Κυριακή Θ΄ Λουκά 17/11/2024
Ευαγγέλιο
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ιβ´ 16 – 21
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα·
16 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς μίαν παραβολὴν λέγων· Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου εὐτύχησαν καὶ ἀπέδωκαν πλουσίαν παραγωγὴν τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια.
17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
17 Καὶ ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῇ δὲ καὶ ὁ ἴδιος διὰ τὴν εὐφορίαν αὐτήν, ἐσυλλογίζετο μέσα του καὶ ἐζαλίζετο λέγων· Τί νὰ κάμω, διότι δὲν ἔχω ποὺ νὰ συνάξω τοὺς περισσεύοντας καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου, οἱ ὁποῖοι θέλω νὰ γίνουν ὅλοι ἰδικοί μου, ὥστε νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος ἐγώ;
18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,
18 Καὶ ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ μεγάλην σκέψιν καὶ συλλογισμὸν εἶπε· Τοῦτο θὰ κάμω· θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλυτέρας καὶ εὐρυχωροτέρας. Καὶ θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου.
19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
19 Καὶ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ μόνον τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας ἐγνώρισα, θὰ εἴπω εἰς τὴν ψυχήν μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ σὲ φθάνουν διὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι διὰ τίποτε πλέον, ἀλλὰ ἀπόλαυσε ζωὴν ἀναπαυτικήν· φάγε, πίε, εὐφραίνου.
20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
20 Ἀφοῦ ὅμως τὰ ἐτοίμασεν ὅλα, προτοῦ ἀκόμη προφθάσῃ νὰ εἴπῃ εἰς τὴν ψυχήν του τὰ ὅσα ἐσχεδίαζε, τοῦ εἶπεν ὁ Θεὸς εἴτε διὰ τῆς συνειδήσεως εἴτε εἰς τὸν ὕπνόν του· Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ποὺ ἐστήριξες τὴν εὐτυχίαν σου εἰς μόνας τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας σου καὶ ἐνόμισες ὅτι ἡ μακροζωΐα σου ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ ἐμέ. Τὴν νύκτα αὐτήν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ ὠνειρεύεσο ὡς νύκτα εὐτυχίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ ἤρχιζεν ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή σου, ζητοῦν χωρὶς ἄλλο νὰ πάρουν τὴν ψυχήν σου. Μετ’ ὀλίγον πεθαίνεις. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἐτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι καὶ εἰς ποίους κληρονόμους θὰ περιέλθουν
21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
21 Ἔτσι θὰ τὴν πάθῃ καὶ τέτοιο τέλος θὰ ἔχῃ ἐκεῖνος, ποὺ θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ αὐτὸς καὶ μόνον ἐγωϊστικὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ δὲν ἀποταμιεύει μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἰς τὸν οὐρανὸν θησαυροὺς πνευματικούς, εἰς τοὺς ὁποίους καὶ μόνους ἀρέσκεται ὁ Θεός.
Το αλίευσα ΕΔΩ