του Κωνσταντίνου Χολέβα*
Στις 8 Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από την ανακήρυξη της
ανεξαρτησίας της ψευδεπίγραφης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», δηλαδή του
γειτονικού μας κράτους των Σκοπίων.
Είναι ευκαιρία, λοιπόν, να κάνουμε μία σύντομη αναδρομή σ’ αυτή την
εικοσαετία και να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον. Από την
πρώτη στιγμή της γεννήσεώς του το κράτος αυτό βασίσθηκε στο ψεύδος….
Το ερώτημα του δημοψηφίσματος του 1991 ήταν: «Θέλετε να ανακηρυχθεί η
Δημοκρατία της Μακεδονίας μέσα σε μία συνομοσπονδία των γιουγκοσλαβικών
λαών;».
Δηλαδή οι πολίτες που ψήφισαν ΝΑΙ πιθανότατα να ήθελαν την παραμονή
των Σκοπίων στην τότε εν ζωή Γιουγκοσλαβία, αλλά τελικά η ο Γκλιγκόροφ
και οι συνεργάτες του υφήρπασαν αυτή την ψήφο και ανακήρυξαν κράτος
αποσχιζόμενοι τελείως από το πολυεθνικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας.
Βεβαίως το ψεύδος ενυπήρχε στην όλη υπόθεση του «μακεδονισμού» από το 1944.
Τότε ο κομουνιστής δικτάτωρ Τίτο, αρχηγός των Παρτιζάνων του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, κατασκεύασε το «μακεδονικό ἐθνος» , αναμιγνύοντας
Σέρβους, Βουλγάρους, Έλληνες και άλλους κατοίκους της περιοχής
Βάρνταρσκα, δηλαδή της νοτίου Σερβίας.
Ένα τέτοιο έθνος μέχρι τότε δεν είχε καταγραφεί ούτε σε απογραφές
Οθωμανών ή Γερμανών κατακτητών των Βαλκανίων, ούτε σε περιγραφές ξένων
περιηγητών.
Άλλωστε στον Μακεδονικό Αγώνα 1903-1908 η σύγκρουση –εκκλησιαστική,
εκπαιδευτική, και κυρίως ένοπλη- έλαβε χώραν μεταξύ Ελλήνων
(Πατριαρχικών) και Βουλγαριζόντων (Εξαρχικών). Ουδείς δήλωνε ότι ανήκει
σε ξεχωριστή εθνότητα Μακεδόνων.
Η χρήση μιας ελληνοβουλγαρικής διαλέκτου από μερικές χιλιάδες εντοπίων δεν ήταν ασφαλές αποδεικτικό εθνοτικής ταυτότητας.
Πολλοί αγωνιστές της ελληνικής υποθέσεως μιλούσαν αυτό το τοπικό
ιδίωμα. Έτσι και σήμερα κακώς προβάλλεται η χρήση του γλωσσικού
ιδιώματος από μικρό αριθμό κατοίκων της Δ. Μακεδονίας ως δήθεν απόδειξη
«μακεδονικής» και μη ελληνικής συνειδήσεως.
Τα είκοσι χρόνια που πέρασαν μάς έδωσαν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε
τη δύναμη της λαϊκής βούλησης, όταν αυτή κινητοποιείται για ένα
υψηλόφρονα σκοπό και όταν εκφράζεται δυναμικά, δημοκρατικά και με σαφή
επιχειρήματα.
Τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια της περιόδου 1992-1994 στη Θεσσαλονίκη,
στην Αθήνα, στη Λευκωσία, στη Μελβούρνη, στη Νέα Υόρκη και όπου αλλού
ζουν Έλληνες, εμπόδισαν κάποιους Έλληνες ενδοτικούς πολιτικούς να
παραχωρήσουν το όνομα της Μακεδονίας στα Σκόπια με επίσημη ελληνική
υπογραφή.
Το 1995 ο τότε υπεύθυνος της Ευρ. Ενώσεως για τα Βαλκάνια Ντέϊβιντ
Όουεν, πρώην ΥΠΕΞ της Μ. Βρετανίας, βρέθηκε γία μία ομιλία στην Αθήνα.
Ήμουν αυτήκοος μάρτυς της απαντήσεώς του ότι δηλαδή τα συλλαλητήρια
της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών με τη συμμετοχή τουλάχιστον ενός
εκατομμυρίου Ελλήνων σε κάθε πόλη, τον έπεισαν ότι υπάρχει σοβαρό
πρόβλημα με την προκλητικότητα των Σκοπίων. Φωνή λαού, οργή Θεού!
Το σκοπιανό πρόβλημα ανέδειξε την πενία των επιχειρημάτων της
υποχωρητικής μερίδας στην κοινωνίας μας και εκείνων που ήθελαν εξ αρχής
να «ξεφορτωθούμε» το πρόβλημα, δηλαδή να χαρίσουμε σε ένα πολυεθνικό
υβρίδιο την ιστορία και τον πολιτισμό της Μακεδονίας.
Πρώτα ανακάλυψαν ότι είχαμε ευκαιρία να λύσουμε τη διένεξη με τον
όρο «Σλαβομακεδονία» και με την παρέμβαση του Πορτογάλου ΥΠΕΞ Πινέϊρο.
Έχυσαν ποταμούς μελανιού για να καταδικάσουν τους εθνικιστές που δεν
δέχθηκαν το πακέττο Πινέϊρο, αλλά δεν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν τα
Απομνημονεύματα του τότε Σκοπιανού Προέδρου Κίρο Γκλιγκόροφ, ο οποίος
παραδέχεται ότι ουδέποτε τα Σκόπια δέχθηκαν να συζητήσουν την πρόταση
αυτή.
Στη συνέχεια επιστρατεύθηκε το επιχείρημα ότι θα ανοίξουμε μερικές
επιχειρήσεις στα Σκόπια και θα αλώσουμε την εξωτερική πολιτική τους.
Τελικά συνέβη το αντίθετο.
Η περίφημη οικονομική διπλωματία μας οδήγησε ελληνικά κεφάλια να
εγκλωβισθούν στην σκοπιανή οικονομία και η ανταμοιβή μας ήταν η όλο και
περισσότερο εντονότερη σκλήρυνση των σκοπιανών αλυτρωτικών και
ανθελληνικών θέσεων.
Οι οπαδοί των υποχωρήσεων δεν κάμφθηκαν και ανακάλυψαν τη διεθνή
πίεση, ότι δηλαδή πολλές ξένες χώρες αναγνωρίζουν τα Σκόπια ως
«Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Αλλά λησμονούν ότι όταν κάποιος σού καταπατήσει το χωράφι, από
εσένα, τον νόμιμο ιδιοκτήτη, περιμένει την αναγνώριση της παράνομης
κατοχής του και όχι από τους γείτονες.
Και νόμιμος κάτοχος των ιστορικών τίτλων επί της Μακεδονίας, αρχαίας και νεώτερης, είμαστε μόνον εμείς οι Έλληνες.
Αυτό παραδέχονται δεκάδες Αμερικανοί ιστορικοί με επιστολή τους προς
τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, αυτό αποδεικνύουν όλες οι ιστορικές πηγές, αυτό
ομολογεί ακόμη και ο αντιπαθής από την υπόθεση της Κύπρου, Χένρι
Κίσσιγκερ, ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ το 1974.
Ένα ακόμη επιχείρημα των υποχωρητικών, ήταν ότι κανένα κράτος δεν
μπορεί σήμερα να υποχρεωθεί να αλλάξει το συνταγματικό του όνομα. Κι
όμως το 2002 η μέχρι τότε ονομαζομένη Νέα Γιουγκοσλαβία αναγκάσθηκε από
την Ευρ. Ένωση και τον Επίτροπο Χαβιέ Σολάνα μέσα σε ένα βράδυ να
μετονομασθεί σε «Σερβία – Μαυροβούνιο». Χρειάζεται διπλωματική πίεση και
εμείς δεν την ασκήσαμε όσο έπρεπε.
Το κράτος της ΦΥΡΟΜ αποτελεί ουσιαστικά ένα υβρίδιο, δηλαδή ένα αποτυχημένο πείραμα κατασκευής νέας εθνότητας.
Ήδη άρχισαν να αναφύονται τα προβλήματα που προκαλεί ο βιασμός της
ιστορίας και της εθνολογίας από τον Τίτο και τους επιγόνους του.
Το 30% του πληθυσμού είναι Αλβανοί με αποσχιστικές τάσεις προς το
Κοσσυφοπέδιο. Χιλιάδες ψευδομακεδόνες δηλώνουν πλέον Βούλγαροι, ενώ
άγνωστος είναι ο αριθμός της καταπιεσμένης ελληνικής μειονότητας.
Μήπως τελικά το πρόβλημα του ονόματος θα λυθεί με τη διάλυση του σκοπιανού υβριδίου;
ΠΗΓΗ: ”ΑΝΤΙΒΑΡΟ”
Το αλίευσα ΕΔΩ ΕΔΩ