Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Άλλο πράγμα ο Santa Claus της Coca Cola κι άλλο ο Άϊ Βασίλης της Ορθοδοξίας !


Santa Claus  VS Άϊ Βασίλη
Ο δικός μας Άϊ Βασίλης , ο Άγιος Βασίλειος της Ορθοδοξίας, ο Πατέρας της Εκκλησίας και διδάσκαλος της Οικουμένης, τι σχέση μπορεί να έχει με αυτόν της παγκοσμιοποίησης και της Νέας εποχής ;
1 Είναι λεπτός , ολιγαρκής, ασθενικός, με μακριά μαύρη γενειάδα, αφού δεν πρόλαβε να γεράσει (έφυγε σε ηλικία 49 ετών ) και γενικά πρόσωπο άσκησης και όχι ευτραφέστατος, με προτεταμένη κοιλιά, ροδοκόκκινα μάγουλα, γαλανομάτης και πονηρός γέρος, δηλαδή πρόσωπο της καλοπέρασης που είναι ο άλλος!
2 Έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας ( Μ. Ασία ) και όχι από την

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Ωφέλεια του νερού και η νηστεία. Μέγας Βασίλειος

 phgh nero.jpgΠρόσεχε μη τυχόν τώρα, αποστρεφόμενος το νερό, επιθυμήσεις ύστερα μία σταγόνα, όπως και ο πλούσιος (Λουκ. 16, 24).
Κανείς δεν εμέθυσε από το νερό. Κανενός δεν επόνεσε το κεφάλι διότι εβαρύνθηκε από το νερό. Κανείς δεν εχρειάσθηκε ξένα πόδια πίνοντας νερό. Κανενός τα πόδια δεν εδέθησαν, κανενός τα χέρια δεν αχρηστεύθηκαν, ποτιζόμενα με νερό.
Διότι η ελαττωματική πέψη, που ακολουθεί αναγκαστικά στους ζώντες με τρυφηλότητα, αυτή φέρνει τα φοβερά νοσήματα στα σώματα. Το χρώμα του νηστεύοντος σεμνό, δεν κοκκινίζει αδιάντροπα, αλλά είναι στολισμένο με την σώφρονα χλωμάδα· οφθαλμός πράος, βάδισμα σεμνοπρεπές, πρόσωπο σοβαρό που δεν ασχημίζει με το ακόλαστο γέλιο, λόγια μετρημένα, καρδιά καθαρή.
Θυμήσου τους αγίους όλων των αιώνων, «για τους οποίους δεν ήταν άξιος ο κόσμος» που εγύριζαν «φορώντας δέρματα προβάτων και δέρματα γιδιών,

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Θλίψεις στην ζωή μας - Μέγας Βασίλειος

Πολλές φορές συμβαίνουν ατυχίες και θλίψεις στη ζωή του ανθρώπου, ώστε και μ' αυτές να απο­δειχθεί ποιοί, πλούσιοι ή φτωχοί, είναι στερεωμένοι στην πίστη και δυνατοί. Γιατί και οι δυο αυτές κατηγορίες των ανθρώπων δοκιμάζονται στην υπο­μονή. Στον καιρό μάλιστα των πειρασμών και των θλίψεων, μπορεί να γίνει φανερό κατά πόσο, ο πλούσιος συμπάσχει με τους άλλους. Κατά πόσο δηλαδή ελεεί και αγαπά τους αδελφούς.
Ο φτωχός επίσης κατά πόσο δέχεται τις θλίψεις, ευχαριστώντας τον Θεό και όχι βλασφη­μώντας και αλλάζοντας εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα φρονήματά του. Ο κυβερνήτης φαίνεται το χειμώνα στις δυσκολίες που συναντά μέσα στα κύματα. Ο αθλητής δείχνει την αντοχή και την τέχνη του στο στάδιο. Ο στρατηγός φαίνε­ται στον πόλεμο. Και ο μεγαλόψυχος φαίνεται στη συμφορά.
Μέγας Βασίλειος
Το αλίευσα ΕΔΩ

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι του πεινασμένου,τα ρούχα που συσσωρεύεις...

40009_1536351377614_1499731412_1382054_6190733_n.jpg


ΠΟΙΟΝ ΑΔΙΚΩ, λέει ο πλούσιος, προστατεύοντας αυτά που μου ανήκουν;

Πες μου λοιπόν, τι σου ανήκει; Από που τα πήρες και τα έφερες στη ζωή σου;
Δεν ήρθες στον κόσμο γυμνός; Γυμνός δεν θα επιστρέψεις στη γη; Που τα βρήκες αυτά που έχεις τώρα; Αν πιστεύεις ότι στα χάρισε η τύχη είσαι άθεος, δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργό, δεν νοιώθεις ευγνωμοσύνη γι αυτόν που στα έδωσε· αν όμως παραδέχεσαι ότι προέρχονται απ τον Θεό, πες μου για ποιο λόγο στα έδωσε;
Μήπως είναι άδικος ο Θεός και μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή; Γιατί εσύ είσαι πλούσιος κι εκείνος φτωχός; Όχι γι' άλλο λόγο παρά για να ανταμοιφθείς εσύ για την καλοσύνη και τη σωστή διαχείριση της περιουσίας, κι εκείνος για να κερδίσει τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής.

Όμως εσύ τα έκρυψες όλα στους αχόρταγους κόλπους της πλεονεξίας· νομίζεις λοιπόν ότι κανένα δεν αδικείς όταν τόσους στερείς από τα αγαθά αυτά;

Ποιος είναι πλεονέκτης; Όποιος δεν περιορίζεται στα απαραίτητα. Ποιος άρπαγας; Εκείνος που αφαιρεί την περιουσία των άλλων.

Εσύ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας; Δεν κρατάς για τον εαυτό σου όσα σου δόθηκαν για να τα διαχειρισθείς προς όφελος όλων; Αυτός που γδύνει τον ντυμένο θα ονομαστεί λωποδύτης αλλά αυτός που δεν ντύνει τον γυμνό μήπως δεν αξίζει αυτή την ονομασία;

Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι του πεινασμένου, τα ρούχα που συσσωρεύεις είναι του γυμνού, τα παπούτσια που τα 'χεις και σαπίζουν είναι του ξυπόλυτου, τα λεφτά που θάβεις για να μη στα κλέψουν είναι του φτωχού. Είναι τόσοι αυτοί που αδικείς όσοι αυτοί που θα μπορούσες να βοηθήσεις.


ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ!!!
Το αλίευσα ΕΔΩ

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Mίμηση Χριστού. Μέγας Βασίλειος

7626_102230916459397_100000174666109_63344_1215926_n.jpg



     Όταν κάποτε παρατήρησε τον τοπικό άρχοντα για μία αδικία που έκανε σε μια χήρα γυναίκα, κι αφού ο άρχοντας δεν συμμορφώθηκε, αναγκάσθηκε ο Άγιος να του πει, ότι όπως έμενε ασυγκίνητος στις εκκλήσεις αυτής της αδικημένης γυναίκας έτσι κάποιοι θα μένουν ασυγκίνητοι όταν αυτός ο ίδιος θα έχει την ανάγκη τους.

Έτσι έγινε όταν ο βασιλιάς του έδειξε την οργή του, οδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οι στρατιώτες του στις πόλεις για να πληρώσει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε κατάλαβε την πρόρρηση του αγίου και παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και  τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο αμνησίκακος Άγιος προσευχόμενος στον Θεό και μόνο με την ευχή του ηρέμησε το βασιλιά και μετά από έξι μέρες αφ' ότου ο δυστυχής άρχοντας παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο έφθασε γράμμα από το βασιλιά όπου τον ελευθέρωνε. Μ' αυτό τον τρόπο συνετίσθηκε ο άρχοντας κι αναγνώρισε την καλωσύνη του Αγίου τον οποίο κι ευχαρίσθησε. Και στη γυναίκα που είχε αδικήσει έδωσε διπλάσιο το ποσό.

     Προς το τέλος της επίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στην Εκκλησία, μία αμαρτωλή γυναίκα έπεσε στα πόδια του ρίχνοντας ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις αμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν η ίδια να τις ξεστομίσει και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το διαβάσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της.

Ο Άγιος την παρηγόρησε, και είπε ότι μόνο ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, όπως ήταν, κρατούσε το γράμμα σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στο τέλος κάλεσε τη γυναίκα και της επέστρεψε το γράμμα. Εκείνη μόλις το άνοιξε δεν βρήκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ένα σημείο όπου αναφέρει ένα θανάσιμο αμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τον παρακαλούσε να την λυπηθεί και να προσευχηθεί και πάλι στο Θεό να τη συγχωρήσει.

Ο Άγιος Βασίλειος τότε της είπε να πάει αμέσως στην έρημο να βρει τον Όσιο Εφραίμ και να δεηθεί αυτός, στον Θεό για το αμάρτημα της. Η γυναίκα χωρίς να χρονοτριβήσει με την ευχή του Αγίου πήγε αμέσως στην έρημο. Εκεί βρήκε τον Όσιο Εφραίμ κι αφού του διηγήθηκε την ιστορία της, τον παρακάλεσε θερμά.
     Ο Όσιος όμως της αρνήθηκε, λέγοντας της να πάει στον Άγιο Βασίλειο όπου οι δικές του δεήσεις έσβησαν τις αμαρτίες της έτσι αυτός πάλι μπορεί να δεηθεί στον Κύριο και για τη μία αμαρτία που έμεινε. Να το κάνει σύντομα όμως γιατί ο Άγιος σε λίγο πεθαίνει. Εκείνη μόλις το άκουσε έφυγε τρέχοντας να προλάβει ζωντανό τον Άγιο. Όταν έφθασε, όμως η δύστυχη βρήκε το φέρετρο του και πλήθος κόσμου πάνω του.

Έκλαιγε και φώναζε, ρίχνοντας το γράμμα στα πόδια του Αγίου είπε σε όλους την ιστορία. Κλαίγοντας έλεγε ότι ο Άγιος μπορούσε να δεηθεί και γι' αυτή την αμαρτία αλλά την έστειλε σε άλλον. Ένας Ιερέας τότε θέλησε να δει στο γράμμα για ποια αμαρτία μιλούσε η γυναίκα. Και τότε να το θαύμα. Δεν υπήρχε στο γράμμα τίποτε γραμμένο.
     Κατά την τελευταία μέρα πάλι της ζωής του ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος έκανε Χριστιανό τον Εβραίο γιατρό και φίλο του Ιωσήφ καθώς και όλη του την οικογένεια  με θαυμαστό τρόπο. Αφού ο γιατρός τον επισκέφθηκε, ρώτησε ο Άγιος να του πει πόσες ώρες του μένουν. Αυτός πιάνοντας τον σφυγμό του, του είπε ότι μένουν λίγες ώρες, κι ότι στη δύση του ηλίου θα πεθάνει.

Ο Άγιος τότε του είπε ότι αν ζήσει μέχρι την επόμενη ημέρα τι θα κάνει. Ο Ιωσήφ του είπε ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο να πεθάνει ο ίδιος. Καλά το λες του είπε ο Άγιος να πεθάνεις την αμαρτία και να ζήσεις εν Χριστώ. Δέχθηκε ο Ιωσήφ γιατί ήταν αδύνατο με τους φυσικούς νόμους να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν έφυγε ο Εβραίος, προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος στον Θεό να του παρατείνει τη ζωή και για να δώσει την πραγματική ζωή στο φίλο του Ιωσήφ και στην οικογένεια του και για να προλάβει να έρθει εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα, που έστειλε στην έρημο στον Όσιο Εφραίμ.

Ο Θεός άκουσε τη δέηση του αγαπημένου δούλου του. Την επόμενη ημέρα το πρωΐ ζήτησε να του φέρουν τον Εβραίο γιατρό. Εκείνος αμέσως πήγε στο σπίτι του Αγίου νομίζοντας ότι θα τον βρει νεκρό. Βλέποντας όμως ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν ζωντανός χωρίς καν σφυγμό και ζωή στις φλέβες του έπεσε στα πόδια του κι αναγνώρισε τον αληθινό Θεό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Σε λίγο ο ίδιος ο Άγιος βάπτισε τον Ιωσήφ με το όνομα Ιωάννη και όλη του την οικογένεια.
     Γύρω στις δέκα ρώτησε πάλι ο Άγιος τον φίλο του «Κύριε Ιωάννη πότε θα πεθάνω;» κι εκείνος του απάντησε «όταν ορίσεις εσύ Δέσποτα»
Το αλίευσα ΕΔΩ

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Η πρακτική της ειρήνης.


mones3.jpg
Η ειρήνη, «το γλυκύ και πράγμα και όνομα» κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, δεν είναι περιστέρι. Δεν είναι ούτε διακηρύξεις των ισχυρών της γης,οι οποίοι με το ένα χέρι υπογράφουν την ειρήνη και με το άλλο προτείνουν αναίσχυντα τα όπλα του πολέμου, της εξόντωσης των λαών.
Η ειρήνη δεν είναι είδος της ανθρώπινης αγοράς " Η ειρήνη του «Θεού είναι ακούομεν, ής Θεόν, τον Θεόν και αυτόθεον, ως εν τω ...; «Αυτός εστιν η ειρήνη ημών»». Σε μια ελεύθερη απόδοση σημαίνει ότι: η ειρήνη ακούμε ότι είναι του Θεού, και όταν λέμε του Θεού, εννοούμε το Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού, ο οποίος είναι ο Ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού του ζώντος, ο Χριστός, ο φύσει Θεός, σύμφωνα και με το λόγο του Αποστόλου Παύλου (Εφ., β΄ 14) ότι Αυτός, ο Χριστός, είναι η ειρήνη μας.
Εφόσον η ειρήνη είναι υπόθεση του Θεού και δώρο Θεόσδοτο, για να φτάσει ο άνθρωπος να είναι ειρηνικός και ειρηνοφόρος, πρέπει να διαποτισθεί από το Θεό. Αυτό σημαίνει πως αν ο Θεός δεν εισέλθει στην ψυχή του ανθρώπου, ο άνθρωπος ούτε καθ' εαυτόν ειρηνεύει, ούτε και με τους άλλους ανθρώπους έχει σχέσεις ειρηνικές. Επομένως η ειρήνη των λαών, η ειρήνη του κόσμου, εξαρτάται από τις σχέσεις του καθενός μας με το νόμο του Θεού.
Ο μεγάλος Πατέρας της Θεολογίας Γρηγόριος, με βαθιά ατομική πείρα και φιλάνθρωπη θεώρηση των κοινωνικών προβλημάτων δεν αφήνει ευκαιρία να περάσει, που να μη δώσει την πρακτική της ειρήνης τόσο στην ατομική μας ζωή, όσο και στις κοινωνικές μας σχέσεις.
Ελάχιστα δείγματα από τον ωκεανό των έργων του σταχυολογούμε σχετικά με το θέμα, και χωρίς αυτά να το καλύπτουν σε όλες του τις πλευρές.
skhtes6.jpg
Την ειρήνη της ψυχής, γνωρίζει ο Άγιος Θεολόγος, διασαλεύει κυρίως ο πόνος " εισορμά σαν τρικυμία στην ψυχή και την αναστατώνει. Ο κίνδυνος τότε είναι να κοπεί ο δεσμός που ενώνει τον άνθρωπο με τα ουράνια, και να αφεθεί η ψυχή έρμαιο των κυμάτων να παραδέρνει στην αγριεμένη θάλασσα των λυπηρών περιστάσεων. Ο κίνδυνος είναι μέγας. Γι' αυτό ο Άγιος παιδαγωγός σηκώνει τη ματιά του πονεμένου προς την αγάπη του Θεού.
Στην επιστολή (20) προς τον αδελφό του Καισάριο, που πέρασε κάποια δοκιμασία, γράφει: «Κάμνουσα ...; ψυχή εγγίζει Θεώ». Το κέρδος του πόνου είναι ότι η ψυχή στον πόνο της προσεγγίζει το Θεό. Εκφράζεται αποφθεγματικά " δεν παραγγέλνει, από ευγένεια ο ευγενής αυτός άνθρωπος. Έτσι το μήνυμα είναι περισσότερο ευπρόσδεκτο. Το ίδιο νόημα έχει και η φράση: « ...;όταν οδυνώμεθα, τότε μέμνησθαι Θεού και των εκείθεν ελπίδων ...;» σε μια επιστολή του (223) «Θέκλη» (23). Όταν πονάμε, τότε να φέρνουμε στη μνήμη μας το Θεό και τις ελπίδες της αιώνιας μακαριότητας.
Μια ψυχή που περνάει τη θλίψη της - κι αν ακόμη αυτή προέρχεται από θάνατο προσφιλούς - στηριγμένη στου Θεού την αγάπη, μέσα από τον πόνο βρίσκει το λιμάνι της ειρήνης. Τα κουπιά προς το γαλήνιο όρμο είναι οι «ελπίδες» ότι ο Θεός θα μας αμείψει με τη μακαριότητά του και γι' αυτές τις δοκιμασίες μας που περνάμε στη ζωή.
Και ο άνθρωπος μένει ειρηνικός " και πλούσιος σε πείρα όχι μόνο του πόνου αλλά και του τρόπου, με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζει τους αδελφούς του συνανθρώπους στη δύσκολη ώρα. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι ο άνθρωπος της εσωτερικής ειρήνης είναι και φορέας ειρήνης. Νεότεροι Άγιοι, πιο κοντινοί χρονικά σε μας διατύπωσαν την αλήθεια αυτή με αυτά τα λόγια: Να βρεις εσύ την ειρήνη σου, και τότε πολλοί άλλοι θα βρούν τη δική τους γύρω σου.
Ωραιότατη εφαρμογή αποπειράται ο Άγιος του Θεού μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα, που συνέβησαν την νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου (379) στον ιερό ναό της Αγίας Αναστασίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γρηγόριος λειτουργούσε 20 Απριλίου ως ο κανονικός επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως και θα βάπτιζε τους Κατηχουμένους. Τότε όρμησαν μέσα στη νύχτα οι Αρειανοί με πέτρες και ρόπαλα και κλωτσοπάτησαν τα ιερά και χτύπησαν τους Ορθοδόξους και μάλιστα θανάσιμα.
Όταν καταλάγιασαν τα πράγματα, δυο επίσημοι Ορθόδοξοι, ο Θεόδωρος και ο Θεότεκνος, ετοίμασαν τις μηνήσεις τους εναντίον των Αρειανών. Ο πρώτος θιγμένος διότι πολλοί πτωχοί και μοναχοί, που είχε βοηθήσει, ήταν ομάδες κρούσεως εναντίον των Ορθοδόξων μέσα στο ναό της Αναστασίας. Ο δεύτερος, διότι οι Αρειανοί κακομεταχειρίστηκαν τη σύζυγο και τη θυγατέρα του, που βρίσκονταν στο Ναό εκείνη τη νύχτα.


normal_gk0005.jpg
Και ο Γρηγόριος; - Όπως στάθηκε όρθιος και ειρηνικός στο επίκεντρο του χαλασμού τη νύχτα εκείνη, έτσι κρατάει και το φρόνημα όρθιο στην αντιμετώπιση της καταιγίδας. Υπάρχουν περιστάσεις, που όλοι οι Χριστιανοί, και μάλιστα όσοι χειρίζονται τα όσια και ιερά της Εκκλησίας θέματα και υπερασπίζονται θεσμούς ιερούς, μένουν ανυποχώρητοι στις θέσεις τους, τις οποίες μεταβάλλουν σε επάλξεις με κίνδυνο της ζωής τους " και δε θυσιάζουν την Αλήθεια εν ονόματι δήθεν μιας ειρήνης που εδράζεται στο ψέμα, για να περιφρουρήσουν την υπόληψή τους.
Εάν γκρεμίσουμε την Αλήθεια, που είναι ο Θεός, πού να στερεώσουμε την ειρήνη που είναι ο Θεός;
Αλλ' όταν πρόκειται να διασωθεί η Αλήθεια με τη θυσία των δικαιωμάτων μας, τα χαρίζουμε σ' εκείνους που μας αδίκησαν, εφόσον η μεγαλοψυχία απλώνει τη γέφυρα της συγγνώμης να περάσουν όσοι μπορούν να καταλάβουν την Αλήθεια.
Ο Γρηγόριος ήταν ανυποχώρητος μαχητής της Αλήθειας - και αυτό το απέδειξαν τα γεγονότα της νύχτας (20 Απριλίου 379) του Μεγάλου Σαββάτου στο ναό της Αναστασίας. Ήταν όμως μαχητής Άγιος.
Γι' αυτό μετά τη δικαίωσή του από το δικαστήριο της Κωνσταντινουπόλεως, έφτασε στην ώρα της συγγνώμης. Συμβουλεύει λοιπόν τους δυο επισήμους «Θεοδώρω» (77). « ...;Δείνα μεν τα γεγενημένα και πέρα δείνων ...; - υβρισθήναι θυσιαστήρια, συγχυθήναι μυστήρια, μέσους ημάς εστάναι των τελουμένων και των λιθαζόντων ...; Αλλ' ίσως μακροθυμείν άμεινον ...; ου γαρ ούτως ο λόγος πείθει τους πολλούς ως η πράξις, η σιωπώσα παραίνεσις ...;» (14-22).
Δηλαδή: Είναι βέβαια φοβερά όσα έγιναν " κάτι παρά πάνω από φοβερά - να βεβηλωθούν θυσιαστήρια, να ανακατευθούν τα μυστήρια, κι εμείς να στεκόμαστε ανάμεσα σε όλα αυτά που γίνονταν και στο μέσον αυτών που πετροβολούσαν ...; Αλλ' ίσως είναι καλύτερο να μακροθυμεί κανείς ...; γιατί τους πολλούς δεν τους πείθει τόσο ο λόγος όπως η πράξη, η σιωπηλή συμβουλή.
Και «Θεοτέκνω» (78): «Μέγα εστί γυνή και τίμιον θυγάτηρ, αλλ' ούπω ψυχής τιμιώτερον (10) ...; Εισί νόμοι Ρωμαίων, εισί δε και ημέτεροι. Αλλ' οι μεν άμετροι και πικροί και μέχρις αίματος προϊόντες " ημίν δε χρηστοί και φιλάνθρωποι και μη συγχωρούντες τι τω θυμώ χρήσθαι κατά των αδικούντων» (21-25).
Ερμηνεύουμε: Αξίζει πολύ η σύζυγος και η θυγατέρα πρέπει να τιμάται " αλλά η τιμή της ψυχής είναι μεγαλύτερη ...; Υπάρχουν οι Ρωμαϊκοί νόμοι και οι Χριστιανικοί. Αλλά οι νόμοι της Ρώμης είναι υπερβολικοί και πικροί και φτάνουν μέχρις αίματος. Οι δικοί μας όμως νόμοι φιλεύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι, δεν επιτρέπουν να χρησιμοποιούμε το θυμό της εκδικήσεως εναντίον αυτών που μας αδικούν.
Αποτέλεσμα " έπεσε το μένος των Αρειανών μπροστά στην ειρηνική ασπίδα που τους άπλωσε ο Επίσκοπος της ειρήνης, ο μαχητής της Ορθοδοξίας Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος. Η Ορθοδοξία θριάμβευσε.
Έτσι είναι " η «ειρήνη φίλη» δεν είναι αγοραίο είδος. Είναι Θεόσδοτο άνθος που φυτρώνει στην καρδιά τη σκαμμένη από τον αγώνα τον προσωπικό χάρη του Χριστού " και προσφέρεται καρπός γλυκύτατος στις κοινωνίες των ομοφύλων μας και στη διεθνή Κοινότητα.


Βασίλειος ο Μέγας
Το αλίευσα ΕΔΩ

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Καλό και ωφέλιμο είναι να κοινωνείς κάθε ημέρα - Μέγας Βασίλειος.

 «Καλό και ωφέλιμο είναι να κοινωνείς κάθε ημέρα και να μεταλαμβάνεις το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, διότι αυτός ο ίδιος μάς λέει, «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον». Ποιος λοιπόν αμφιβάλλει, ότι συμμετέχων διαρκώς της ζωής, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το ότι ζει πολυμερώς; Εμείς εδώ συνηθίζουμε να κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, δηλαδή κάθε Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο και όποια άλλη ημέρα τύχει μνήμη Αγίου».   
Μέγας Βασίλειος
Το αλίευσα ΕΔΩ

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Λόγος περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής. (ΙΓ΄ Λουκά)

Λόγος περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής


Α. Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για την σωτηρία μας, ώρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενίαν· ώστε όποιος δεν ημπορεί να υπομείνη το άθλημα της παρθενίας να έλθη σε κοινωνία γάμου με γυναίκα, γνωρίζοντας ότι θα του ζητηθή λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσί του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και ετεκνοτρόφησαν. Τοιούτος ήταν στην Παλαιά Διαθήκην ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προετίμησε τον Θεόν και εδέχθη να θυσιάση τον μονογενή υιόν του χωρίς οίκτον, είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχθή αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν ήκουσε το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Ακόμη μεγαλυτέραν αρετήν επέδειξεν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυΐδ και ο Σαμουήλ. Στην Καινήν Διαθήκη τοιούτοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι. Θα ζητηθούν λοιπόν από κάθε άνθρωπον οι καρποί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθή όποιος παραβή αυτές ή κάποιες από τις άλλες εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια, λέγοντας· «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» και «ος ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής».
Άραγε το σκέπτεσαι ότι και στους εγγάμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιον θα ζητηθή από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και εγγάμους. Διότι θα είναι αρκετή γι΄ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνίαν η παραχώρησις της ακρατείας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ. Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές έχουν νομοθετηθή για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευηγγελίζετο τις εντολές του Πατρός απηυθύνετο προς αυτούς που ζουν στον κόσμο· και κάποτε που συνέβη να ερωτηθή ιδιαιτέρως από τους μαθητάς του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας· «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω (σε όλους)».
Μην επαναπαυθής λοιπόν εσύ, που προετίμησες τον γάμον, σαν να έχης δικαίωμα να ζήσης με τρόπον κοσμικόν. Οφείλεις να καταβάλης περισσοτέρους κόπους και προσοχήν για να επιτύχης την σωτηρίαν, αφού εξέλεξες να ζης μέσα στις παγίδες και στο βασίλειον των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις εμπρός στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμίαν αυτών. Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγης την πάλη προς τον αποστάτην, ούτε θα ημπορέσεις να τον νικήσης χωρίς να κοπιάσης πολύ για την τήρησι των ευαγγελικών εντολών. Διότι πως θα αρνηθής την μάχη προς τον εχθρόν ενώ ζης μέσα στο σκάμμα της μάχης; Και αυτό είναι ολόκληρος η γη, στην οποίαν ο εχθρός, όπως διδασκόμεθα από το βιβλίον του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίον να καταπίη. Εάν λοιπόν αρνήσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστήν, να μεταβής σε άλλον κόσμον, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθής από αυτόν εξ αγνοίας και παραδοθής στο αιώνιον πυρ.
Και αυτά μεν ελέχθησαν προς τους εγγάμους εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικόν φρόνημα και αμελούν όσον αφορά την τήρησι των εντολών του Χριστού. Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνης συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτόν σου προς υπομονήν των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στην σύγκλητο των μοναχών. Στην αρχή της αποταγής σου να φερθής με γεναιότητα ώστε να μη παρασυρθής από την σφοδρά συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξης τα θνητά με τα αθάνατα· και όταν εγκαταλείπης τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτης στους κόλπους των πτωχών τα ευρίσκεις πολύ επηυξημένα κοντά στον Θεόν. [Όσον αφορά την ιδική μου ζωήν], και εγώ εδαπάνησα πολύν χρόνον στην ματαιότητα, και ηφάνισα όλην σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψι των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας». Όταν όμως κάποτε σαν να εξύπνησα από βαθύν ύπνον έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστον «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», εθρήνησα πολύ για την ελλεεινήν μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθή χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και μάλιστα πριν από όλα, εφρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον από την μακροχρόνιο συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστραφή. Διαβάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιον είδα εκεί ότι το μεγαλύτερον εφόδιο προς τελείωσιν είναι η πώλησις των υπαρχόντων και η διάθεσίς των προς τους πτωχούς αδελφούς, και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωήν αυτήν και το να μη επιστρέφη η ψυχή προς καμμίαν συμπάθεια προς τα παρόντα.
Πράγματι, αυτός που κατέχεται από την σφοδράν επιθυμία να ακολουθήση τον Χριστόν, δεν ημπορεί πλέον να επιστρέψη σε κανένα από τα εγκόσμια· ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου - τότε έχει θέσι και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά· ούτε να υποχωρήση στον ανθρώπινον φόβον όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατώρθωσαν οι άγιοι, οι οποίοι είπαν ότι «πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις»· ούτε να δειλιάση από τον χλευασμόν των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας, ώστε να νικηθή από την περιφρόνησί των. Εάν όμως θέλη να γνωρίση ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθον αυτών που ακολουθούν τον Κύριον, ας ενθυμηθή τον Απόστολον, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτόν του και προς ιδικήν μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασισθή στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον· περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον φαρισαίος, κατά ζήλον διώκων την Εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος· αλλ΄ άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και ηγούμαι (θεωρώ) πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι΄ ον τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα (ακαθαρσίες) είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Και πράγματι, - για να ειπώ κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινόν. Εάν ο Απόστολος παρωμοίασε τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποιαν εποχήν, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινεν ως εμπόδια για την γνώσι του Χριστού και την δικαιοσύνην αυτού και για την συμμόρφωσί μας προς τον θάνατον αυτού, τι θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους; Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσωμε τον λόγο με ιδικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότης να παραθέσωμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσωμε την φοβισμένην ψυχήν, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως· «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναταί μου είναι μαθητής», και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι». Αλλά και η παραβολή του εμπόρου είναι για κάθε συνετόν άνθρωπο σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί», λέγει «η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν». Είναι πράγματι φανερόν, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθή εδώ ως παρομοίωσις της επουρανίου βασιλείας, την οποίαν ο λόγος του Κυρίου μας δεικνύει ότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε, εάν δεν θυσιάσωμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας· και πλούτον και δόξαν και οικογένειαν και ότι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο. Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή το επιζητούμενον όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες· «ουδείς δύναται», είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν», και πάλιν· «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Ένα θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξωμε, τον επουράνιον, ώστε σ΄ αυτόν να έχωμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου έσται», λέγει ο Κύριος. Εάν λοιπόν αφήσωμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινον και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάπτεται σ΄ αυτά ωσάν σε βόρβορον, η ψυχή κατ΄ ανάγκη δεν θα ημπορή να ιδή τον Θεόν ούτε να κινηθή προς επιθυμίαν του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμασθή για εμάς. Την απόκτησιν αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχωμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγή να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζη τον κόπο που τα συνοδεύει.
Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξεν ο λόγος, είναι λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρωμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεόν· είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτησι και χρήσι πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» και, με λίγα λόγια, μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμε ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει»· και το ακόμη μεγαλύτερον, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος «δι΄ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ων». Εάν δεν κατορθώσουμε αυτή την ομοίωσι, είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπον ζωής. Διότι πως ημπορεί να κατορθωθή η συντριβή της καρδίας ή η ταπείνωσις του φρονήματος ή η απαλλαγή από τον θυμόν, από την λύπην, από τις φροντίδες, και με ένα λόγον, από τα ολέθρια πάθη της ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλλησι και εξοικείωσι με όλα αυτά; Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι΄ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποία λογική του επιτρέπει να συμπνίγεται, ως από άκανθες, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας, είπε· «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται και ου τελεσφορούσιν (δεν καρποφορούν)». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.
Β. Πράγματι τα χρήματα είναι το όργανον του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνην, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέρασι, και έτσι θα ημπορέσης ευκόλως να περικόψης τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη, να μην υπάρχει το όργανο. Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πως θα ημπορέση να εκδιώξη το δεύτερο; Γι΄ αυτόν τον λόγο και ο Σωτήρ κατά την συζήτησί του με τον πλούσιο νεανία, δεν τον προστάσσει αμέσως να αποβάλη τα χρήματα, αλλά προηγουμένως τον ερωτά εάν έχη τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκαμε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ερωτά ο Κύριος: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν εδιδάχθης τις συλλαβές, εάν έχης μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειοτάτην ανάγνωσι· δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδιδε την διαβεβαίωσιν ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του εζητήθησαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι πως θα ημπορούσε να προχωρήση στην ανάγνωσιν, αφού δεν εγνώριζε να συλλαβίζη;
Είναι τέλειον αγαθόν η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίαν στενοχωρία, στην ψυχήν όμως έχουν άνεσι. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βιαίως πλέονονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή με την εκούσιο πτωχεία γίνεται πολύ σταθερά· αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερον λογισμό παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις ολίγον πιεσθούν, καταστρέφονται σαν τα εσχισμένα ενδύματα χωρίς να ημπορούν να υπομείνουν την πλύσι που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό· διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται. Θα ημπορούσε λοιπόν κανείς να ειπή ότι η ακτιμοσύνη είναι κειμήλιον αγαθόν για όσους έχουν ανδρείον φρόνημα· διότι αποτελεί χαλινόν των πρακτικών αμαρτημάτων.
Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθή με τους κόπους· εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτία και την λοιπήν άσκησι και με τον τρόπον αυτό να αποκτήση αυτήν την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία των, ως επί το πλείστον μετενόησαν. Καλή λοιπόν η ακτιμοσύνη, γι΄ αυτούς που είναι συνηθησμένοι στις αρετές· διότι αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριον, ψάλλοντας καθαρώς το θείον εκείνο λόγιον το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι· και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή)». Και με άλλον τρόπο πάλιν ωφελούνται από την αποβολήν του πλούτου· επειδή δεν έχουν τον νου των στους θησαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ· «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)». Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα κάμνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνον για την καθημερινήν τροφήν που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιον της πίστεως· προς αυτούς έχει λεχθή από τον Κύριο να μη μεριμνούν για την αύριον, και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια εβασίσθησαν - αφού είναι λόγια του Θεού - και λέγουν με παρρησία το γραφικόν εκείνο λόγιον: «επίστευσα, διο ελάλησα».
Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλυτέραν ήττα· διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψη. Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημιές. Πράγματι τι έχει να κάμη στους ακτήμονες; Τίποτε. Να κάψη χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίση τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάμη κακό στα φίλτατά των πρόσωπα, αλλά και αυτά τα απεχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μεγίστη λοιπόν μάστιγα κατά του εχθρού και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχήν η ακτημοσύνη.
Αυτά σας τα λέω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρόν. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνον σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικόν βίον. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βαλείν εις ασκούς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητικήν και πρακτικήν ζωή, διαφορετικά δε, κατά την δύναμί τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στην ξηράν, άλλα στο ύδωρ και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι· άλλοι μεν κατέχουν τον μέσον τρόπον ζωής όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη ωσάν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθή από τα ύδατα των αμαρτιών όπως οι ιχθύες· διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισέ με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων». Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων· εμείς όμως αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθωμε στα υψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα»· ας γίνωμε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχωμε εάν όλην μας την διάνοια την προσφέρωμε στον Σωτήρα.
[Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεόν των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογήν του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και ακολουθώντας το πατερικόν απόφθεγμα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης» καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικώς στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεόν.
Αυτήν την οδόν ηκολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρωμε τον ηγέτην και καθηγητήν της ερήμου Αντώνιον τον Μέγα ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτόν τον προβληματισμό]. Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν καθώς επήγαινε μίαν ημέρα προς τον ναό συγκέντρωσε τον νου του και περιπατώντας εσυλλογίζετο πως οι μεν Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ηκολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων επωλούσαν τα υπάρχοντά των και τα έφερναν και τα άφηναν εμπρός στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποία δε και πόση αμοιβή τους αναμένοι στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν εσκέπτετο αυτά εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμήν εκείνη το Ευαγγέλιον· ήκουσε τότε τον Κύριο να λέγη προς τον πλούσιον· «Ει θέλεις τέλειος είναι ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε ως από θείον χάρισμα ζωντανήν μέσα του την μνήμην των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι΄ αυτόν το ανάγνωσμα, εξήλθεν αμέσως από την Εκκλησία, και τα μεν κτήματα που είχεν από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα εχάρισε στους συγχωριανούς του, για να μη ενοχλήσουν σε τίποτε αυτόν και την μικρή του αδερφή με την οποίαν έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του. Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα επώλησεν όλα και αφού συγκέντρωσε αρκετά χρήματα τα έδωσε στους πτωχούς, κρατώντας μόνον ολίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησία ήκουσε να λέγη ο Κύριος στο Ευαγγέλιον· «Μη μεριμνήσητε περί της αύριον»·, δεν άντεξε τότε να περιμένη άλλο, και αφού εξήλθεν εμοίρασε και εκείνα στους πτωχούς. Ενεπιστεύθη την αδερφή του σε γνωστές και εμπείρους παρθένους, και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, ήρχισεν ο ίδιος την ζωήν της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτόν του και ζώντας με καρτερίαν και υπομονήν. Αργότερα ο πόθος που είχε προς τον Θεόν τον ωδήγησε στην βαθυτέραν έρημον όπου κατέστη φωστήρ της οικουμένης... Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθή παντού και εθαυμάζετο μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν ιδεί, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρωπίνην σοφίαν ούτε από κάποια τέχνη, αλλά μόνο από την θεοσέβειάν του. Και κανείς δεν ημπορεί να αρνηθή ότι αυτό ηταν δώρο του Θεού. Διότι πως, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα εγίνετο πασίγνωστος και στην Ισπανία και στην Γαλλία και στην Αφρικήν, εάν δεν είχε μέσα του τον Θεόν, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους ιδικούς του ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθή αυτό και στον Αντώνιον από την αρχή; Και αν αυτοί αποκρύπτουν την ζωή και τις πράξεις των και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσάν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν, και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.
Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί για να μάθουν ποίος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν» και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους όχι μόνον στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωήν, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβοήτους τόσον για την αρετή τους όσον και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.
Και εάν χρειασθή, ας αναγνωσθούν αυτά και στους εθνικούς, ώστε να αντιληφθούν έστω και με αυτόν τον τρόπον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνον Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνησίως και πιστεύουν σ΄ αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως θεούς, όχι μόνο δεν είναι θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονατι από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».



Α. Αγίου Βασιλείου Αρχιεπ. Καισαρείας του Μεγάλου
Β. Αγίου Αθανασίου Αρχιεπ. Αλεξανδρείας του Μεγάλου
Το αλίευσα ΕΔΩ ΕΔΩ

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Ἡ νηστεία εἶναι προκοπὴ τῶν οἴκων - Μέγας Βασίλειος

Ἡ νηστεία ἀναπέμπει τὴν προσευχὴ στὸν οὐρανό, μὲ τὸ νὰ γίνεται σ᾿ αὐτὴν κατὰ κάποιο τρόπο φτερὸ πρὸς τὴν ἄνω πορεία της. Ἡ νηστεία εἶναι προκοπὴ τῶν οἴκων, ὑγείας μητέρα, νεότητος παιδαγωγός, στολίδι στοὺς γέροντες, καλὴ συνοδοιπόρος στοὺς πεζοπόρους, ἀσφαλὴς ὁμόσκηνος στοὺς συγκατοίκους. Ὁ ἄνδρας δὲν ὑποψιάζεται κίνδυνο τοῦ γάμου, ὅταν βλέπει τὴν γυναῖκα νὰ ζεῖ μὲ τὴ νηστεία. Δὲν λυώνει ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ζηλοτυπία, ὅταν βλέπει τὸν ἄνδρα νὰ νηστεύει. Ποιὸς ἐζημίωσε τὸ σπίτι του μὲ τὴ νηστεία; Ὑπολόγισε σήμερα τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ὑπολόγισε τὰ καὶ μετά· δὲν θὰ λείψει τίποτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα στὸ σπίτι. Κανένα ζῷο δὲν βγάζει κραυγὲς θανάτου, πουθενὰ αἷμα, πουθενὰ ἀπόφαση, ποὺ ὑπαγορεύεται κατὰ τῶν ζῴων ἀπὸ τὴν ἄκαμπτη κοιλιά. Ἔχει σταματήσει τὸ μαχαῖρι τῶν μαγείρων· τὸ τραπέζι ἀρκεῖται στὰ πρόχειρα. Τὸ Σάββατο ἐδόθηκε στοὺς Ἰουδαίους, «γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ, λέγει, τὸ ὑποζύγιό σου καὶ o δοῦλος σου» (Ἔξοδ. 20, 10).
Μέγας Βασίλειος
Το αλίευσα ΕΔΩ

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Κυριακή Θ΄ Λουκά – Ομιλία του Μ. Βασιλείου περί πλεονεξίας και εις το καθελώ μου τας αποθήκας.

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21

Ομιλία του Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου, περί της πλεονεξίας, και του ρητού του κατά Λουκάν Ευαγγελίου «Καθελώ μου τας αποθήκας, και μείζονας οικοδομήσω».
Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθεί η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις, αλλά και να μην αλαζονευθεί κάποιος όταν τον δοξάζουν. Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής, ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη τη βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο να είχαν προβληθεί από τον εχθρό τα αγωνίσματα.


Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούσιος αυτός για τoν οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται. Αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήσει και άλλον. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν, και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνει πιο κοινωνική και ήμερη.

Διότι λέγει «ανθρώπου τινός πλουσίου ηφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο καθ’ εαυτόν, τι ποιήσω; Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Γιατί όμως είχαν τόσην ευφορία τα χωράφια ενός ανθρώπου ο οποίος κανένα καλόν δεν επρόκειτο να κάμει με τα αγαθά που θα απεκόμιζε; Για να φανεί περισσότερον η μακροθυμία του Θεού, και ότι η καλοσύνη του φθάνει μέχρι και του σημείου αυτού. Διότι «βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και ανατέλλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς». Η καλοσύνη του όμως αυτή επισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία για τους πονηρούς. Ποτίζει με τις βροχές την γη που καλλιεργείται από τα χέρια των πλεονεκτών. Έδωσε τον ήλιο για να θερμαίνει τους σπόρους και να πολλαπλασιάζει δια της ευφορίας τους καρπούς. Και όλα όσα προέρχονται από τον Θεόν παρόμοια είναι. Καταλληλότης της γης, εύκρατοι καταστάσεις των αέρων, αφθονίες σπερμάτων, συνεργία βοών και ό,τι άλλο βοηθεί στην προαγωγή της γεωργίας.

Τι είδους όμως είναι αυτά που προέρχονται από τον άνθρωπον; Η πικρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία στο να δώσει. Αυτά ανταπέδωσεν ο άνθρωπος για να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτην. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύση, δεν εθεώρησε απαραίτητο να διαμοιράσει το περίσσευμα του στους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολή «μη απόσχη ευ ποιείν ενδεή», και «ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλειπέτωσάν σε», και «διάθρυπτε (να διαμοιράζεις δηλαδή) πεινώντι τον άρτον σου». Και μολονότι όλοι οι Προφήτες και όλοι οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισηκούοντο από τον πλούσιον, αλλά οι μεν αποθήκες εκινδύνευαν να διαρραγούν στενοχωρούμενες από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών, η αμετάδοτος καρδία όμως δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτει συνεχώς τα νέα στα παλαιά, και να αυξάνει την ευπορία με την συγκομιδή κάθε ετους, περιέπεσε στην αδιέξοδον αυτήν αμηχανίαν. Ούτε επέτρεπε δηλαδή να ελαττωθούν τα παλαιά εξ αιτίας της πλεονεξίας, ούτε επαρκούσε να αποθηκεύσει τα νέα εξ αιτίας του πλήθους των. Γι’ αυτό και οι ιδέες του ήσαν αλλεπάλληλοι και οι φροντίδες ανυπέρβλητοι.

Τι να κάμω; Ποίος δεν θα ελυπείτο αυτόν που ευρίσκεται σε τόσην στενοχωρία; Ταλαίπωρος ενώπιον τόσο μεγάλης ευφορίας, ελεεινός εμπρός στα παρόντα αγαθά, ελεεινότερος ενώπιον των προσδοκωμένων. Δεν του αποφέρει εισοδήματα η γη. Στεναγμοί μόνον του φυτρώνουν. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά φροντίδες και λύπες και αμηχανίαν φοβερά. Θρηνεί όμοια με τους πτωχούς. Ή μήπως δεν εκβάλλει την ιδίαν φωνή και ο στενοχωρούμενος για την πτωχεία του; Τι να κάμω; Από πού τροφές; Από πού ενδύματα; Τα ιδια λέγει και ο πλούσιος. Η καρδία του πονά, η μέριμνα τον κατατρώγει. Πράγματι, αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λυώνει τον πλεονέκτη. Δεν χαίρεται που τα έχει όλα άφθονα και στην διάθεσή του, αλλά αντιθέτως ο πλούτος που ρέει γύρω του κεντά την ψυχήν του, μήπως καθώς ξεχειλίζει από τις αποθήκες χυθεί και προς τους έξω, και γίνει αφορμή κάποιου καλού για τους πτωχούς.

Και μου φαίνεται ότι το πάθος της ψυχής αυτού ομοιάζει με εκείνο των γαστριμάργων, οι οποίοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείματα στους ενδεείς. Συνειδητοποίησε, άνθρωπε, ποιος σου τα έδωσε. Ενθυμήσου ποιος είσαι, τι διαχειρίζεσαι, από ποίον τα έλαβες, για ποίον λόγον επροτιμήθης από τους πολλούς. Έγινες υπηρέτης του αγαθού Θεού, διαχειριστής για τους συναννθρώπους σου. Μη νομίζεις ότι όλα έχουν ετοιμασθεί για την κοιλία την ιδική σου. Να θεωρείς ως ξένα αυτά που έχεις στα χέρια σου. Προσωρινώς σε ευφραίνουν, έπειτα ξεγλιστρούν σαν το νερό και χάνονται. Θα απαιτηθεί όμως γι’ αυτά να δώσεις λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά συ τα έχεις αμπαρώσει όλα με θύρες και μοχλούς. Και αφού τα ασφάλισες καλά, επαγρυπνείς με τις φροντίδες τους, και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ανόητον σύμβουλο τον εαυτό σου. Τι να κάμω; Εύκολο ήταν να ειπείς ότι θα χορτάσω αυτούς που πεινούν, θα ανοίξω τις αποθήκες και θα καλέσω όσους έχουν ανάγκη. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας, θα ειπώ λόγον μεγαλόψυχο. Όσοι στερείσθε τον άρτον ελάτε εδώ, να λάβει ο καθένας από την δωρεά που έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν κάνεις έτσι. Τι δηλαδή; Φθονείς μάλιστα τους ανθρώπους για την απόλαυση των αγαθών, και δημιουργείς μέσα στην ψυχή σου πονηρούς συλλογισμούς, φροντίζοντας όχι πώς να χορηγήσεις στον καθένα ό,τι του χρειάζεται, αλλά πώς θα τα αποθηκεύσεις όλα, και έτσι θα αποστερήσεις όλους από την ωφέλεια που θα είχαν από αυτά.

Παρουσιάσθησαν εκείνοι που απαιτούν την ψυχήν του, και εκείνος συζητούσε με την ψυχήν του για τα φαγητά. Αυτή την νύχτα τον παρελάμβαναν, και αυτός εφαντάζετο πολυχρόνιο την απόλαυση. Του επετράπη όμως να κάνει όλες αυτές τις σκέψεις και να εκδηλώσει την εσωτερική του διάθεση, ώστε να δεχθεί απόφασιν ανάλογον με την προαίρεσή του.

Αυτό όμως μην το πάθεις εσύ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον έχει γραφεί. Για να αποφύγωμε την εξομοίωση με εκείνον. Την γη να μιμηθείς, ω άνθρωπε. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη, μη φανείς κατώτερος από αυτήν που δεν έχει ψυχήν. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς όχι για ιδικήν της απόλαυσιν, αλλά για να υπηρετήσει εσένα. Ενώ συ τον καρπό της αγαθοεργίας σου, για τον εαυτόν σου τον συγκεντρώνεις. Διότι οι δωρεές των αγαθών έργων επιστρέφουν στους δωρητάς. Έδωσες στον πεινασμένον; Αυτό που εδόθη γίνεται ιδικό σου, και μάλιστα επανέρχεται επηυξημένον. Όπως ακριβώς ο σίτος, όταν πέσει στην γη γίνεται κέρδος για τον σπορέα, έτσι και ο άρτος που κατετέθη στον πεινασμένον, αποδίδει ύστερα μεγάλον κέρδος. Ας σου γίνει λοιπόν το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην». Γιατί λοιπόν αδημονείς, γιατί κόπτεσαι, αγωνιζόμενος να περικλείσεις τον πλούτο με πηλό και πλίνθους; «Κρείσσον όνομα καλόν υπέρ πλούτον πολύν».

Εάν όμως θαυμάζεις τα χρήματα για την δόξα που απολαμβάνεις χάριν αυτών, σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεί το να αποκαλείσαι μυρίων τέκνων πατέρας, παρά να έχεις μυρίους στατήρες στο βαλάντιόν σου. Διότι τα χρήματα θα τα εγκαταλείψεις εδώ και χωρίς να το θέλεις, ενώ την υπόληψη για τα καλά εργα θα την προσκομίσεις στον Δεσπότην, όταν ολόκληρος λαός θα σε περικυκλώσει ενώπιον του κοινού Κριτού, και θα σε αποκαλούν τροφέα και ευεργέτην και με όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που διαθέτουν μέσα στα αμφιθέατρα τον πλούτο τους προς τους αθλητάς του παγκρατίου, και στους ηθοποιούς, και σε ορισμένους θηριομάχους ανθρώπους, τους οποίους θα σιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύσει, και αυτό για την τιμή της στιγμής και για τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του λαού. Και συ που μέλλεις να απολαύσεις τόσην μεγάλη δόξαν, είσαι τόσο μικροπρεπής όταν πρόκειται για παρόμοιες δαπάνες; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθεί, άγγελοι θα σε επευφημούν, όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι για σε τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών αυτών πραγμάτων. Όμως για κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, αφού η μέριμνά σου για τα παρόντα σε έκαμε να περιφρονείς τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, διάθεσε τον πλούτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος και λαμπρός, όσον αφορά στις δαπάνες γι’ αυτούς που έχουν ανάγκην. Ας λεχθεί και για σε: «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα».

Μην αυξάνεις τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μη περιμένεις πότε θα υπάρξει έλλειψις σίτου για να ανοίξεις τις σιταποθήκες. «Ο γαρ τιμιουλκών (που αυξάνει δηλαδή την τιμή) σίτον, δημοκατάρατος». Μην περιμένεις λιμοκτονία για να κερδίσεις χρυσόν, ούτε κοινήν στέρηση για να πλουτίσεις ο ίδιος. Μη καπηλευθείς ανθρώπινες συμφορές, μην εκμεταλλευθείς την οργήν αυτήν του Θεού για να αποκτήσεις χρηματικήν περιουσία. Μην ερεθίσεις τα τραύματα εκείνων που έχουν πληγωθεί από τις μάστιγες. Συ όμως αποβλέπεις στο χρήμα, και στον αδελφό δεν προσβλέπεις. Και γνωρίζεις μεν την σημασία που έχει το χάραγμα του κάθε νομίσματος, και ξεχωρίζεις το γνήσιον από το πλαστόν, αγνοείς όμως εντελώς τον αδελφό στην ώρα της ανάγκης. Και σε υπερευχαριστεί μεν το ωραίο χρώμα του χρυσού, δεν υπολογίζεις όμως πόσο σε επυβαρύνει ο στεναγμός του πτωχού. Πώς να σου κάμω γνωστά τα βάσανά του; Εκείνος, αφού παρατηρήσει τα όσα υπάρχουν μέσα στον οίκο του, βλέπει ότι ο μεν χρυσός ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Τα σκεύη δε και το ένδυμά του είναι τοιαύτα ώστε αν κάποιος πτωχός θελήσει να τα αποκτήσει, αξίζουν όλα μαζί ολίγους οβολούς. Τι λοιπόν; Στρέφει τώρα το βλέμμα στα παιδιά του για να οδηγήσει αυτά στην αγορά, και να εύρει από εκεί ανακούφισιν από τον θάνατον.

Αναλογίσου εδώ τι αγώνας γίνεται μεταξύ της ανάγκης που δημιουργεί η πείνα και της πατρικής στοργής. Η πείνα απειλεί με τον πιο οικτρόν θάνατον, ενώ η φύσις τον ωθεί να αποθάνει μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλές φορές όρμησε να το πραγματοποιήσει και άλλες τόσες οπισθοχώρησε, τελικώς υπέκυψε αφού τον εξεβίασε τόσον αμείλικτα η ανάγκη. Και τι συλλογίζεται τώρα ο πατέρας; Ποίον να θυσιάσω πρώτον; Ποίον θα ιδεί με ευχαρίστησιν ο σιτοπώλης; Να έλθω στον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά τον μικρό μου; Λυπούμαι όμως την ηλικία του, που δεν γνωρίζει από συμφορές. Ο ένας έχει φανερά τα χαρακτηριστικά των γονέων του, ο άλλος έχει καλήν επίδοση στα μαθήματα. Αλλοίμονο, τι αδιέξοδο; Τι θα γίνω; Ποίον θα αδικήσω; Ποίου θηρίου την καρδία να αναλάβω; Πώς να λησμονήσω την φύση; Εάν τους κρατήσω όλους, θα τους ιδώ όλους να αφανίζωνται από την πείνα. Εάν διαθέσω προς ανταλλαγήν τον ένα, με ποίους οφθαλμούς θα αντικρύσω τους υπολοίπους, αφού ήδη θα με υποπτεύωνται για έλλειψιν εμπιστοσυνης; Πώς θα κατοικώ εδώ μέσα, αφού μόνος μου κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνο; Πώς θα πλησιάσω σε τραπέζι που θα έχει γεμίσει με τον τρόπον αυτόν;

Και αυτός μεν έρχεται με άφθονα δάκρυα να πωλήσει το πιο αγαπημένο από τα παιδιά του, συ όμως δεν λυγίζεις από την συμφοράν, ούτε αναλογίζεσαι την φύσιν. Αλλά ενώ λιμοκτονία συνθλίβει τον ταλαίπωρο, συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι, και έτσι του κάνεις διαρκεστέρα την συμφορά. Και αυτός μεν προσφέρει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο των τροφών, το ιδικό σου όμως χέρι δεν ξηραίνεται υποδεχόμενο τιμήματα τοιούτων συμφορών, αλλά και αγωνίζεσαι για περισσότερον κέρδος. Φιλονικείς για να λάβεις όσο το δυνατόν περισσότερα και να δώσεις ολιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο την συμφοράν αυτού του δυστυχούς. Ούτε τα δάκρυα του πόνου ούτε ο στεναγμός σου μαλακώνουν την καρδίαν, αλλά μένεις άκαμπτος και αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις ως χρυσά, τα φαντάζεσαι όλα χρυσά, αυτό είναι το ονειρό σου όταν κοιμάσαι, αυτή η έννοια σου όταν ξυπνάς. Όπως ακριβώς οι μανιακοί δεν βλέπουν τα ίδια τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και η δική σου ψυχή, που έχει κυριευθεί από την φιλοχρηματία, τα βλέπει όλα ως χρυσόν και ως άργυρον. Πιό ευχαρίστως θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιον. Εύχεσαι όλα να μετατραπούν σε χρυσάφι, και ευρίσκεις βέβαια τρόπους να το κατορθώσεις όσον σου είναι δυνατόν.
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσεις χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σένα γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.

Στα λαίμαργα παιδιά πολλές φορές επιτρέπουμε αφειδώς να τρώγουν όσον και ό,τι επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν χορτασμό, να τους προκαλέσουμε αποστροφή. Με τον πλεονέκτην όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσον περισσότερα αποκτά τόσον πιο πολλά επιθυμεί. «Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε (μην προσκολλάτε δηλαδή) την καρδίαν». Συ όμως κρατείς τον πλούτο που συνεχώς αυξάνεται, και περιφράσσεις όλες τις διεξόδους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζει, τι σου προξενεί; Αχρηστεύει τις ασφάλειες, και μάλιστα βιαίως τώρα που έχει αμπαρωθεί, και πλημμυρίζει. Καταστρέφει τις αποθήκες του πλουσίου, κατεδαφίζει τα χρηματοκιβώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα οικοδομήσει μεγαλύτερες; Αμφίβολον είναι εάν και αυτές δεν τις παραδώσει στον κληρονόμο του κρημνισμένες. Διότι είναι δυνατόν γρηγορότερα να εγκαταλείψει αυτός την παρούσα ζωήν, παρά να χτισθούν εκείνες σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας.

Αλλά εκείνου μεν το τέλος είναι ανάλογον με τους κακούς σχεδιασμούς του. Σεις όμως, εάν μου έχετε εμπιστοσύνην, ανοίξτε όλες τις θύρες των χρηματοκιβωτίων, και αφήστε να ρέει άφθονος ο πλούτος. Όπως σε ένα μεγάλο ποτάμι που διοχετεύεται με πολυάριθμα κανάλια στην πολύκαρπο γη, έτσι και σεις αφήστε τον πλούτο να διαμοιρασθεί μέσα από διαφόρους δρόμους στις οικίες των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν αφθονώτερο νερό, ενώ όταν εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στερεύουν. Ομοίως και ο πλούτος, όταν μένει στάσιμος είναι άχρηστος, ενώ όταν κινείται και μεταδίδεται γίνεται κοινωφελής και καρποφόρος. Ω, πόσο μεγάλος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετουμένους! Μην τον καταφρονήσεις. Και πόσο μεγάλος ο μισθός από τον δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μην απιστήσεις.
Πάντοτε να σε συντροφεύει το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου. Αυτός, με το να φυλάσσει τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζει, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμη δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα. Δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς, και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της. Προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια Επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτη από καρπούς, και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος. Ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών. Διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθεί η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθείς αυτά που σου εδείχθησαν.

Και συ μεν συνομιλείς κρυφά με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως αυτά ελέγχονται στον ουρανό. Γι’ αυτό από εκεί σου έρχονται οι απαντήσεις. Ποία είναι όμως αυτά που λέγει; «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποκείμενα. Φάγε, πίε, ευφραίνου καθ’ ημέραν». Ω τι παραλογισμός. Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλλίτερο θα ημπορούσες να της ευαγγελισθείς; Τόσον κτηνώδης είσαι, τόσον αναίσθητος για τα αγαθά της ψυχής, ώστε να της προσφέρεις για να την περιποιηθείς βρώματα της σαρκός; Αυτά που προορίζονται για τον αφεδρώνα, εσύ τα παραπέμπεις στην ψυχή; Εάν μεν έχει αρετήν, εάν είναι πλήρης αγαθών έργων, εάν έχει προσοικειωθεί τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά, και ας ευφραίνεται με την καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως το φρόνημά σου είναι γήινο και έχεις θεόν την κοιλία και είσαι όλος σάρκινος, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουε την προσωνυμία που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος.

«Άφρον, ταύτη τη νυκτή την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Α δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Η γελοιοποίησις της απερισκεψίας είναι κακόν μεγαλύτερον από την αιώνιον κόλαση. Αυτός που πρόκειται εντός ολίγου να αρπαγεί από την ζωήν αυτή, τι συλλογίζεται; «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Πολύ καλά κάμνεις, θα ημπορούσα να του ειπώ. Αξίζει πράγματι να καταστραφούν τα ταμεία της αδικίας. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που κακώς έχεις οικοδομήσει. Ισοπέδωσε τις σιταποθήκες, από τις οποίες ποτέ κανείς δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που ασφαλίζει την πλεονεξίαν, απομάκρυνε την στέγην, γκρέμισε τους τοίχους, δείξε στον ήλιο τον μουχλιασμένον σίτο, βγάλε από την φυλακή τον δεσμευμένον πλούτο, φέρε στο φώς τα σκοτεινά καταγώγια του μαμωνά. «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Εάν όμως και αυτές τις γεμίσεις, τι άλλο άραγε θα διανοηθείς; Ή μήπως θα τις καταστρέψεις και πάλι θα τις οικοδομήσεις; Και τι είναι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζεις αδιάκοπα, να βιάζεσαι να οικοδομήσεις, και να τα καταστρέφεις πάλι με βιασύνην; Εάν θέλεις, έχεις αποθήκες, τις οικίες των πτωχών. Θησαύρισε για τον εαυτόν σου θησαυρό στον ουρανόν. Αυτά που εναποτίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει ούτε η σήψις τα αφανίζει ούτε τα κλέπτουν οι λησταί.

Αλλά θα δώσω σε αυτούς που έχουν ανάγκη όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες. Έχεις εξασφαλίσει λοιπόν την μακροζωία. Κοίταξε μη σε προλάβει αυτός που επείγεται να σε παραλάβει λόγω προθεσμίας. Η υπόσχεσις αυτή αποδεικνύει πονηρίαν και όχι καλωσύνην. Διότι υπόσχεσαι όχι για να δώσεις κατόπιν, αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τι σε εμποδίζει να τα δώσεις τώρα; Δεν έχεις τον πτωχόν ενώπιόν σου; Δεν είναι πλήρεις οι αποθήκες; Και ο μισθός δεν είναι έτοιμος; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο πεινασμένος λιώνει, ο γυμνός παγώνει, ο οφειλέτης άγχεται, και συ αναβάλλεις την ελεημοσύνην για την επαύριον; Άκου τoν Σολομώντα: «Μη είπεις, επανελθών επάνηκε (πήγαινε και ξαναγύρισε δηλαδή), αύριον δώσω… ου γαρ οίδα τι τέξεται η επιούσα». Τι παραγγέλματα περιφρονείς φράζοντας τα ώτα σου με την φιλαργυρία; Πόσην ευγνωμοσύνην έπρεπε να χρεωστά στον ευεργέτη, και να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς τις θύρες των άλλων, αλλά εκείνοι κρούουν τις ιδικές σου; Τώρα όμως είσαι κατηφής και αμίλητος, αποφεύγεις τις συναντήσεις, μη τυχόν αναγκασθείς να βγάλεις έστω και το παραμικρόν από τα χέρια σου. Ένα λόγο γνωρίζεις. Δεν έχω, δεν θα δώσω, είμαι πτωχός. Είσαι πράγματι πτωχός και στερημένος από κάθε αγαθόν. Πτωχός από αγάπη, πτωχός από φιλανθρωπία, πτωχός από πίστη στον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιωνία. Κάμε συμμετόχους στα τρόφιμα τους αδελφούς σου εκείνο που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ’ αυτόν που το στερείται. Η χειροτέρα μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίδει κάποιος στους ενδεείς ούτε από τα φθειρόμενα.

Και ποίον, λέγει, αδικώ, με το να κρατώ για τoν εαυτόν μου αυτά που μου ανήκουν; Ποία, ειπέ μου, είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα έλαβες, και τα έφερες στην ζωήν αυτήν; Όπως ακριβώς κάποιος που ευρίσκει στο θέατρο θέση με καλήν θέαν, εμποδίζει έπειτα τους εισερχομένους, θεωρώντας ως ιδικό του αυτό που προορίζεται για χρήσιν κοινήν, έτσι είναι και οι πλούσιοι. Αφού εκυρίευσαν εκ των προτέρων τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται απλώς επειδή τα επρόλαβαν. Εάν ο καθένας εκρατούσε εκείνο που αρκεί για την ικανοποίηση των αναγκών του, και άφηνε το περίσσευμα σ’ αυτόν που το χρειάζεται, κανείς δεν θα ήταν πλούσιος, αλλά και κανείς πτωχός. Γυμνός δεν εξήλθες από την κοιλία της μητέρας σου; Πάλι γυμνός δεν θα επιστρέψεις στην γη; Τα παρόντα λοιπόν από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγεις ότι μόνα τους ήλθαν, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον Σωτήρα. Εάν όμως ομολογείς ότι είναι από τον Θεόν, ειπέ μας τον λόγο για τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός που διανέμει άνισα τα βιοτικά, είναι άδικος; Γιατί ενώ συ πλουτείς, εκείνος είναι πτωχός; Για κανέναν άλλο λόγο, παρά για να λάβεις εσύ τον μισθόν της καλοσύνης και της καλής διαχειρίσεως, και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής. Συ όμως αφού τα περιέλαβες όλα στην αχόρταγον αγκάλη της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς όταν αποστερείς τόσους πολλούς; Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποίος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί όσα ανήκουν στον καθένα. Και συ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας, όταν αυτά που εδέχθης για να τα διαχειρισθείς, αυτά συ τα ιδιοποιείσαι; Ή θα ονομασθεί λωποδύτης εκείνος που απογυμνώνει τον ενδεδυμένον, αυτός δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπορεί να το κάμει, αξίζει να ονομασθεί αλλιώς; Ο άρτος που κρατάς εσύ ανήκει σ’ αυτόν που πεινά, το ένδυμα που συ φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκει στον γυμνόν, το υπόδημα που συ αφήνεις να σαπίσει ανήκει στον ανυπόδητον. Το χρήμα που έχεις εσύ κρυμμένο ανήκει σ’ αυτόν που το χρειάζεται. Ώστε αδικείς τόσους, όσους ημπορούσες να ευεργετήσεις.

Καλά τα λόγια, λέγει, αλλά καλλίτερος ο χρυσός. Όπως δηλαδή συμβαίνει με αυτούς που συζητούν με τους ακολάστους περί εγκρατείας. Πράγματι και εκείνοι όταν εξυβρίζεται η πόρνη, φλέγονται προς την επιθυμία, μόνον με την ενθύμηση. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτωχού, ώστε να μάθεις πόσο μεγάλοι στεναγμοί ευρίσκονται πίσω από τους θησαυρούς σου; Ω πόσον ποθητός θα σου φανεί κατά την ημέρα της κρίσεως ο λόγος αυτός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με». Αλλά πόσον μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοταδισμός θα σου προκληθούν όταν ακούσεις την καταδίκη: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το σκότος το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και ου περιεβάλλετέ με». Διότι εκεί δεν κατηγορείται ο άρπαγας, αλλά κατακρίνεται όποιος δεν μοιράζεται τα αγαθά του με τον πλησίον.

Εγώ μεν είπα όσα εθεώρησα ότι συμφέρουν. Για σένα δε, εάν πεισθείς, είναι ολοφάνερα τα αγαθά που σύμφωνα με τις επαγγελίες σε αναμένουν. Εάν όμως παρακούσεις, η απειλή έχει ήδη γραφεί. Από αυτήν την εμπειρία σου εύχομαι να διαφύγεις, αφού πρώτα αποκτήσεις καλλίτερον φρόνημα, για να σου γίνει λύτρον ο ίδιος ο πλούτος σου, και να εύρεις εκεί έτοιμα τα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους στην Βασιλείαν του, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
-Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 375 και εξής.Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς. Ορθόδοξη Πορεία.
Το αλίευσα ΕΔΩ

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Για τους δύσκολους καιρούς

normal_stavronikita88.jpg
Ο Μακάριος και ο Ιωάννης υπέφεραν πολύ τους καταδίωκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης* (361-363 μ.Χ.) για την Πίστη τους και από ό,τι αναφέρει ο Μ. Βασίλειος για να τους στηρίξει, και το αυτοκρατορικό περιβάλλον - «οι κρατούντες» ανώτεροι υπάλληλοι - και οι δικοί τους - «οι γνώριμοι», ίσως οικογενειακοί - πρόσθεταν τις απειλές τους και τις κολακείες τους.

Ο Μέγας Βασίλειος θέλοντας να τονώσει το ηθικό τους, αντιπαραβάλλει τους κόπους που έχουν οι γήινες επιδιώξεις με τις θλίψεις, που ο πιστός Χριστιανός σηκώνει χάριν του Χριστού. Και το πιο ισχυρό αντίβαρο, η συμμαχία στον αγώνα του Κυρίου Ιησού και η βασιλεία των ουρανών, που είναι το τέρμα των κόπων και των πόνων μας.

Αυτή η μεταφυσική διάσταση της επιστολής είναι για τους δύσκολους καιρούς, όπου αποθρασύνονται οι εχθροί της Πίστεως, η πνοή της αισιοδοξίας για την τελική νίκη της Αληθείας και για τη βράβευση των αγωνιστών της.

Σαν το Μακάριο και τον Ιωάννη της 18ης επιστολής του Μ. Βασιλείου πολλοί σήμερα αγωνίζονται, διώκονται και βασανίζονται είναι αυτοί που έχουν τη χάρη να βαστάζουν μέσα στην ψυχή τους την υπόθεση του Χριστού και στη δική μας εποχή.

Μ. Βασιλείου

Επιστολή 18η



Δεν ξαφνιάζουν οι γεωργικοί κόποι τους γεωργούς, ούτε είναι απροσδόκητη η θαλασσινή φουρτούνα για τους ναύτες, όπως και ο ιδρώτας δεν παραξενεύει τους εργάτες κατά το καλοκαίρι έτσι δεν είναι εκτός προγράμματος και η θλίψη της παρούσας ζωής, για εκείνους που διάλεξαν τη ζωή της ευσεβείας.

Αλλά στο καθένα επάγγελμα από αυτά που αναφέρθηκαν έχει συνταιριαχθεί ανάλογος κόπος που μας είναι γνωστός αυτοί δε που μετέχουν στο επάγγελμα, τον αναδέχονται τον πόνο αυτό, όχι βέβαια γιατί τους αρέσει να κοπιάζουν, αλλά διότι περιμένουν να απολαύσουν τα αγαθά που εκείνα - τα επαγγέλματα - αποδίδουν. Διότι οι ελπίδες που συγκρατούν και συναρμόζουν ολόκληρο τον βίο των ανθρώπων γλυκαίνουν και παρηγορούν τη δυσκολία που έχει το καθένα επάγγελμα.

Και άλλοι μεν από αυτούς που κοπιάζουν για τους καρπούς της γης ή για άλλα γήινα αγαθά, έχασαν παντελώς τις ελπίδες τους και απόλαυσαν τα αγαθά που περίμεναν μονάχα με τη φαντασία τους αλλά και άλλοι εις τους οποίους συνέβη να αποβούν τα αποτελέσματα κατά την επιθυμία τους, αναγκάσθηκαν και αυτοί να ελπίσουν και μια δεύτερη φορά, αφού η πρώτη τους ελπίδα γρήγορα έφυγε και μαράθηκε.

Μονάχα σ' αυτούς που καταπονούνται χάριν της ευσεβείας δεν εξαφάνισε τις ελπίδες το ψεύδος, ούτε το αποτέλεσμα κατάστρεψε τους αγώνες και τα βραβεία τους, εφόσον αυτούς τους παραλαμβάνει μόνιμη και ασφαλής η βασιλεία των ουρανών.

Να μη σας ταράζει λοιπόν καμιά συκοφαντία, μήτε φοβέρα των κρατούντων να σας τρομάζει ούτε και να σας λυπεί ειρωνεία και ύβρις των γνωστών σας ανθρώπων ούτε κρίση δυσμενής από εκείνους, που προσποιούνται ότι σας νοιάζονται κρύβοντας τις δόλιες προθέσεις τους κάτω από συμβουλές τίποτε να μη σας τρομάζει εφόσον μαζί σας συναγωνίζεται ο λόγος (το δόγμα) της αληθείας.

Αντιμέτωπος όλων αυτών ας μάχεται ο ορθός λογισμός και ας παρακαλεί να του γίνει σύμμαχος ο Διδάσκαλος της ευσεβείας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, χάριν του οποίου είναι γλυκύ πράγμα να πάσχει κανείς και το να πεθάνει είναι κέρδος.

* Κατά μιαν άλλη άποψη, τους καταδίωκαν οι Αρειανοί επί του αιρετικού Αυτοκράτορα Ουάλεντος (364-378 μ.Χ.)


Βασίλειος ο Μέγας
Το αλίευσα ΕΔΩ

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

2506_106171154912_106153794912_2348092_2435797_n.jpg
     Μαθαίνοντας ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει ποιος είναι ο Άγιος. Είδε τότε στήλη πυρός που έφθανε μέχρι τον ουρανό και άκουσε μια φωνή να λέει «Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πυρίνην ταύτην στήλην, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος».

Τότε γρήγορα έφυγε από την έρημο παίρνοντας μαζί του ένα διερμηνέα που να μιλάει την Ελληνική και Συριακή γλώσσα και πήγε να βρει τον Άγιο Βασίλειο. Έφθασε την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων, όταν την ώρα εκείνη λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος και βλέποντας ο Όσιος Εφραίμ τα λαμπρά και πολύτιμα άμφια τα οποία φορούσε ο Άγιος Βασίλειος, θέλησε να φύγει γιατί νόμιζε ότι μάταια πήγε.

Τότε έστειλε, ο Άγιος Βασίλειος ένα διάκονο να βρει στη δυτική πύλη τον Όσιο Εφραίμ και να τον φέρει στο ιερό.

Ο Όσιος δεν θέλησε να πάει λέγοντας στον διάκονο, ότι μάλλον πλανήθηκε ο Αρχιερέας, γιατί αυτοί είναι ξένοι. Έστειλε πάλι τον διάκονο ο Άγιος Βασίλειος λέγοντας του να του πει «Κύριε Εφραίμ, ελθέ εις το Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε έτσι ο Όσιος ότι στήλη πυρός ήταν ο Μέγας Βασίλειος και πήγε στο Άγιο Βήμα και αφού τον ασπάσθηκε συνομίλησε μαζί του για πνευματικά θέματα και θεία νοήματα.

Μια χάρη σου ζητώ, Άγιε Δέσποτα του είπε μέσω του διερμηνέα του ο Όσιος εφραίμ, να προσευχηθείς στον Κύριο μας να μου χαρίσει το Πανάγιο Πνεύμα την δύναμη να μιλήσω Ελληνικά.

Προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος μαζί με τον Όσιο Εφραίμ και να το θαύμα. Ο Όσιος πραγματικά μίλησε Ελληνικά. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος εχειροτόνησε τον Όσιο Εφραίμ Ιερέα και τον διερμηνέα του Διάκονο.

Το αλίευσα ΕΔΩ http://1myblog.pblogs.gr/

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης