Προκειμένου τα κράτη να επιβιώσουν αλλά και να ευημερήσουν, μέσα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, επιδιώκουν να αποκτήσουν ισχύ. Μέσω της ισχύος αφενός εξασφαλίζουν την ασφάλειά τους, απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική ευημερία και ανάπτυξη, αφετέρου προωθούν τα συμφέροντά τους στο στρατηγικό τους περιβάλλον. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την εθνική ισχύ αναφέρονται τόσο σε θέματα ανθρωπίνου δυναμικού και οικονομικών πόρων όσο και σε θέματα γεωπολιτικής. Οι ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας αποτελούν την εγγύηση της ασφάλειάς της αλλά, ταυτόχρονα, και το ουσιαστικό και ακαταμάχητο επιχείρημα της εθνικής της πολιτικής. Η ισχύς τους είναι η συνισταμένη της μαχητικής ικανότητας του προσωπικού τους και της ποιότητας και αξιοπιστίας του υλικού τους.
Στην ανύψωση και τη διατήρηση του τελευταίου υπεισέρχονται οι ηθικοί παράγοντες, οι οποίοι εξαρτώνται από διάφορα στοιχεία τα οποία θα αναλυθούν στη συνέχεια. Ειδικότερα σε ότι αφορά στο προσωπικό, η μαχητική του ικανότητα εξαρτάται από το επίπεδο της εκπαίδευσης και του φρονήματός του.
Στην ανύψωση και τη διατήρηση του τελευταίου υπεισέρχονται οι ηθικοί παράγοντες, οι οποίοι εξαρτώνται από διάφορα στοιχεία τα οποία θα αναλυθούν στη συνέχεια. Ειδικότερα σε ότι αφορά στο προσωπικό, η μαχητική του ικανότητα εξαρτάται από το επίπεδο της εκπαίδευσης και του φρονήματός του.
Η μαχητική ισχύς αποτελεί το κύριο ζητούμενο για οποιαδήποτε ένοπλη δύναμη. Το φρόνημα αποτελεί σοβαρότατο παράγοντα μαχητικής ισχύος για κάθε στρατό, για το λόγο αυτό όλοι οι στρατιωτικοί ηγέτες στην ιστορία επεδίωκαν την ανύψωσή του και τη διατήρησή του σε υψηλό επίπεδο. Η έννοια του φρονήματος είναι σχεδόν ταυτόσημη με την έννοια του ηθικού και εμπεριέχει όλες εκείνες τις ηθικές δυνάμεις που συγκροτούν ένα έθνος και κατ’ επέκταση τις ένοπλες δυνάμεις του. Το φρόνημα αποτελεί διάχυτη πνευματική κατάσταση που διέπει το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και αναφέρεται στην αυτοπεποίθηση που συνέχει ένα στράτευμα, τη δίκαιη υπερηφάνεια και τη συναίσθηση της υπεροχής και ανωτερότητας. Ποιο απλά, μπορούμε να θεωρήσουμε ως φρόνημα τον ενθουσιασμό και την αισιόδοξη διάθεση ενός στρατεύματος προ του ενδεχομένου εχθρικής απειλής κατά της χώρας.
Σύμφωνα με τον Κινέζο στρατηγό και θεωρητικό της στρατηγικής Sun Tzu (5ος αι. π.Χ.), για να πολεμήσεις και να νικήσεις ένα λαό, πρέπει να διαλύσεις τη θέλησή του να αμυνθεί. Εάν, κατά συνέπεια, ο εχθρός επιτύχει να μειώσει τη θέλησή μας προς αντίσταση έχει πετύχει τον σκοπό του πριν μας επιτεθεί. Θα μπορούσαμε λοιπόν να διατυπώσουμε την έννοια του φρονήματος των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και του λαού ως συνόλου, ως «θέληση προς αντίσταση». Η ύπαρξη ή όχι αυτής της θέλησης αποτελεί καταλυτικό παράγοντα μαχητικής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων.
Ο Liddel Hart επισημαίνει ότι η υψηλή στρατηγική (σ.σ. η οποία ανήκει κυρίως στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης της χώρας) πρέπει να υπολογίζει και να αναπτύσσει και τις ηθικές δυνάμεις, διότι για να αναπτυχθεί το πνεύμα και η θέληση του λαού, συχνά οι ηθικές δυνάμεις είναι το ίδιο σπουδαίος παράγοντας, όσο και η κατοχή πιο σπουδαίων μορφών ισχύος. Αποτελεί λοιπόν το φρόνημα παράγοντα εθνικής ισχύος.
Ποια είναι τα στοιχεία που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του φρονήματος ενός στρατεύματος; Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποια από αυτά:
•Η πληρότητα της στρατιωτικής εκπαίδευσης, η οποία δημιουργεί στον μαχητή αίσθημα αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης στις ικανότητές του αλλά και τις ικανότητες της μονάδας στην οποία ανήκει.
•Οι ιστορικές, εθνικές, πολιτιστικές και πολεμικές παραδόσεις του λαού και ειδικότερα των ενόπλων δυνάμεων.
•Η γνώση των παραδόσεων αυτών και η πίστη σ’ αυτές εξυψώνει την εθνική υπερηφάνεια και το φρόνημα του μαχητή αφού αισθάνεται την προγονική κληρονομιά και τις δικές του υποχρεώσεις.
•H εθνική και ηθική διαπαιδαγώγηση του στρατεύματος με την οποία επιδιώκεται η διαμόρφωση αγωνιστών ευσυνείδητων, τίμιων και γενναίων.
•Η πειθαρχία και η τήρηση των στρατιωτικών νόμων και κανονισμών, η οποία αποτελεί το πρώτο γνώρισμα της στρατιωτικής ζωής, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει η τάξη που η πειθαρχία επιβάλλει.
•Η έλλειψη διακρίσεων και η αντιμετώπιση όλων αξιοκρατικά, που ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα και ενισχύει το αίσθημα εμπιστοσύνης προς την ηγεσία. Η άρτια λειτουργία της διοικητικής μέριμνας που εξασφαλίζει την ικανοποίηση της διαβίωσης και των αναγκών του προσωπικού.
•Η απόδοση της οφειλόμενης τιμής προς τους ήρωες, από τον λαό και τις ένοπλες δυνάμεις, που συμβάλλει στην ανύψωση του αισθήματος της εθνικής υπερηφάνειας.
•Η συνείδηση της ισχύος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, ώστε ο μαχητής να νιώθει σιγουριά, αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια.
•Η χρηστή ηγεσία και η εμπιστοσύνη προς αυτήν, απαραίτητο στοιχείο συνοχής του στρατεύματος.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διακατέχονταν ανέκαθεν από αίσθημα υπερηφάνειας, προερχομένης από το ένδοξο ιστορικό παρελθόν, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό του ελληνικού έθνους. Η σχέση μεταξύ διοικούντων και διοικουμένων διαπνέονταν πάντοτε από κατανόηση, και είχαν ως βάση το φιλότιμο. Αυτό σε γενικές γραμμές συνεχίζει να συμβαίνει και στη σημερινή εποχή. Ωστόσο, εξωτερικοί παράγοντες, όπως παρακάτω θα αναλύσουμε, επηρεάζουν αρνητικά το φρόνημα, ενώ, παράλληλα, οδηγούν στην υποβάθμιση της ιστορίας και στην απαξίωση των παραδόσεων.
Οι ένοπλες δυνάμεις αξίζουν ότι αξίζουν τα στελέχη τους. Αυτό σημαίνει ότι και το φρόνημά τους είναι ευθέως ανάλογο του φρονήματος των στελεχών τους. Αυτά αξιοποιούν τη θέληση του έθνους και για το λόγο αυτό πρέπει να είναι φορείς και συντελεστές των εθνικών ιδανικών. Η βασική αυτή αρχή επιβάλλει όπως ο αξιωματικός είναι απαλλαγμένος κάθε άλλου συμφέροντος και ανήκει αποκλειστικά στην ιδέα της Πατρίδας. Για τον στρατιωτικό, το καθήκον απορρέει από μόνη την Πατρίδα, προς την οποία ορκίσθηκε πίστη και αυτήν θεωρεί ως μόνη πηγή ενσυνείδητης πειθαρχίας. Η τελευταία αποτελεί το στοιχείο εκείνο που σφυρηλατεί τον ηθικό σύνδεσμο ο οποίος εμπνέει την ιδέα του καθήκοντος. Όταν ο αξιωματικός δεν έχει συνείδηση της άτεγκτης πειθαρχίας, δεν έχει και αίσθημα της αυταπάρνησης που είναι στενά συνυφασμένο με αυτήν, αποτελώντας προϋπόθεση για την υπαγωγή των ατομικών συμφερόντων στο συμφέρον της Πατρίδας.
Μεταξύ των πολιτικών που υλοποιεί το Κράτος – εσωτερική, εξωτερική, οικονομική, κοινωνική κλπ – οφείλει να περιλαμβάνει και την ηθική πολιτική η οποία συντελεί στην τόνωση του εθνικού φρονήματος και της ηθικής προπαρασκευής των μελλοντικών υπερασπιστών της Πατρίδας. Στα πλαίσια αυτής της ψυχολογικής προπαρασκευής του λαού, η Πολιτεία οφείλει να τονώνει το αίσθημα της πατριωτικής θυσίας και του πνεύματος της πειθαρχίας, που αποτελεί τη βάση των ενόπλων δυνάμεων. Παράλληλα, πρέπει να θέτει τα θεμέλια για τη διαμόρφωση μαχητών που εμφορούνται από αισθήματα και αρετές ηρωισμού, υπακοής, πατριωτισμού, τιμής, καρτερίας.
Ποια είναι σήμερα η θέληση προς αντίσταση του ελληνικού λαού και, κατά συνέπεια των νέων που προσέρχονται να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας; Δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι εκείνη που όλοι θα επιθυμούσαμε. Θα αναφέρουμε μερικούς από τους λόγους που μας οδηγούν σε όχι αισιόδοξα συμπεράσματα:
Ηθική και ιδεολογική παρακμή, εξαιτίας ιδεολογιών ξένων προς τα ιδανικά του ελληνικού έθνους. Παλαιότερα, οι εκφραστές αυτών των ιδεολογιών ήταν στο περιθώριο και η αποτελεσματικότητά τους ήταν μικρή. Εδώ και αρκετά χρόνια απέκτησαν δύναμη, σε κάποιες περιπτώσεις και πολιτική εξουσία, και εισήλθαν σε όλους τους χώρους. Στα σχολεία, στον Τύπο, γενικώς σε χώρους οι οποίοι θα όφειλαν να καθοδηγούν το λαό για την εξύψωση του εθνικού φρονήματος. Αντιθέτως, προωθείται μεθοδικά η αλλοίωση της γλώσσας, η φαλκίδευση της εθνικής ιστορίας, η ταύτιση της θέλησης προς αντίσταση με φασιστική νοοτροπία, η ενοχοποίηση του πατριωτισμού, ο εμπαιγμός της θρησκείας… Ο πατριωτισμός, γράφει ένας σύγχρονος διανοητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος, αποβάλλεται ως «εθνικισμός» και «σωβινισμός», ταυτίζεται με αυταρχικές ιδεολογίες. Στα σχολειά μας, συνεχίζει ο ίδιος, δεν προετοιμάζουμε πολίτες που, αν κληθούν, θα υπερασπίσουν την πατρίδα, αλλά υποψήφιους αντιστασιακούς σε μια φαντασιώδη ενδεχόμενη χούντα. Η έννοια της ειρήνης αποτελεί αυτοσκοπό χωρίς να τίθεται η ελευθερία ως προϋπόθεσή της. (Γιανναράς, 2003)
Οι αντιρρησίες συνείδησης (ορθότερα αρνητές στράτευσης), αποτελούν σαφές δείγμα της προαναφερθείσας κατάστασης. Ουσιαστικά αρνούμενοι τη στράτευση, αποφεύγουν τις ευθύνες τους και αντιτίθενται σ’ αυτό που επιβάλλει με τους νόμους της η οργανωμένη κοινωνία. Διότι πρόκειται για μια τάση που λειτουργεί διαλυτικά και βάλει κατά του κοινωνικού συνόλου. Ουσιαστικά ζητούν να κάνει κάποιος άλλος αυτό που αρνούνται οι ίδιοι. Το λυπηρό είναι ότι κατά καιρούς βρήκαν στήριξη ακόμη και από επίσημα πρόσωπα της ελληνικής Πολιτείας και μέλη κυβερνήσεων.
Η πειθαρχία τελεί… υπό διωγμό, εδώ και αρκετά χρόνια. Κάποιοι πολιτικοί χώροι, προχώρησαν στην ανατροπή του πνεύματος της πειθαρχίας, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα καθιστούσαν τις ένοπλες δυνάμεις ανίκανες να δράσουν στο μέλλον κατά του πολιτεύματος!!! Η πειθαρχία ταυτίσθηκε στη συνείδηση των στρατευμένων με το φασισμό και τη σκληρότητα. Με την πάροδο του χρόνου, και χάρη στις πολιτικές παρεμβάσεις, η κατάσταση χειροτέρευσε, ώσπου έφθασε να επηρεάσει και αυτό το σώμα των αξιωματικών. Όμως, η πειθαρχία διαμορφώνει το ήθος που εξασφαλίζει την πραγματική ελευθερία του ατόμου. «Η πειθαρχία» μας λέει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Τσάτσος, «είναι ένα γνώρισμα της στρατιωτικής ζωής που δεν συνθλίβει την ελευθερία, το μέγιστο αυτό αγαθό του πολιτισμένου ανθρώπου. Αντίθετα η πειθαρχία είναι όρος απαραίτητος της ελευθερίας».
Μιλώντας για αξιοκρατία μόνο αρνητικά στοιχεία θα μπορούσαμε να αναφέρουμε. Ο κομματισμός ο οποίος εισέβαλε στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων, είχε ως συνέπεια την απομόνωση των μη αρεστών στελεχών και την προώθηση των «ημετέρων» ανεξαρτήτως ικανοτήτων και προσόντων. Το φαινόμενο αυτό έχει τρεις σοβαρότατες αρνητικές συνέπειες: (α) το αίσθημα της άδικης μεταχείρισης των στελεχών εκ μέρους της Πολιτείας, (β) την απώλεια της εμπιστοσύνης προς την ηγεσία, εκ μέρους των μικρότερων στελεχών, που διαπιστώνουν ότι δεν προωθούνται οι ικανοί αλλά οι ανήκοντες σε παρατάξεις, (γ) την αποστέρηση του στρατεύματος από στελέχη ικανά, με συνέπεια την ποιοτική του υποβάθμιση.
Κάποιοι πολιτικοί χώροι επιζήτησαν τη δημιουργία πνεύματος δημοσιοϋπαλληλίας στο σώμα των αξιωματικών, με πρόφαση τον, προφανώς κατασκευασμένο, φόβο ενός πραξικοπήματος. Στο πλαίσιο αυτό θεωρήθηκε ύποπτη κάθε έκφραση πίστης σε ιδανικά, κάθε πατριωτική συμπεριφορά, ευνουχίζοντας έτσι ηθικά τις ένοπλες δυνάμεις. Ο πραγματικός στόχος ήταν να ελέγχονται αποτελεσματικότερα. Αφαιρέθηκε κάθε δυνατότητα πρωτοβουλίας εκ μέρους των στελεχών, καθιστώντας τα άβουλα όργανα ενός μηχανισμού που ελέγχει και παρακολουθεί τα πάντα. Όταν όμως ένα στράτευμα καθίσταται ακίνδυνο πολιτικά, μέσω της ανάπτυξης μιας υπαλληλικής νοοτροπίας – και κατ’ επέκταση ατομιστικής και ευδαιμονιστικής – είναι επόμενο να καθίσταται επισφαλής και η αμυντική ικανότητα της χώρας η οποία επέλεξε μια τέτοια οδό για τη διατήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Φυσικά δεν είναι αυτός ο ορθός τρόπος για την προάσπιση της δημοκρατίας, δεδομένου ότι ένοπλες δυνάμεις που διαπνέονται από πατριωτικό φρόνημα όχι μόνο δεν έρχονται σε αντίθεση με τα δημοκρατικά ιδεώδη αλλά αντίθετα αποτελούν προϋπόθεσή τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση της επίδρασης του φρονήματος στην αποτελεσματικότητα του στρατεύματος, στη νεώτερη ιστορία μας, αποτελεί η Μικρασιατική Εκστρατεία. Ένας στρατός που με ενθουσιασμό και υψηλό φρόνημα αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και έφθασε έξω από την Άγκυρα, αντιμετωπίζοντας με καρτερία τεράστιες δυσκολίες, ένας στρατός εμπειροπόλεμος, που ξεκίνησε με άριστο ηθικό και ικανότατους ηγέτες, πρόθυμος για οποιαδήποτε περιπέτεια και θυσία, έφθασε μετά μια τριετία, να καταρρεύσει και να οδηγηθεί στην πλήρη διάλυση και καταστροφή, όταν το φρόνημά του έπεσε στο μηδέν και οδήγησε σε μείωση του ηθικού και της μαχητικής του ικανότητας. Ένα έτος προ της καταστροφής το κύριο χαρακτηριστικό του στρατεύματος αποτελούσε η εισχώρηση του μικροβίου της πολιτικής μεταξύ των αξιωματικών και των οπλιτών. Απαράδεκτες επιλογές για προαγωγές, αποστρατείες, τοποθετήσεις προκάλεσαν δυσμενή κατάσταση στη διοίκηση των μονάδων.
Ο Στρατηγός Κοντούλης, διοικητής του Α’ΣΣ γράφει στον Αρχιστράτηγο στις 15 Οκτωβρίου 1921, ότι οι αξιωματικοί «ως εκ τούτου συνάγουσιν απογοητευτικά δια το μέλλον των (…) συμπεράσματα, μετά την πάροδον της εμπολέμου καταστάσεως. Το τοιούτον αποδίδεται εις το ότι όλας τας κεντρικάς θέσεις κατέχουν άτομα μηδέποτε μετασχόντα ουδεμιάς εκστρατείας, άτινα εισηγούνται παρά τοις αρμοδίοις την ισοπέδωσιν των αξιωματικών χάριν του ιδίου αυτών συμφέροντος».
Ο Στρατηγός Πολυμενάκος, διοικητής του Γ’ΣΣ, γράφει στις 19 Οκτωβρίου: «…υφίσταται γενική ισοπέδωσις των αξιωματικών, οπουδήποτε και αν υπηρετούσιν ούτοι. Αθρόαι επακολουθούσιν αιτήσεις αξιωματικών παντός βαθμού περί μεταθέσεών των εις το εσωτερικόν, διότι βλέπουσιν ότι ουδεμία απολύτως γίνεται διάκρισις μεταξύ εκείνων, οίτινες απολαύουσιν όλης της ραστώνης και χλιδής (…) και εκείνων οίτινες υφίστανται όλας τας ταλαιπωρίας και, ακαμάτως νυχθημερόν εργαζόμενοι, σφυρηλατούσι το μεγαλείον της πατρίδος ημών, ωδήγησαν το στράτευμα εις την δόξαν και την τιμήν (…).
Οι στρατηγοί αυτοί, που μαζί με άλλους αποτελούσαν το Συμβούλιο Αντιστρατήγων, ενεργώντας προς το συμφέρον του στρατεύματος, κατήρτισαν τους πίνακες προαγωγών με δικαιοσύνη και αμεροληψία, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως την πολεμική δράση. Όμως, την Πρωτοχρονιά του 1922, έφθασε από την Αθήνα η είδηση ότι οι πίνακες αυτοί δεν ελήφθησαν υπόψη αλλά έγιναν αθρόες προαγωγές από την επετηρίδα, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι «ημέτεροι».
Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Το μικρόβιο της αποστροφής προς το μαχόμενο μικρασιατικό μέτωπο, το οποίο θεωρούνταν «γάγγραινα» και «πυορροούσα πληγή», άρχισε σκόπιμα να μεταδίδεται στον μαχόμενο στρατό, με τη μορφή μιας τρομερής ηττοπάθειας ώστε μετά από λίγο όλοι οι οπλίτες να διακηρύσσουν ότι «δεν πάνε εμπρός». Άμεση συνέπεια η λιποταξία, συνδυαζόμενη συχνά με τη λεηλασία στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Σε 80.000 ανήλθαν οι λιποτάκτες που κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς έφθασαν μέχρι την Αμερική ή την Αίγυπτο και έγραφαν από εκεί, υποκινώντας σε λιποταξία συγγενείς και φίλους. Από την λογοκρισία των επιστολών διαπιστώθηκε ότι λειτουργούσαν και πρακτορεία φυγάδευσης λιποτακτών !!! (Στρατηγού Μπουλαλά Κλ., Η Μικρασιατική Εκστρατεία, Αθήνα 1957).
Ποιοι παράγοντες οδήγησαν στην κατάσταση αυτή; Επιγραμματικά θα απαντούσαμε: διχόνοια, φανατισμός και διχασμός στο λαό που διοχετεύθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις, παράκεντρα εξουσίας, απαράδεκτες πολιτικές επιλογές, κομματική διάβρωση του σώματος των αξιωματικών, ευνοιοκρατία, προσωπολατρία, αδιαφορία για τις ανάγκες του προσωπικού. Αυτή όμως η κατάσταση δεν εμπόδισε, μέσα στα επόμενα χρόνια, να δημιουργηθεί ένας άλλος στρατός, ο οποίος δόξασε τη χώρα και κατέπληξε εχθρούς και φίλους, αντιμετωπίζοντας τον ανίκητο Άξονα.
Πώς εξασφαλίζεται το φρόνημα των ενόπλων δυνάμεων;
Καταρχήν θα πρέπει να εθισθούν οι ένοπλες δυνάμεις στην ιδέα ότι είναι ενδεχόμενο να απαιτηθεί η Ελλάδα να πολεμήσει. Φυσικά δεν εννοούμε να επιδιώξει τον πόλεμο, αλλά την αμετάκλητη και αμετακίνητη απόφαση να απαντήσει δυναμικά σε οποιαδήποτε πρόκληση ή αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητό και από μας τους ίδιους αλλά και από τους εχθρούς μας. Εκείνο που συχνά πλανάται είναι ότι στηρίζουμε τις ελπίδες μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τους Αμερικανούς για να μας σώσουν.
Απαιτείται η αποκατάσταση της θέσης και του κύρους του σώματος των αξιωματικών ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν σε ένα περιβάλλον που θα το χαρακτηρίζει η εμπιστοσύνη εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας και η δυνατότητά τους να εφαρμόσουν τους στρατιωτικούς νόμους και κανονισμούς, που η δημοκρατική πολιτεία έχει θεσπίσει. Έχουν τη δυνατότητα και τη θέληση να το πράξουν, αφού και σήμερα, με όλες τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν, εργάζονται και προσπαθούν νυχθημερόν, χωρίς όμως πάντοτε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχει κατάλληλη ηθική προετοιμασία των μελλοντικών μαχητών προ της εισόδου τους στις ένοπλες δυνάμεις. Αυτό προϋποθέτει ένα αναμορφωμένο σχολείο με στελέχη ικανά να μεταδώσουν στους νέους τα μηνύματα της ιστορίας, την αγάπη προς την Πατρίδα, το αίσθημα της θυσίας και της αγωνιστικότητας.
*Υποστράτηγος ε.α.
Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
Αναδημοσίευση από Εθνικά Θέματα - Ελλάδα