Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Νοεμβρίου 2024, ΙΘ΄ Κυριακῆς Ἐπιστολῶν

  Παύλος: Ο Μέγας Απόστολος των Εθνών

 Κυριακή Ε΄ Λουκά 3/11/2024

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ια’ 31 – ιβ’ 9

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ

31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι.

31 Θὰ σᾶς εἴπω πράγματα, ποὺ ἴσως σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, γνωρίζει, ὅτι δὲν ψεύδομαι.

32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων,

32 Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ διοικητής, ποὺ εἶχε διορισθῆ ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἄρέταν, ἐφρούρει τὴν πόλιν τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβῃ.

33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

33 Καὶ ἀπὸ κάποιο παράθυρο μὲ κατέβασαν κάτω μέσα εἰς κάλαθον δικτυωτὸν διὰ μέσου τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἐξέφυγα ἀπὸ τὰς χεῖρας του.

1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου.

1 Νὰ σᾶς ὁμιλήσω λοιπὸν καὶ δι’ ἄλλους διωγμούς μου, δὲν μὲ συμφέρει νὰ καυχῶμαι. Παύω διὰ τοῦτο νὰ ὁμιλῶ περὶ τῶν διωγμῶν καὶ τῶν ἄλλων κόπων μου, διότι ἄλλως τε θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τὰς ὁποίας ἔλαβον ἀπὸ τὸν Κύριον.

2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ.

2 Γνωρίζω ἄνθρωπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς στενὴν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Χριστόν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν, εἴτε ἦτο εἰς τὸ σῶμα του κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, εἴτε ἦτο εἰς ἔκστασιν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν γνωρίζω.Ὁ Θεὸς ἠξεύρει. Γνωρίζω μόνον ὅτι ἡρπάγῃ ὁ τοιοῦτος καὶ ἐσηκώθη ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν, ποὺ διαμένουν αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις.

3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν·

3 Καὶ γνωρίζω, ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ μόνην τὴν ψυχήν του δὲν γνωρίζω· ὁ Θεὸς γνωρίζει)

4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.

4 ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσε λόγους, ποὺ γλῶσσα ἀνθρωπίνη δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς εἴπη, καὶ τοὺς ὁποίους διὰ τὴν ἱερότητά των δὲν ἐπιτρέπεται εἰς ἄνθρωπον νὰ τοὺς εἴπῃ.

5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου.

5 Διὰ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ. Δὲν εἶναι ὁ συνήθης Παῦλος αὐτός, ἀλλὰ ἄλλος Παῦλος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔδωκε χάριτας. Διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνον εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου δεικνύεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μὲ ἀφίνει νὰ καταβληθῶ.

6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.

6 Μόνον διὰ τὰς ἀσθενείας μου αὐτὰς θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι διὰ τὰς ἐπιτυχίας καὶ τὴν δρᾶσιν μου. Διότι, ἐὰν θελήσω καὶ δι’ αὐτὰ νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, διότι θὰ εἴπω ἀλήθειαν. Δυσκολεύομαι ὅμως νὰ καυχηθῶ, διὰ νὰ μὴ μοῦ λογαριάσῃ κανεὶς παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, ποὺ βλέπει εἰς ἑμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἑμέ.

7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.

7 Καὶ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς καὶ μοῦ ἐδόθη ξύλον ἀκανθωτὸν εἰς τὸ σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτος, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ διὰ νὰ μὲ κτυπᾶ κατὰ πρόσωπον καὶ μὲ ταλαιπωρῇ, διά νὰ μὴ ὑπερηφανεύωμαι.

8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ·

8 Διὰ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν τρεῖς φορὰς παρεκάλεσα τὸν Κύριον νὰ μοῦ τὸν ἀπομακρύνῃ.

9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

9 Καὶ μοῦ ἔχει εἴπει ὁ Κύριος· Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίδω. Διότι ἡ δύναμίς μου ἀναδεικνύεται τελεία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενὴς καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσίν μου κατορθώνῃ μεγάλα καὶ θαυμαστά. Πάρα πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχῶμαι περισσότερον εἰς τὰς ἀσθενείας μου, διὰ νὰ κατοικήσῃ μέσα μου ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Κυριακὴ E΄ Λουκᾶ – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Νοεμβρίου 2024

 

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Νοεμβρίου 2024, Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. ις΄ 19-31) 

19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐ­φ­ραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνό­ματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλ­κωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆ­­ναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆ­ναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων­ εἰς τὸν κόλπον Ἀβρα­άμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑ­­πάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶ­πε·­ πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέη­σόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵ­να βά­ψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυ­νῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζω­­ῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁ­­­μοίως­ τὰ κακά· νῦν δὲ ὧ­­δε πα­ρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυ­νᾶ­σαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις με­ταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μη­δὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς δια­περῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελ­φούς· ὅπως διαμαρτύρηται­ αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλ­θωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦ­τον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔ­­χουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐ­τῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐ­τούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθή­σον­ται. 

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ 

19 Συνεχίζοντας ὁ Κύριος τή διδασκαλία του γιά τήν κα­λή χρησιμοποίηση τοῦ πλούτου, εἶπε καί τήν ἀκό­λου­θη παραβολή: Ὑπῆρχε κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖ­ος φοροῦσε βασιλικά ἐνδύματα. Ἀπ’ ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλ­λινο κόκκινο καί πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπό μέσα φο­ροῦσε λευκό χιτώνα πολυτελή ἀπό λεπτό αἰγυπτια­κό λινάρι. Καί διασκέδαζε σέ πλούσια συμπόσια κά­θε μέρα μέ μεγαλοπρέπεια. 20 Ἦταν ὅμως καί κάποιος φτωχός πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος πληγές καί παραπεταμένος κοντά στήν ἐξώ­πορ­τα τοῦ πλουσίου. 21 Καί προσπαθοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλά σά νά μήν τοῦ ἔφτανε ἡ στέρησή του αὐτή, καθώς ἦταν καί σχεδόν γυ­μνός, ἔρχονταν καί οἱ σκύλοι καί ἔγλειφαν τίς πληγές του. Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Λάζαρος δέν ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του οὔτε τήν παραμικρή λέξη παραπόνου ἐ­να­ν­τί­ον τοῦ πλουσίου ἤ κάποιο γογγυσμό ἐναντίον τοῦ Θε­οῦ. 22 Κάποτε λοιπόν πέθανε ὁ φτωχός, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τόν μετέφεραν στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, γιά νά βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στόν παράδεισο. Πέθανε κάποτε καί ὁ πλούσιος, καί οἱ ἄνθρωποι τόν ἔθαψαν μέ μεγαλοπρέπεια. Πουθενά ὅμως δέν φάνηκαν γι’ αὐτόν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. 23 Καί στόν τόπο τοῦ Ἅδη, καθώς βασανιζόταν, σήκωσε τά μάτια του καί εἶδε ἀπό μακριά τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο νά εἶναι στήν ἀγκαλιά του. 24 Αὐτός λοιπόν πού στή γῆ τά εἶχε ὅλα καί δέν παρα­καλοῦσε κανένα νά τόν βοηθήσει, φώναξε τώρα καί εἶπε: Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καί στεῖλε τόν Λάζαρο νά βρέξει μέ νερό τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καί νά δροσίσει τή γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι καί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. 25 Ὁ Ἀβραάμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μέ τό παραπάνω τά ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στή γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀντίστοιχα ἀπόλαυσε τά κακά τῆς δυστυχίας καί τῆς ἀσθένειας. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι’ αὐτά πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καί βασα­νί­ζεσαι χωρίς διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καί συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πά­νω στή γῆ. 26 Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοί πού θέλουν νά διαβοῦν ἀπό ἐδῶ σέ σᾶς νά μήν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπό ἐκεῖ νά μποροῦν νά περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. 27 Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στήν ἐπίγεια ζωή του, μετά τό θάνατό του δέν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σέ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ, στεῖλε τόν Λάζαρο στό σπίτι τοῦ πατέρα μου. 28 Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς. Στεῖλε τον νά τούς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης μάρτυρας γιά ὅσα συμβαίνουν ἐδῶ, γιά νά μήν ἔλθουν κι αὐτοί στόν τόπο αὐτό τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. 29 Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν τόν Μωυσῆ καί τούς προ­φῆτες πού τούς βεβαιώνουν γι’ αὐτά. Ἄς ἀκούσουν ἐκεί­νους. 30 Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δέν θά ὑπακούσουν στό Μωυσῆ καί στούς προφῆτες. Ἐάν ὅμως πάει σ’ αὐτούς κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, θά με­τανοήσουν. 31 Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐάν δέν ἔχουν τήν κα­λή δι­ά­θεση νά ὑπακούσουν στό Μωυσῆ καί στούς προ­φῆ­τες, δέν θά πεισθοῦν, ἀκόμη κι ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη τους ἐντύπωση ἀπό τήν ἀνάσταση, θά ἐπανέλθουν πά­λι στήν προηγούμενή τους σκληρότητα. 

Το αλίευσα ΕΔΩ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης