Άγιος Οσιομάρτυς Μαλαχίας ο Λίνδιος
Στα 22 χρόνια ξενιτεύτηκε για την αγάπη του Χρίστου. Πήγε στις Κολοσσές της Φρυγίας, στην πατρίδα του Αγίου Τρύφωνα, την Λάμψακο, και από εκεί επισκεπτόμενος την Πελοπόννησο και διά φορα νησιά κατέληξε στην Φοινίκη. Από εκεί πήγε στην Αίγυπτο, την Λιβύη, το Όρος Σινά και τέλος έφθασε στα Ιεροσόλυμα οπού με πολύ πόθο και λαχτάρα προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, όπου ο Κύριος έζησε σωματικώς. Έμείνε αγωνιζόμενος με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές σε διάφορα άγια προσκυνήματα και διακόνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μας και στον Ναό της Αναστάσεως Του.
Βλέποντας ο εχθρός κάθε καλού διάβολος την μεγάλη πρόοδο και προκοπή του Αγίου στα πνευ ματικά τον φθόνησε και τον πολέμησε με μανία χρησιμοποιώντας σαν όργανό του έναν φανατικό Αγαρηνό. Ό Αγαρηνός αυτός συνάντησε μία μέρα τον Όσιο στην αγορά και τον ράπισε στο πρόσωπο λέγοντας του ψέματα ότι βλασφήμησε τον Μωάμεθ. Στην συνέχεια τον κατήγγειλε στον ηγεμόνα της πόλεως ο όποιος προσπάθησε με κολακείες να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπαστεί την θρησκεία του Μωάμεθ. «Δεν προσκυνώ εγώ» απάντησε με θάρρος ο Όσιος, «άνθρωπο διεφθαρμένο, ασελγή ακάθαρτο και νεκρό, ούτε αρνούμαι τον Χριστό και Θεό μου. Ποτέ να μην το δει αυτό, ούτε ο ήλιος, ούτε ή ημέρα. Δεν θα λατρέψω ποτέ τον διάβολο, ούτε υποτάσσομαι σε λόγια τυράννου και αποστάτη του Θεού. Είμαι δούλος του Χρίστου.»Λέγοντας αυτό έβγαλε το παπούτσι του και το έριξε στο πρόσωπο του ηγεμόνα.