωτηθῶ: δὲν εἶναι πραγματικὰ κρῖμα νὰ διαβάζεται τέτοιο ἀριστούργημα σὲ μιὰ ἐκκλησία δίπλα σου, στὴ γειτονιά σου, νὰ ψάλλεται καὶ νὰ ἀπαγγέλεται ἕνα κείμενο ζωντανὸ[7] ποὺ ἀποπνέει τόση ὀμορφιὰ καὶ δωρίζει τέτοια ἀγαλλίαση στὴν καρδιά σου ἀπὸ τὸ κάλλος του καὶ μόνο, καὶ ἐσὺ νὰ ἀπέχεις λόγῳ τῆς βλακώδους ἀναγωγῆς «ἐκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμὸς» ἢ λόγῳ ἀνεξηγήτου πλὴν μείζονος πληξάρας; Εἶναι δυνατὸν νὰ λείπεις, νὰ μὴν εἶσαι ἐκεῖ, ἀσχέτως τῆς σχέσης σου μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός; Πόσῳ δὲ μᾶλλον ἂν καμώνεσαι ὅτι ἀσχολεῖσαι ἔστω καὶ λίγο μὲ τὰ γράμματα ἢ τὴν Τέχνη! Ἀναπηρία!
[1] Παραθέτω τὸ ἀπόσπασμα, διότι μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν παραθέσω τοὐλάχιστον τοὺς πρώτους στίχους τοῦ ἐγκωμίου τοῦ βρέφους λόγῳ τῆς ἐκθαμβωτικῆς λογοτεχνικῆς καὶ εἰκονολογικῆς ὀμορφιᾶς τους: «Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε∙ καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον∙ Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα∙ χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα. Χαῖρε γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον∙ χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα».
[2] «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, [...] κλεψίγαμον ὑπονοῶν ἄμεμπτε∙ μαθὼν δὲ σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἔφη∙ Ἀλληλούϊα!»
[3] Καὶ πάλι, ἀδύνατον νὰ μὴν παρατεθεῖ ἡ ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας: «[...] θεωροῦσι τοῦτον (σ.σ.: τὸν Χριστὸ) ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα...».
[4] Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ: ὁ Κώστας Ζουράρις ἔχει ἀναλύσει πολλάκις καὶ μὲ ζηλευτὴ μαεστρία τὸ «χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» ὡς σύνοψη τῆς ἑλληνικῆς («ἰλιαδορωμέηκης») πολιτικῆς θεωρίας: ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι τῆς παρούσης.
[5] Μά, αὐτὸ εἶναι τὸ δράμα: ὅτι ὁ Ἀκάθιστος, αὐτὴ ἡ κείμενη τελειότητα, ἀποτελεῖ γιὰ ἀρκετοὺς «προοδευτικοὺς» συμπολίτες μας (νὰ χαρῶ ἐγὼ πρόοδο!) ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κείμενο γιὰ ἀφελῆ γραϊδια∙ ἔχουν τὸν θησαυρὸ στὸ ντουλάπι τους καὶ ἀδυνατοῦν νὰ τὸν ἐκτιμήσουν. Ὁ ὄντως ἀθεόφοβος Βασίλης Ἀλεξάκης ἐκφράζει τὴν ἄποψη στὸ ἐντυπωσιακὰ εὐπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ὅτι «ὁ Ἀκάθιστος εἶναι τόσο δημοφιλὴς ἐπειδὴ εἶναι παντελῶς δυσνόητος∙ δὲν ἔχει κάποια ἰδιαίτερη ἀξία»- ἢ κάπως ἔτσι. Ἂς εἶναι...
[6] Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη... Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ... Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα... Δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω...
[7] ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σὲ ΚΑΘΕ ἐκκλησία/γειτονιὰ ἀπὸ πραγματικοὺς ἀνθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικὸ λαϊκὸ γεγονός, λαοῦ ζῶντος καὶ πάντοτε παρόντος, ἐκεῖ, αὐτὲς τὶς πέντε Παρασκευὲς τοῦ χρόνου. Ποῦ ἀλλοῦ!