Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης

γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης 15 January 2013 Δημήτρης Νατσιός, Ιστορία: 1821-Επανάσταση Το γράφω και το ξαναγράφω εν είδει λυγμού πλέον: «Όλα τα έθνη για να προοδεύσουν πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω», κατά το αειθαλή λόγο του αθηναιογράφου Δημήτρη Καμπούρογλου. Πίσω, όχι ως στείρα προγονολατρία και μίζερη καημενολογία για περασμένα μεγαλεία, αλλά για να αναπνεύσουμε λίγο, να στυλωθούμε και πάλι στα πόδια μας, να αποτινάξουμε τα σάβανα της ντροπής και της ενοχής που μας φόρτωσαν οι ανθρωποκάμπιες που «ορίζουν» τις τύχες του τόπου και του κόσμου. «Είμαστε λαός με παλικαρίσια ψυχή» μας κανοναρχούσε ο Σεφέρης, δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και την ψυχή μας, την ακατάλυτη, την ρωμαίικη, δεν θα την «ματαβρούμε», όταν θα έλθει η «ανάπτυξη» και οι ελεημοσύνες από την Ευρωπαϊκή Έ-κκε-νωση, αλλά όταν «αγροικήσει», «τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει», η ψυχή μας, η γεμάτη μπάζα και σκύβαλα. Όχι ότι το παρελθόν ήταν παραδείσια ζωή. Δεν το εξωραϊζουμε. Και οι παλιοί, «οι αρχαίοι άνθρωποι» του Κόντογλου, είχαν τα πάθια και τους καημούς τους και επλεόναζεν η αμαρτία, αλλά υπήρχε μια αρχοντιά, μια πνευματικότητα γνήσια και ακίβδηλη, πίστη και μετάνοια δεν τους έλειπαν. Με αυτές γαλήνευε η ψυχή τους. Μ’ αυτούς τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να ξαναμιλήσουμε. Να ακούσουμε τις ορμήνειες τους, τις συμβουλές τους, να δούμε την ζωή τους, να γνωρίσουμε την Ελλάδα, την πραγματική, την αληθινή πατρίδα μας, αυτή που γέννησε Ομήρους, Χρυσοστόμους και Παλαιολόγους και Κανάρηδες, ανθρώπους που μοσκοβολάνε σαν το Τίμιο Ξύλο και όχι το τωρινό, μουχλιασμένο αποφόρι των Φράγκων και των ημέτερων μασκαράδων. «Από στεριά κι από θάλασσα βγαίνει φωνή και βόγγος: θέλουμε να ζήσουμε ελληνικά! Ελλάδα χωρίς ζωή ελληνική, είναι Ελλάδα πεθαμένη». Λόγια του Κόντογλου. (Όποιος διάβασε το «Ευλογημένο Καταφύγιο» θα καταλάβει το γιατί οι συνεχείς παραπομπές στο μεγάλο Δάσκαλο του Γένους). Συνηθίζω μες στην τάξη – φέτος διδάσκω Στ’ Δημοτικού- «να προβάλλω» στους μαθητές μου τους ήρωες του Εικοσιένα. Εξάλλου η ιστορία που διδασκόμαστε σ ’αυτήν την τάξη είναι η νεώτερη στην οποία κυριαρχεί η Ευλογημένη Επανάσταση. Ενθουσιάζονται τα παιδιά, όταν ακούνε λόγια και επεισόδια της ζωής των αγωνιστών, που διασώθηκαν στην τότε λαϊκή γλώσσα και όχι στις ψυχρές και άψυχες αρχαϊκούρες των γραμματιζούμενων. Αλλά εδώ απαιτείται μια επεξηγηματική παρένθεση. Είναι γνωστό πως μετά την απελευθέρωση το έθνος έπρεπε να οργανωθεί κατά το πρότυπα της πεφωτισμένης Δύσης, ώστε να καταστεί «εφάμιλλον» αυτής. Ο στανικός αυτός εξευρωπαϊσμός περνούσε και μέσα από την γλώσσα. Αντί να χρησιμοποιηθεί η λαϊκή γλώσσα, το φυσικό δοκιμασμένο όργανο επικοινωνίας στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων, επιστρατεύεται η απολιθωμένη λογία. Οι καλαμαράδες, οι ψαλιδόκωλοι -οι περισσότεροι ήρθαν στην Ελλάδα μετά την ένοπλη εξέγερση -έχουν τυφλωθεί από την ιδέα του νεοκλασικισμού και υιοθετούν μια γλώσσα ακατανόητη από το σύνολο του αγράμματου τότε λαού. Επιπλέον οι αγωνιστές παραγκωνίζονται και περιφρονούνται, οι επίκαιρες κρατικές θέσεις καταλαμβάνονται από τους «σπουδαγμένους» και γλωσσομαθείς. Για την «προσφορά» τους γράφει ο Μακρυγιάννης: «Η αφεντιά σας, οι ξενοφερμένοι πατριώτες, είστε και οι πρώτοι πολιτικοί και οι δεύτεροι και οι τρίτοι και οι τέταρτοι και οι πέφτοι και οι έχτοι κι ακόμα εις όλα τα πράγματα της πατρίδας. Αν είχετε αρετή κι ομόνοια, γένονταν αυτά; Διατιμιόταν (=καταστρεφόταν) το δυστυχισμένο, το αθώο έθνος; Μπαίναν όλοι οι μπερμπάντες παντού». (Απομνημονεύματα). Η γεμάτη θυμοσοφία, επιγραμματικότητα και ζωντάνια γλώσσα του Μακρυγιάννη, η γλώσσα του λαού δεν ταίριαζε στους λογιότατους και σοφολογιότατους, τύπου Κοραή, της εποχής, οι οποίοι πασχίζουν να αναστήσουν την αρχαία ελληνική. Ο Μακρυγιάννης ευτυχώς έκατσε και έμαθε ολίγα κολυβογράμματα, για να μην τρέχει στους καφενέδες-όπως γράφει- και διέσωσε τον αριστουργηματικό λόγο των αγωνιστών. Τα απομνημονεύματα όμως άλλων καπεταναίων είναι υπαγορευμένα στους γραμματικούς, οι οποίοι τα μετέφεραν στην λόγια γλώσσα. Το νεύρο, το πάθος, η μεγαλοσύνη των αγωνιστών μπροστά στον κίνδυνο, στη μάχη, στον θάνατο, γίνονται φιλολογία τυποποιημένη, μεγαλοστομία, φραστικός τραγέλαφος. Ο Τερτσέτης, ο οποίος δεν κατέγραψε τα «απομνημονεύματα» του Κολοκοτρώνη, στην γλώσσα του Γέρου, διασώζει το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο: Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε τον γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο, για να του στείλει τυρί που χρειαζόταν το καταπονημένο στράτευμα. Ο λογιότατος γέμισε δύο-τρεις σελίδες κατεβατό. Με τα κομψά του γράμματα, τους κούφιους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. -«Ακόμα μωρέ;» τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας τον να ιδρώνει και να καθυστερεί. Παίρνει το χαρτί, βλέπει τα κατορθώματα του γραμματικού και φρίττει. Σκίζει ένα κομμάτι χαρτί και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης». Σε μία ώρα είχαν καταφθάσει οι τενεκέδες με το τυρί. Νόστιμο και χαριτωμένο είναι και το παρακάτω επεισόδιο, πάλι από τον Κολοκοτρώνη. Τέτοια περιείχαν τα παλαιότερα βιβλία γλώσσας, αλλά το νεοταξικό κηφηναριό τα εξοβέλισε από τα βιβλία για να «χωρέσουν» οι 35 συνταγές μαγειρικής που φιλοξενούν τα «περιοδικά ποικίλης ύλης», όπως απροκάλυπτα ονομάζω τα νυν γλωσσικά εγχειρίδια. «Κατά την άφιξη του Όθωνα στην Τριπολιτισά έγινε δοξολογία πανηγυρική και ύστερα μίλησε ο λογιώτατος δάσκαλος Λουκάς στο λαό και στο στρατό που είχαν συγκεντρωθεί στην Πόρτα τ’ Αναπλιού. Αφού είπε πολλά και ακαταλαβίστικα ο λογιώτατος βάζει μία φωνή στο πλήθος των φουστανελάδων αγωνιστών: -Πυρ κροτοβόλει! Αλλά κανείς δεν καταλάβαινε. Το είπε μια, φώναξε δυο, οι Μωραϊτες κοιτούσαν ο ένας τον άλλο σαστισμένοι. Ώσπου ακούγεται από ένα χαγιάτι η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη: -Φωτιά ωρέ! Και τότε άδειασαν εορταστικά στον αέρα τουφέκια και πιστόλες». (Κ. Σιμόπουλου, «Η Γλώσσα και το Εικοσιένα», εκδ. «ΣΤΑΧΥ», σελ. 63). Και ένα απόσπασμα από το περίφημο γράμμα, που έστειλε το λιοντάρι της Γραβιάς, ο Οδυσσέας Αντρούτσος, στον Αναστάσιο Λόντο. «Τον περισσότερο καιρός της ζωής μου πού τον επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά, στα καρτέρια των δρόμων. Οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγε Τούρκος από τα χέρια μου αν εζύγωνε καμμιά πενηνταριά οργιές». (Κάτι τέτοια όμορφα λόγια μπορεί ο δάσκαλος να τα αναθέτει για ορθογραφία στους μαθητές του-ορθογραφία που καταργήθηκε ως διδακτική δραστηριότητα όπως και η καλλιγραφία. Το κέρδος είναι πολλαπλό: απομνημονεύουν οι μαθητές σπουδαία λόγια ηρώων, ελευθερωτών μας και περιορίζεται ο κίνδυνος να καταντήσουν, αύριο-μεθαύριο, εθνομηδενιστές κουκουλοφόροι, ταμπουρωμένοι σε κάποια «βίλα»). Και για επίλογο και πάλι ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, το αθάνατο Εικοσιένα διδάσκει και παρηγορεί στους σακάτικους καιρούς μας. Διαβάζεις και από την μια αισθάνεσαι οσμήν ευωδίας και λεβεντιάς και από την άλλη σκέφτεσαι και αηδιάζεις με τους ανεπρόκοπους γυμνοσάλιαγκες της σήμερον. Αντιγράφω από το περιοδικό «ΓΝΩΣΕΙΣ». (τεύχος 3, 1958, σελ. 46). <<Ο Κολοκοτρώνης είχε συνείδηση της λιτότητας της μεγάλης αυτής και πατροπαράδοτης ελληνικής αρετής, αυτής που έχει ανεβάσει τη φτώχεια μας στην περιωπή της υπερηφανείας, γιατί είναι συγχρόνως και μια ηθική νίκη κατά του υλισμού. «Την 20ην Ιουλίου 1821 συνέτρωγαν ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης στους ίσκιους των δέντρων του Άστρους. Γίδα ψητή στρωμένη σε φύλλα, ασκί με ρετσινόκρασο, μισό φλασκί για ποτήρι και μαύρο ψωμί ήταν η ετοιμασία του γεύματος. Όταν εκάθησαν, κόβοντας ο Κολοκοτρώνης το ψητό με τα χέρια του, είπε στον Υψηλάντη: «Αυτά είναι τα χρυσά πηρούνια και τα χρυσά μαχαίρια της Ελλάδας και αυτό το ρετσινάτο είναι τα πολύτιμα κρασιά της». Άρεσε στον φιλόπατριν Υψηλάντην το γεύμα του Κολοκοτρώνη, επειδή εννόησε το πνεύμα του. Ήθελε να τον προλάβει ο Κολοκοτρώνης με μάθημα, αυτόν αναθρεμμένον με όλην την πολυτέλειαν της ευζωϊας, και να του εικονίσει τας δεινοπαθείας του ελληνικού αγώνος>>. Παράδοση είναι η ζωντανή φωνή των κεκοιμημένων και ο Κολοκοτρώνης συνεχίζει τις… παραδόσεις του στο Γένος.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/7085, Ἀντίβαρο

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς, Δάσκαλος Κιλκίς
Τὸ γράφω καὶ τὸ ξαναγράφω ἐν εἴδει λυγμοῦ πλέον: «Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», κατὰ τὸ ἀειθαλῆ λόγο τοῦ ἀθηναιογράφου Δημήτρη Καμπούρογλου.
Πίσω, ὄχι ὡς στείρα προγονολατρία καὶ μίζερη καημενολογία γιὰ περασμένα μεγαλεῖα, ἀλλὰ  γιὰ νὰ ἀναπνεύσουμε λίγο, νὰ στυλωθοῦμε καὶ πάλι στὰ πόδια μας, νὰ ἀποτινάξουμε τὰ σάβανα τῆς ντροπῆς καὶ τῆς ἐνοχῆς ποὺ μᾶς φόρτωσαν οἱ ἀνθρωποκάμπιες ποὺ «ὁρίζουν» τὶς τύχες τοῦ τόπου καὶ τοῦ κόσμου.
«Εἴμαστε λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχὴ» μᾶς κανοναρχοῦσε ὁ Σεφέρης, δὲν πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Καὶ τὴν ψυχή μας, τὴν ἀκατάλυτη, τὴν ρωμαίικη, δὲν θὰ τὴν «ματαβροῦμε», ὅταν θὰ ἔλθει ἡ «ἀνάπτυξη» καὶ οἱ ἐλεημοσύνες ἀπὸ  τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ε-κκὲ-νωση, ἀλλὰ ὅταν «ἀγροικήσει», «τί ἔχασε, τί εἶχε, τί τῆς πρέπει», ἡ ψυχή μας, ἡ γεμάτη μπάζα καὶ σκύβαλα.
Ὄχι ὅτι τὸ παρελθὸν ἦταν παραδείσια ζωή. Δὲν τὸ ἐξωραΐζουμε. Καὶ οἱ παλιοί, «οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι» τοῦ Κόντογλου, εἶχαν τὰ πάθια καὶ τοὺς καημούς τους καὶ ἐπλεόναζεν ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ὑπῆρχε μία ἀρχοντιά, μία πνευματικότητα γνήσια καὶ ἀκίβδηλη, πίστη καὶ μετάνοια δὲν τοὺς ἔλειπαν. Μὲ αὐτὲς γαλήνευε ἡ ψυχή τους. Μ’ αὐτοὺς τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους πρέπει νὰ....
ξαναμιλήσουμε.
Νὰ ἀκούσουμε τὶς ὀρμήνειές τους, τὶς συμβουλές τους, νὰ δοῦμε τὴν ζωή τους, νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἑλλάδα, τὴν πραγματική, τὴν ἀληθινὴ πατρίδα μας, αὐτὴ ποὺ γέννησε Ὁμήρους, Χρυσοστόμους καὶ Παλαιολόγους καὶ Κανάρηδες, ἀνθρώπους ποὺ μοσκοβολᾶνε σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο καὶ ὄχι τὸ τωρινό, μουχλιασμένο ἀποφόρι τῶν Φράγκων καὶ τῶν ἡμέτερων μασκαράδων. «Ἀπὸ στεριὰ κι ἀπὸ θάλασσα βγαίνει φωνὴ καὶ βόγγος: θέλουμε νὰ ζήσουμε ἑλληνικά! Ἑλλάδα χωρὶς ζωὴ ἑλληνική, εἶναι Ἑλλάδα πεθαμένη». Λόγια του Κόντογλου. (Ὅποιος διάβασε τὸ «Εὐλογημένο Καταφύγιο» θὰ καταλάβει τὸ  γιατί οἱ συνεχεῖς παραπομπὲς στὸ μεγάλο Δάσκαλο τοῦ Γένους).

Συνηθίζω μὲς στὴν τάξη - φέτος διδάσκω Στ’ Δημοτικοῦ- «νὰ προβάλλω» στοὺς μαθητές μου τοὺς ἥρωες τοῦ Εἰκοσιένα. Ἐξάλλου ἡ ἱστορία ποὺ διδασκόμαστε σ ’αὐτὴν τὴν τάξη εἶναι ἡ νεώτερη στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ Εὐλογημένη Ἐπανάσταση. Ἐνθουσιάζονται τὰ παιδιά, ὅταν ἀκοῦνε λόγια καὶ ἐπεισόδια τῆς ζωῆς τῶν ἀγωνιστῶν, ποὺ διασώθηκαν στὴν τότε λαϊκὴ γλώσσα καὶ ὄχι στὶς ψυχρὲς καὶ ἄψυχες ἀρχαϊκοῦρες τῶν γραμματιζούμενων.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία ἐπεξηγηματικὴ παρένθεση. Εἶναι γνωστὸ πὼς μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τὸ ἔθνος ἔπρεπε νὰ ὀργανωθεῖ κατὰ τὸ πρότυπά της πεφωτισμένης Δύσης, ὥστε νὰ καταστεῖ «ἐφάμιλλον» αὐτῆς. Ὁ σaτανικὸς αὐτὸς ἐξευρωπαϊσμὸς περνοῦσε καὶ μέσα ἀπὸ τὴν γλώσσα. Ἀντὶ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἡ λαϊκὴ γλώσσα, τὸ φυσικὸ δοκιμασμένο ὄργανο ἐπικοινωνίας στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Ἑλλήνων, ἐπιστρατεύεται ἡ ἀπολιθωμένη λογία.
Οἱ καλαμαράδες, οἱ ψαλιδόκωλοι -οἱ περισσότεροι ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὴν ἔνοπλη ἐξέγερση -ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ νεοκλασικισμοῦ καὶ υἱοθετοῦν μία γλώσσα ἀκατανόητη ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ ἀγράμματου τότε λαοῦ. Ἐπιπλέον οἱ ἀγωνιστὲς παραγκωνίζονται καὶ περιφρονοῦνται, οἱ ἐπίκαιρες κρατικὲς θέσεις καταλαμβάνονται ἀπὸ τοὺς «σπουδαγμένους» καὶ  γλωσσομαθεῖς.
Γιὰ τὴν «προσφορὰ» τοὺς γράφει ὁ Μακρυγιάννης: «Ἡ ἀφεντιά σας, οἱ ξενοφερμένοι πατριῶτες, εἶστε καὶ οἱ πρῶτοι πολιτικοὶ καὶ οἱ δεύτεροι καὶ οἱ τρίτοι καὶ οἱ τέταρτοι καὶ οἱ πέφτοι καὶ οἱ ἔχτοι κι ἀκόμα εἰς ὅλα τὰ πράγματα τῆς πατρίδας. Ἂν εἴχετε ἀρετὴ κι ὁμόνοια, γένονταν αὐτά; Διατιμιόταν (=καταστρεφόταν) τὸ δυστυχισμένο, τὸ  ἀθῶο ἔθνος; Μπαίναν ὅλοι οἱ μπερμπάντες παντοῦ». (Ἀπομνημονεύματα).
Ἡ γεμάτη θυμοσοφία, ἐπιγραμματικότητα καὶ ζωντάνια γλώσσα τοῦ Μακρυγιάννη, ἡ γλώσσα τοῦ λαοῦ δὲν ταιρίαζε στοὺς λογιότατους καὶ σοφολογιότατους, τύπου Κοραῆ, τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι πασχίζουν νὰ ἀναστήσουν τὴν ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ Μακρυγιάννης εὐτυχῶς ἔκατσε καὶ ἔμαθε ὀλίγα κολυβογράμματα, γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες-ὅπως γράφει- καὶ διέσωσε τὸν ἀριστουργηματικὸ λόγο τῶν ἀγωνιστῶν.
Τὰ ἀπομνημονεύματα ὅμως ἄλλων καπεταναίων εἶναι ὑπαγορευμένα στοὺς γραμματικούς, οἱ ὁποῖοι τὰ μετέφεραν στὴν λόγια γλώσσα. Τὸ νεῦρο, τὸ πάθος, ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἀγωνιστῶν μπροστὰ στὸν κίνδυνο, στὴ μάχη, στὸν θάνατο, γίνονται φιλολογία τυποποιημένη, μεγαλοστομία, φραστικὸς τραγέλαφος.
 Ο Τερτσέτης, ὁ ὁποῖος δὲν κατέγραψε τὰ «ἀπομνημονεύματα» τοῦ Κολοκοτρώνη, στὴν γλώσσα τοῦ Γέρου, διασώζει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ ἐπεισόδιο: Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε πολλὲς φορὲς ἀγανακτήσει ἀπὸ τὰ πομπώδη καὶ φλύαρα κείμενα τῶν γραμματικῶν του.
Κάποτε περνώντας μὲ τ’ ἀσκέρι τοῦ νύχτα κοντὰ στὸ μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, πρόσταξε τὸν γραμματικό του νὰ γράψει ἕνα μήνυμα πρὸς τὸν ἡγούμενο, γιὰ νὰ τοῦ στείλει τυρὶ ποὺ χρειαζόταν τὸ καταπονημένο στράτευμα. Ὁ λογιότατος γέμισε δύο-τρεῖς σελίδες κατεβατό. Μὲ τὰ κομψά του γράμματα, τοὺς κούφιους τίτλους καὶ τὶς δασκαλικὲς περιττολογίες.
 -«Ἀκόμα μωρέ;» τὸν ρώτησε ὁ Κολοκοτρώνης, βλέποντας τὸν νὰ ἱδρώνει καὶ νὰ καθυστερεῖ. Παίρνει τὸ χαρτί, βλέπει τὰ κατορθώματα τοῦ γραμματικοῦ καὶ φρίττει. Σκίζει ἕνα κομμάτι χαρτὶ καὶ γράφει ὁ ἴδιος τὸ λακωνικὸ μήνυμα, τρεῖς λέξεις ὅλες κι ὅλες, στὸ μοναστήρι: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης». Σὲ μία ὥρα εἶχαν καταφθάσει οἱ τενεκέδες μὲ τὸ τυρί.
Νόστιμο καὶ χαριτωμένο εἶναι καὶ τὸ παρακάτω ἐπεισόδιο, πάλι ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη. Τέτοια περιεῖχαν τὰ παλαιότερα βιβλία γλώσσας, ἀλλὰ τὸ νεοταξικὸ κηφηναριὸ τὰ  ἐξοβέλισε ἀπὸ τὰ βιβλία γιὰ νὰ «χωρέσουν» οἱ 35 συνταγὲς μαγειρικῆς ποὺ φιλοξενοῦν τὰ «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης», ὅπως ἀπροκάλυπτα ὀνομάζω τὰ νῦν γλωσσικὰ ἐγχειρίδια.
«Κατὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνα στὴν Τριπολιτισὰ ἔγινε δοξολογία πανηγυρικὴ καὶ ὕστερα μίλησε ὁ λογιώτατος δάσκαλος Λουκᾶς στὸ λαὸ καὶ στὸ στρατὸ ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν Πόρτα τ’ Ἀναπλιού. Ἀφοῦ εἶπε πολλὰ καὶ ἀκαταλαβίστικα ὁ λογιώτατος βάζει μία φωνὴ στὸ πλῆθος τῶν φουστανελάδων ἀγωνιστῶν:
-Πῦρ κροτοβόλει!
Ἀλλὰ κανεὶς δὲν καταλάβαινε. Τὸ εἶπε μία, φώναξε δύο, οἱ Μωραϊτες κοιτοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σαστισμένοι. Ὥσπου ἀκούγεται ἀπὸ ἕνα χαγιάτι ἡ βροντερὴ φωνὴ τοῦ Κολοκοτρώνη:
-Φωτιὰ ὠρέ!
Καὶ τότε ἀδείασαν ἑορταστικὰ στὸν ἀέρα τουφέκια καὶ πιστόλες». (Κ. Σιμόπουλου, «Ἡ Γλώσσα καὶ τὸ Εἰκοσιένα», ἔκδ. «ΣΤΑΧΥ», σέλ. 63). Καὶ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ περίφημο γράμμα, ποὺ ἔστειλε τὸ λιοντάρι τῆς Γραβιᾶς, ὁ Ὀδυσσέας Ἀντροῦτσος, στὸν Ἀναστάσιο Λόντο. «Τὸν περισσότερο καιρὸς τῆς ζωῆς μου ποῦ τὸν ἐπέρασα; Τὸν ἐπέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τὸν ἐπέρασα εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ βουνά, στὰ καρτέρια τῶν δρόμων. Οἱ λόγγοι καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἶναι μάρτυρες ὅτι δυσκόλως ἔφευγε Τοῦρκος ἀπὸ τὰ χέρια μου ἂν ἐζύγωνε καμμιὰ πενηνταριὰ ὀργιές».
(Κάτι τέτοια ὄμορφα λόγια μπορεῖ ὁ δάσκαλος νὰ τὰ ἀναθέτει γιὰ ὀρθογραφία στοὺς μαθητὲς τοῦ-ὀρθογραφία ποὺ καταργήθηκε ὡς διδακτικὴ δραστηριότητα ὅπως καὶ ἡ καλλιγραφία. Τὸ κέρδος εἶναι πολλαπλό: ἀπομνημονεύουν οἱ μαθητὲς σπουδαία λόγια ἡρώων, ἐλευθερωτῶν μας καὶ περιορίζεται ὁ κίνδυνος νὰ καταντήσουν, αὔριο-μεθαύριο, ἐθνομηδενιστὲς κουκουλοφόροι, ταμπουρωμένοι σὲ κάποια «βίλα»).
Καὶ γιὰ ἐπίλογο καὶ πάλι ὁ Θοδωρὴς Κολοκοτρώνης, τὸ ἀθάνατο Εἰκοσιένα διδάσκει καὶ παρηγορεῖ στοὺς σακάτικους καιρούς μας. Διαβάζεις καὶ ἀπὸ τὴν μία αἰσθάνεσαι ὀσμὴν εὐωδίας καὶ λεβεντιᾶς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σκέφτεσαι καὶ ἀηδιάζεις μὲ  τοὺς ἀνεπρόκοπους γυμνοσάλιαγκες τῆς σήμερον. Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΓΝΩΣΕΙΣ». (τεῦχος 3, 1958, σέλ. 46).

«Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε συνείδηση τῆς λιτότητας τῆς μεγάλης αὐτῆς καὶ πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς ἀρετῆς, αὐτῆς ποὺ ἔχει ἀνεβάσει τὴ φτώχειά μας στὴν περιωπὴ τῆς ὑπερηφανείας, γιατί εἶναι συγχρόνως καὶ μία ἠθικὴ νίκη κατὰ τοῦ ὑλισμοῦ. «Τὴν 20ην Ἰουλίου 1821 συνέτρωγαν ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης καὶ ὁ Κολοκοτρώνης στοὺς ἴσκιους τῶν δέντρων τοῦ Ἄστρους. Γίδα ψητὴ στρωμένη σὲ φύλλα, ἀσκὶ μὲ ρετσινόκρασο, μισὸ φλασκὶ γιὰ ποτήρι καὶ μαῦρο ψωμὶ ἦταν ἡ ἑτοιμασία τοῦ γεύματος. Ὅταν ἐκάθησαν, κόβοντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ ψητὸ μὲ τὰ χέρια του, εἶπε στὸν Ὑψηλάντη: «Αὐτὰ εἶναι τὰ χρυσὰ πηρούνια καὶ τὰ χρυσὰ μαχαίρια τῆς Ἑλλάδας καὶ αὐτὸ τὸ ρετσινάτο εἶναι τὰ πολύτιμα κρασιά της». Ἄρεσε στὸν φιλόπατριν Ὑψηλάντην τὸ γεῦμα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἐπειδὴ ἐννόησε τὸ πνεῦμα του. Ἤθελε νὰ τὸν προλάβει ὁ Κολοκοτρώνης μὲ μάθημα, αὐτὸν ἀναθρεμμένον μὲ ὅλην τὴν πολυτέλειαν τῆς εὐζωϊας, καὶ νὰ τοῦ εἰκονίσει τὰς δεινοπαθείας τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος».
Παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ φωνὴ τῶν κεκοιμημένων καὶ ὁ Κολοκοτρώνης συνεχίζει τίς… παραδόσεις του στὸ Γένος.
Πολυτονικό English Deutsch Αντίβαρο 2001-08 Αντίβαρο 2008-09 Αντίβαρο 2010-12 γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης 15 January 2013 Δημήτρης Νατσιός, Ιστορία: 1821-Επανάσταση Το γράφω και το ξαναγράφω εν είδει λυγμού πλέον: «Όλα τα έθνη για να προοδεύσουν πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω», κατά το αειθαλή λόγο του αθηναιογράφου Δημήτρη Καμπούρογλου. Πίσω, όχι ως στείρα προγονολατρία και μίζερη καημενολογία για περασμένα μεγαλεία, αλλά για να αναπνεύσουμε λίγο, να στυλωθούμε και πάλι στα πόδια μας, να αποτινάξουμε τα σάβανα της ντροπής και της ενοχής που μας φόρτωσαν οι ανθρωποκάμπιες που «ορίζουν» τις τύχες του τόπου και του κόσμου. «Είμαστε λαός με παλικαρίσια ψυχή» μας κανοναρχούσε ο Σεφέρης, δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και την ψυχή μας, την ακατάλυτη, την ρωμαίικη, δεν θα την «ματαβρούμε», όταν θα έλθει η «ανάπτυξη» και οι ελεημοσύνες από την Ευρωπαϊκή Έ-κκε-νωση, αλλά όταν «αγροικήσει», «τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει», η ψυχή μας, η γεμάτη μπάζα και σκύβαλα. Όχι ότι το παρελθόν ήταν παραδείσια ζωή. Δεν το εξωραϊζουμε. Και οι παλιοί, «οι αρχαίοι άνθρωποι» του Κόντογλου, είχαν τα πάθια και τους καημούς τους και επλεόναζεν η αμαρτία, αλλά υπήρχε μια αρχοντιά, μια πνευματικότητα γνήσια και ακίβδηλη, πίστη και μετάνοια δεν τους έλειπαν. Με αυτές γαλήνευε η ψυχή τους. Μ’ αυτούς τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να ξαναμιλήσουμε. Να ακούσουμε τις ορμήνειες τους, τις συμβουλές τους, να δούμε την ζωή τους, να γνωρίσουμε την Ελλάδα, την πραγματική, την αληθινή πατρίδα μας, αυτή που γέννησε Ομήρους, Χρυσοστόμους και Παλαιολόγους και Κανάρηδες, ανθρώπους που μοσκοβολάνε σαν το Τίμιο Ξύλο και όχι το τωρινό, μουχλιασμένο αποφόρι των Φράγκων και των ημέτερων μασκαράδων. «Από στεριά κι από θάλασσα βγαίνει φωνή και βόγγος: θέλουμε να ζήσουμε ελληνικά! Ελλάδα χωρίς ζωή ελληνική, είναι Ελλάδα πεθαμένη». Λόγια του Κόντογλου. (Όποιος διάβασε το «Ευλογημένο Καταφύγιο» θα καταλάβει το γιατί οι συνεχείς παραπομπές στο μεγάλο Δάσκαλο του Γένους). Συνηθίζω μες στην τάξη – φέτος διδάσκω Στ’ Δημοτικού- «να προβάλλω» στους μαθητές μου τους ήρωες του Εικοσιένα. Εξάλλου η ιστορία που διδασκόμαστε σ ’αυτήν την τάξη είναι η νεώτερη στην οποία κυριαρχεί η Ευλογημένη Επανάσταση. Ενθουσιάζονται τα παιδιά, όταν ακούνε λόγια και επεισόδια της ζωής των αγωνιστών, που διασώθηκαν στην τότε λαϊκή γλώσσα και όχι στις ψυχρές και άψυχες αρχαϊκούρες των γραμματιζούμενων. Αλλά εδώ απαιτείται μια επεξηγηματική παρένθεση. Είναι γνωστό πως μετά την απελευθέρωση το έθνος έπρεπε να οργανωθεί κατά το πρότυπα της πεφωτισμένης Δύσης, ώστε να καταστεί «εφάμιλλον» αυτής. Ο στανικός αυτός εξευρωπαϊσμός περνούσε και μέσα από την γλώσσα. Αντί να χρησιμοποιηθεί η λαϊκή γλώσσα, το φυσικό δοκιμασμένο όργανο επικοινωνίας στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων, επιστρατεύεται η απολιθωμένη λογία. Οι καλαμαράδες, οι ψαλιδόκωλοι -οι περισσότεροι ήρθαν στην Ελλάδα μετά την ένοπλη εξέγερση -έχουν τυφλωθεί από την ιδέα του νεοκλασικισμού και υιοθετούν μια γλώσσα ακατανόητη από το σύνολο του αγράμματου τότε λαού. Επιπλέον οι αγωνιστές παραγκωνίζονται και περιφρονούνται, οι επίκαιρες κρατικές θέσεις καταλαμβάνονται από τους «σπουδαγμένους» και γλωσσομαθείς. Για την «προσφορά» τους γράφει ο Μακρυγιάννης: «Η αφεντιά σας, οι ξενοφερμένοι πατριώτες, είστε και οι πρώτοι πολιτικοί και οι δεύτεροι και οι τρίτοι και οι τέταρτοι και οι πέφτοι και οι έχτοι κι ακόμα εις όλα τα πράγματα της πατρίδας. Αν είχετε αρετή κι ομόνοια, γένονταν αυτά; Διατιμιόταν (=καταστρεφόταν) το δυστυχισμένο, το αθώο έθνος; Μπαίναν όλοι οι μπερμπάντες παντού». (Απομνημονεύματα). Η γεμάτη θυμοσοφία, επιγραμματικότητα και ζωντάνια γλώσσα του Μακρυγιάννη, η γλώσσα του λαού δεν ταίριαζε στους λογιότατους και σοφολογιότατους, τύπου Κοραή, της εποχής, οι οποίοι πασχίζουν να αναστήσουν την αρχαία ελληνική. Ο Μακρυγιάννης ευτυχώς έκατσε και έμαθε ολίγα κολυβογράμματα, για να μην τρέχει στους καφενέδες-όπως γράφει- και διέσωσε τον αριστουργηματικό λόγο των αγωνιστών. Τα απομνημονεύματα όμως άλλων καπεταναίων είναι υπαγορευμένα στους γραμματικούς, οι οποίοι τα μετέφεραν στην λόγια γλώσσα. Το νεύρο, το πάθος, η μεγαλοσύνη των αγωνιστών μπροστά στον κίνδυνο, στη μάχη, στον θάνατο, γίνονται φιλολογία τυποποιημένη, μεγαλοστομία, φραστικός τραγέλαφος. Ο Τερτσέτης, ο οποίος δεν κατέγραψε τα «απομνημονεύματα» του Κολοκοτρώνη, στην γλώσσα του Γέρου, διασώζει το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο: Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε τον γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο, για να του στείλει τυρί που χρειαζόταν το καταπονημένο στράτευμα. Ο λογιότατος γέμισε δύο-τρεις σελίδες κατεβατό. Με τα κομψά του γράμματα, τους κούφιους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. -«Ακόμα μωρέ;» τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας τον να ιδρώνει και να καθυστερεί. Παίρνει το χαρτί, βλέπει τα κατορθώματα του γραμματικού και φρίττει. Σκίζει ένα κομμάτι χαρτί και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης». Σε μία ώρα είχαν καταφθάσει οι τενεκέδες με το τυρί. Νόστιμο και χαριτωμένο είναι και το παρακάτω επεισόδιο, πάλι από τον Κολοκοτρώνη. Τέτοια περιείχαν τα παλαιότερα βιβλία γλώσσας, αλλά το νεοταξικό κηφηναριό τα εξοβέλισε από τα βιβλία για να «χωρέσουν» οι 35 συνταγές μαγειρικής που φιλοξενούν τα «περιοδικά ποικίλης ύλης», όπως απροκάλυπτα ονομάζω τα νυν γλωσσικά εγχειρίδια. «Κατά την άφιξη του Όθωνα στην Τριπολιτισά έγινε δοξολογία πανηγυρική και ύστερα μίλησε ο λογιώτατος δάσκαλος Λουκάς στο λαό και στο στρατό που είχαν συγκεντρωθεί στην Πόρτα τ’ Αναπλιού. Αφού είπε πολλά και ακαταλαβίστικα ο λογιώτατος βάζει μία φωνή στο πλήθος των φουστανελάδων αγωνιστών: -Πυρ κροτοβόλει! Αλλά κανείς δεν καταλάβαινε. Το είπε μια, φώναξε δυο, οι Μωραϊτες κοιτούσαν ο ένας τον άλλο σαστισμένοι. Ώσπου ακούγεται από ένα χαγιάτι η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη: -Φωτιά ωρέ! Και τότε άδειασαν εορταστικά στον αέρα τουφέκια και πιστόλες». (Κ. Σιμόπουλου, «Η Γλώσσα και το Εικοσιένα», εκδ. «ΣΤΑΧΥ», σελ. 63). Και ένα απόσπασμα από το περίφημο γράμμα, που έστειλε το λιοντάρι της Γραβιάς, ο Οδυσσέας Αντρούτσος, στον Αναστάσιο Λόντο. «Τον περισσότερο καιρός της ζωής μου πού τον επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά, στα καρτέρια των δρόμων. Οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγε Τούρκος από τα χέρια μου αν εζύγωνε καμμιά πενηνταριά οργιές». (Κάτι τέτοια όμορφα λόγια μπορεί ο δάσκαλος να τα αναθέτει για ορθογραφία στους μαθητές του-ορθογραφία που καταργήθηκε ως διδακτική δραστηριότητα όπως και η καλλιγραφία. Το κέρδος είναι πολλαπλό: απομνημονεύουν οι μαθητές σπουδαία λόγια ηρώων, ελευθερωτών μας και περιορίζεται ο κίνδυνος να καταντήσουν, αύριο-μεθαύριο, εθνομηδενιστές κουκουλοφόροι, ταμπουρωμένοι σε κάποια «βίλα»). Και για επίλογο και πάλι ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, το αθάνατο Εικοσιένα διδάσκει και παρηγορεί στους σακάτικους καιρούς μας. Διαβάζεις και από την μια αισθάνεσαι οσμήν ευωδίας και λεβεντιάς και από την άλλη σκέφτεσαι και αηδιάζεις με τους ανεπρόκοπους γυμνοσάλιαγκες της σήμερον. Αντιγράφω από το περιοδικό «ΓΝΩΣΕΙΣ». (τεύχος 3, 1958, σελ. 46). <<Ο Κολοκοτρώνης είχε συνείδηση της λιτότητας της μεγάλης αυτής και πατροπαράδοτης ελληνικής αρετής, αυτής που έχει ανεβάσει τη φτώχεια μας στην περιωπή της υπερηφανείας, γιατί είναι συγχρόνως και μια ηθική νίκη κατά του υλισμού. «Την 20ην Ιουλίου 1821 συνέτρωγαν ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης στους ίσκιους των δέντρων του Άστρους. Γίδα ψητή στρωμένη σε φύλλα, ασκί με ρετσινόκρασο, μισό φλασκί για ποτήρι και μαύρο ψωμί ήταν η ετοιμασία του γεύματος. Όταν εκάθησαν, κόβοντας ο Κολοκοτρώνης το ψητό με τα χέρια του, είπε στον Υψηλάντη: «Αυτά είναι τα χρυσά πηρούνια και τα χρυσά μαχαίρια της Ελλάδας και αυτό το ρετσινάτο είναι τα πολύτιμα κρασιά της». Άρεσε στον φιλόπατριν Υψηλάντην το γεύμα του Κολοκοτρώνη, επειδή εννόησε το πνεύμα του. Ήθελε να τον προλάβει ο Κολοκοτρώνης με μάθημα, αυτόν αναθρεμμένον με όλην την πολυτέλειαν της ευζωϊας, και να του εικονίσει τας δεινοπαθείας του ελληνικού αγώνος>>. Παράδοση είναι η ζωντανή φωνή των κεκοιμημένων και ο Κολοκοτρώνης συνεχίζει τις… παραδόσεις του στο Γένος.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/7085, Ἀντίβαρο
γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης 15 January 2013 Δημήτρης Νατσιός, Ιστορία: 1821-Επανάσταση Το γράφω και το ξαναγράφω εν είδει λυγμού πλέον: «Όλα τα έθνη για να προοδεύσουν πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω», κατά το αειθαλή λόγο του αθηναιογράφου Δημήτρη Καμπούρογλου. Πίσω, όχι ως στείρα προγονολατρία και μίζερη καημενολογία για περασμένα μεγαλεία, αλλά για να αναπνεύσουμε λίγο, να στυλωθούμε και πάλι στα πόδια μας, να αποτινάξουμε τα σάβανα της ντροπής και της ενοχής που μας φόρτωσαν οι ανθρωποκάμπιες που «ορίζουν» τις τύχες του τόπου και του κόσμου. «Είμαστε λαός με παλικαρίσια ψυχή» μας κανοναρχούσε ο Σεφέρης, δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και την ψυχή μας, την ακατάλυτη, την ρωμαίικη, δεν θα την «ματαβρούμε», όταν θα έλθει η «ανάπτυξη» και οι ελεημοσύνες από την Ευρωπαϊκή Έ-κκε-νωση, αλλά όταν «αγροικήσει», «τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει», η ψυχή μας, η γεμάτη μπάζα και σκύβαλα. Όχι ότι το παρελθόν ήταν παραδείσια ζωή. Δεν το εξωραϊζουμε. Και οι παλιοί, «οι αρχαίοι άνθρωποι» του Κόντογλου, είχαν τα πάθια και τους καημούς τους και επλεόναζεν η αμαρτία, αλλά υπήρχε μια αρχοντιά, μια πνευματικότητα γνήσια και ακίβδηλη, πίστη και μετάνοια δεν τους έλειπαν. Με αυτές γαλήνευε η ψυχή τους. Μ’ αυτούς τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να ξαναμιλήσουμε. Να ακούσουμε τις ορμήνειες τους, τις συμβουλές τους, να δούμε την ζωή τους, να γνωρίσουμε την Ελλάδα, την πραγματική, την αληθινή πατρίδα μας, αυτή που γέννησε Ομήρους, Χρυσοστόμους και Παλαιολόγους και Κανάρηδες, ανθρώπους που μοσκοβολάνε σαν το Τίμιο Ξύλο και όχι το τωρινό, μουχλιασμένο αποφόρι των Φράγκων και των ημέτερων μασκαράδων. «Από στεριά κι από θάλασσα βγαίνει φωνή και βόγγος: θέλουμε να ζήσουμε ελληνικά! Ελλάδα χωρίς ζωή ελληνική, είναι Ελλάδα πεθαμένη». Λόγια του Κόντογλου. (Όποιος διάβασε το «Ευλογημένο Καταφύγιο» θα καταλάβει το γιατί οι συνεχείς παραπομπές στο μεγάλο Δάσκαλο του Γένους). Συνηθίζω μες στην τάξη – φέτος διδάσκω Στ’ Δημοτικού- «να προβάλλω» στους μαθητές μου τους ήρωες του Εικοσιένα. Εξάλλου η ιστορία που διδασκόμαστε σ ’αυτήν την τάξη είναι η νεώτερη στην οποία κυριαρχεί η Ευλογημένη Επανάσταση. Ενθουσιάζονται τα παιδιά, όταν ακούνε λόγια και επεισόδια της ζωής των αγωνιστών, που διασώθηκαν στην τότε λαϊκή γλώσσα και όχι στις ψυχρές και άψυχες αρχαϊκούρες των γραμματιζούμενων. Αλλά εδώ απαιτείται μια επεξηγηματική παρένθεση. Είναι γνωστό πως μετά την απελευθέρωση το έθνος έπρεπε να οργανωθεί κατά το πρότυπα της πεφωτισμένης Δύσης, ώστε να καταστεί «εφάμιλλον» αυτής. Ο στανικός αυτός εξευρωπαϊσμός περνούσε και μέσα από την γλώσσα. Αντί να χρησιμοποιηθεί η λαϊκή γλώσσα, το φυσικό δοκιμασμένο όργανο επικοινωνίας στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων, επιστρατεύεται η απολιθωμένη λογία. Οι καλαμαράδες, οι ψαλιδόκωλοι -οι περισσότεροι ήρθαν στην Ελλάδα μετά την ένοπλη εξέγερση -έχουν τυφλωθεί από την ιδέα του νεοκλασικισμού και υιοθετούν μια γλώσσα ακατανόητη από το σύνολο του αγράμματου τότε λαού. Επιπλέον οι αγωνιστές παραγκωνίζονται και περιφρονούνται, οι επίκαιρες κρατικές θέσεις καταλαμβάνονται από τους «σπουδαγμένους» και γλωσσομαθείς. Για την «προσφορά» τους γράφει ο Μακρυγιάννης: «Η αφεντιά σας, οι ξενοφερμένοι πατριώτες, είστε και οι πρώτοι πολιτικοί και οι δεύτεροι και οι τρίτοι και οι τέταρτοι και οι πέφτοι και οι έχτοι κι ακόμα εις όλα τα πράγματα της πατρίδας. Αν είχετε αρετή κι ομόνοια, γένονταν αυτά; Διατιμιόταν (=καταστρεφόταν) το δυστυχισμένο, το αθώο έθνος; Μπαίναν όλοι οι μπερμπάντες παντού». (Απομνημονεύματα). Η γεμάτη θυμοσοφία, επιγραμματικότητα και ζωντάνια γλώσσα του Μακρυγιάννη, η γλώσσα του λαού δεν ταίριαζε στους λογιότατους και σοφολογιότατους, τύπου Κοραή, της εποχής, οι οποίοι πασχίζουν να αναστήσουν την αρχαία ελληνική. Ο Μακρυγιάννης ευτυχώς έκατσε και έμαθε ολίγα κολυβογράμματα, για να μην τρέχει στους καφενέδες-όπως γράφει- και διέσωσε τον αριστουργηματικό λόγο των αγωνιστών. Τα απομνημονεύματα όμως άλλων καπεταναίων είναι υπαγορευμένα στους γραμματικούς, οι οποίοι τα μετέφεραν στην λόγια γλώσσα. Το νεύρο, το πάθος, η μεγαλοσύνη των αγωνιστών μπροστά στον κίνδυνο, στη μάχη, στον θάνατο, γίνονται φιλολογία τυποποιημένη, μεγαλοστομία, φραστικός τραγέλαφος. Ο Τερτσέτης, ο οποίος δεν κατέγραψε τα «απομνημονεύματα» του Κολοκοτρώνη, στην γλώσσα του Γέρου, διασώζει το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο: Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε τον γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο, για να του στείλει τυρί που χρειαζόταν το καταπονημένο στράτευμα. Ο λογιότατος γέμισε δύο-τρεις σελίδες κατεβατό. Με τα κομψά του γράμματα, τους κούφιους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. -«Ακόμα μωρέ;» τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας τον να ιδρώνει και να καθυστερεί. Παίρνει το χαρτί, βλέπει τα κατορθώματα του γραμματικού και φρίττει. Σκίζει ένα κομμάτι χαρτί και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης». Σε μία ώρα είχαν καταφθάσει οι τενεκέδες με το τυρί. Νόστιμο και χαριτωμένο είναι και το παρακάτω επεισόδιο, πάλι από τον Κολοκοτρώνη. Τέτοια περιείχαν τα παλαιότερα βιβλία γλώσσας, αλλά το νεοταξικό κηφηναριό τα εξοβέλισε από τα βιβλία για να «χωρέσουν» οι 35 συνταγές μαγειρικής που φιλοξενούν τα «περιοδικά ποικίλης ύλης», όπως απροκάλυπτα ονομάζω τα νυν γλωσσικά εγχειρίδια. «Κατά την άφιξη του Όθωνα στην Τριπολιτισά έγινε δοξολογία πανηγυρική και ύστερα μίλησε ο λογιώτατος δάσκαλος Λουκάς στο λαό και στο στρατό που είχαν συγκεντρωθεί στην Πόρτα τ’ Αναπλιού. Αφού είπε πολλά και ακαταλαβίστικα ο λογιώτατος βάζει μία φωνή στο πλήθος των φουστανελάδων αγωνιστών: -Πυρ κροτοβόλει! Αλλά κανείς δεν καταλάβαινε. Το είπε μια, φώναξε δυο, οι Μωραϊτες κοιτούσαν ο ένας τον άλλο σαστισμένοι. Ώσπου ακούγεται από ένα χαγιάτι η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη: -Φωτιά ωρέ! Και τότε άδειασαν εορταστικά στον αέρα τουφέκια και πιστόλες». (Κ. Σιμόπουλου, «Η Γλώσσα και το Εικοσιένα», εκδ. «ΣΤΑΧΥ», σελ. 63). Και ένα απόσπασμα από το περίφημο γράμμα, που έστειλε το λιοντάρι της Γραβιάς, ο Οδυσσέας Αντρούτσος, στον Αναστάσιο Λόντο. «Τον περισσότερο καιρός της ζωής μου πού τον επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά, στα καρτέρια των δρόμων. Οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγε Τούρκος από τα χέρια μου αν εζύγωνε καμμιά πενηνταριά οργιές». (Κάτι τέτοια όμορφα λόγια μπορεί ο δάσκαλος να τα αναθέτει για ορθογραφία στους μαθητές του-ορθογραφία που καταργήθηκε ως διδακτική δραστηριότητα όπως και η καλλιγραφία. Το κέρδος είναι πολλαπλό: απομνημονεύουν οι μαθητές σπουδαία λόγια ηρώων, ελευθερωτών μας και περιορίζεται ο κίνδυνος να καταντήσουν, αύριο-μεθαύριο, εθνομηδενιστές κουκουλοφόροι, ταμπουρωμένοι σε κάποια «βίλα»). Και για επίλογο και πάλι ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, το αθάνατο Εικοσιένα διδάσκει και παρηγορεί στους σακάτικους καιρούς μας. Διαβάζεις και από την μια αισθάνεσαι οσμήν ευωδίας και λεβεντιάς και από την άλλη σκέφτεσαι και αηδιάζεις με τους ανεπρόκοπους γυμνοσάλιαγκες της σήμερον. Αντιγράφω από το περιοδικό «ΓΝΩΣΕΙΣ». (τεύχος 3, 1958, σελ. 46). <<Ο Κολοκοτρώνης είχε συνείδηση της λιτότητας της μεγάλης αυτής και πατροπαράδοτης ελληνικής αρετής, αυτής που έχει ανεβάσει τη φτώχεια μας στην περιωπή της υπερηφανείας, γιατί είναι συγχρόνως και μια ηθική νίκη κατά του υλισμού. «Την 20ην Ιουλίου 1821 συνέτρωγαν ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης στους ίσκιους των δέντρων του Άστρους. Γίδα ψητή στρωμένη σε φύλλα, ασκί με ρετσινόκρασο, μισό φλασκί για ποτήρι και μαύρο ψωμί ήταν η ετοιμασία του γεύματος. Όταν εκάθησαν, κόβοντας ο Κολοκοτρώνης το ψητό με τα χέρια του, είπε στον Υψηλάντη: «Αυτά είναι τα χρυσά πηρούνια και τα χρυσά μαχαίρια της Ελλάδας και αυτό το ρετσινάτο είναι τα πολύτιμα κρασιά της». Άρεσε στον φιλόπατριν Υψηλάντην το γεύμα του Κολοκοτρώνη, επειδή εννόησε το πνεύμα του. Ήθελε να τον προλάβει ο Κολοκοτρώνης με μάθημα, αυτόν αναθρεμμένον με όλην την πολυτέλειαν της ευζωϊας, και να του εικονίσει τας δεινοπαθείας του ελληνικού αγώνος>>. Παράδοση είναι η ζωντανή φωνή των κεκοιμημένων και ο Κολοκοτρώνης συνεχίζει τις… παραδόσεις του στο Γένος.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/7085, Ἀντίβαρο
Το αλίευσα ΕΔΩ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης