Ἦταν
κάποιος γεωργός ἀπό τήν Ἱεριχώ, πού τόν εἶχαν φίλο καί τόν
ἀγαποῦσαν πολύ. Αὐτός εἶχε ἕνα μοναχογιό σέ νηπιακή
ἡλικία πού πέθανε. Τόν ἔβαλε, λοιπόν, ὁ πατέρας σ᾽ ἕνα
καλάθι μαζί μέ μερικούς καρπούς ἀπό τίς ἀπαρχές τῆς
συγκομιδῆς του, τά σκέπασε μέ ἀμπελόφυλλα καί παίρνοντάς τα
ἔτρεξε στή λαύρα. Χτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ κι ἀφοῦ βγῆκε ὁ Γεώργιος τοῦ ἄνοιξε καί τόν ὁδήγησε μέσα.
Πλησίασε,
λοιπόν, ὁ ἀγαπητός τό γέροντα, ἔβαλε μετάνοια, ἔβαλε τό
καλάθι μπροστά τους, τούς παρακάλεσε νά εὐλογήσουν τούς καρπούς
τῆς συγκομιδῆς του καί ὁ ἴδιος βγῆκε ἔξω. Κι οἱ ἀδελφοί
βγάζοντας τούς καρπούς ἀπό τό καλάθι, βρῆκαν καί τό νεκρό
νήπιο. Ταράχθηκε ὁ γέροντας, ὁ ἀββᾶς Ἡρακλείδης, ὅταν τό
εἶδε· εἶπε στόν ἀδελφό του· «κάλεσε αὐτόν τόν ἄνθρωπο, σάν
πειρασμός μᾶς ἦλθε σήμερα ἐδῶ πέρα· γιατί ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπω,
ἦλθε γιά νά πειράξει ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς».
Ὁ
ἀδελφός του τοῦ ἔβαλε μετάνοια (ἦταν τότε σαράντα χρονῶν
περίπου ἤ καί περισσότερο) καί τοῦ εἶπε· «μή λυπᾶσαι καί μήν
ὀργίζεσαι, πάτερ, ἀλλά ἔλα νά παρακαλέσουμε μέ πίστη τόν
πολυεύσπλαχνο καί πανοικτίρμονα Θεό· κι ἄν παραβλέψει τίς
ἁμαρτίες μας καί δεχθεῖ τήν παράκλησή μας κι ἀναστήσει τό
παιδί, φεύγει παίρνοντας τό παιδί του ζωντανό σύμφωνα μέ τήν
πίστη του. Ἄν δέν θέλει ἡ ἀγαθότης Του νά τό κάνει αὐτό, ἄς τόν
καλέσουμε καί νά τοῦ ποῦμε, σάν ἁμαρτωλοί πού εἴμαστε, δέν
ἐφθάσαμε σέ τέτοια μέτρα, οὔτε ἔχουμε τέτοια παρρησία».
Πείσθηκε,
λοιπόν, ὁ γέροντας καί στάθηκαν σέ προσευχή μέ δάκρυα καί
καρδιά συντετριμμένη. Καί ὁ παντελεήμων καί φιλάνθρωπος
Κύριος, ὁ ποιῶν τό θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτόν, καί ἄκουσε
τήν προσευχή των καί τό παιδί ἀνέστησε. Τότε κάλεσαν τόν
πατέρα του καί τοῦ εἶπαν· «νά, ἔχεις τό γιό σου ζωντανό χάρις
στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κοίταξε μήν πεῖς τίποτε καί μᾶς
βάλεις σέ κόπους καί θλίψεις». Αὐτός τό πῆρε καί ἔφυγε
εὐλογώντας καί δοξάζοντας τόν εὐεργέτη καί ἐλεήμονα καί
ζωοδότη Θεό.
Το αλίευσα ΕΔΩ