Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στα έρημα
σοκάκια του Σχοινουδίου περπατά βιαστικά ένα επτάχρονα αγόρι. Προορισμός
του ένα αρχοντικό σπίτι στο Χάλακα, στο οποίο πρέπει να φτάσει
ακολουθώντας διαφορετική διαδρομή κάθε φορά, για να μην κινήσει τις
υποψίες των Τούρκων και αποφεύγοντας να περάσει από τον κεντρικό δρόμο
με τα καφενεία, όπου μαζί με τους Έλληνες θαμώνες σύχναζαν και οι
Τούρκοι δάσκαλοι του σχολείου του.
Με πολλές προφυλάξεις και προσέχοντας να
μην το δει κανένας, φτάνει στο αρχοντόσπιτο, χτυπά την πόρτα, την οποία
ανοίγει αμέσως, σαν να περίμενε η ψιλόλιγνη και ευγενική οικοδέσποινα
του σπιτιού, βάζει μέσα το παγωμένο αγοράκι χαιδευοντάς του τα μαλλιά.
Το οδηγεί στο καθιστικό, με την κεραμική σόμπα να ζεσταίνει το χώρο,
δυναμώνει το φως στη πορσελάνινη γκαζόλαμπα και κάθεται στο τραπέζι
προτείνοντας στο αγόρι να κάνει το ίδιο. Το αγόρι πριν καθίσει βγάζει το
πανωφόρι του και βγάζει πάνω στο τραπέζι το φθαρμένο βιβλίο της πρώτης
δημοτικού καθώς και ένα τετράδιο. Το πρώτο μάθημα Ελληνικών είχε ήδη
αρχίσει. Από τότε, έγιναν αρκετά μαθήματα, χειμώνες και καλοκαίρια. Το
χειμώνα το βιβλίο και το τετράδιο κρυμμένα κάτω από το παλτό, περασμένα
στη ζώνη του παντελονιού ενώ τα καλοκαίρια κρυμμένα σε ένα καλάθι,
τυλιγμένα σε μια μεσάλα (πετσέτα) η οποία καλύπτοντας από ζαρζαβατικά.
Έτσι μάθαμε τα Ελληνικά γράμματα τη χρονική περίοδο μετά το κλείσιμο των
Ελληνικών σχολείων στην Ίμβρο.
Η δασκάλα μου ήταν η Ευσεβία Μουχάλη η
οποία μαζί με τον σύζυγό της Σωτήρη Πρίγκο, τον Κώστα Ξένο, την Ευγνωμία
Ξένου και την Κωνσταντίνα Στέκα-Κανλή μας δίδασκαν τη γραφή, την
ανάγνωση και τη γραμματική της Ελληνικής γλώσσας. Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί
μας στο πολύπαθο Σχοινούδι οι οποίοι ριψοκινδυνεύοντας την ελευθερία
τους, μας δίδαξαν τα πρώτα Ελληνικά γράμματα. Θα τους θυμόμαστε για
πάντα και θα τους ευγνωμονούμε.