Ἡ αἰχμὴ ἦταν ἡ ἄκρη δόρατος ἢ λόγχης. Ὁ συμπολεμιστὴς λεγόταν ὅμαιχμος, τὸ μέρος ἀνάμεσα σὲ δύο αἰχμές, δηλαδὴ ἀντίθετα στρατόπεδα ἦταν τὸ μεταίχμιο, (σήμερα: τὸ διαχωριστικὸ σημεῖο ἀνάμεσα σὲ δύο ἀντίθετες καταστάσεις), αὐτὸς ποὺ συλλαμβάνεται (ἁλίσκεται) μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς αἰχμῆς τοῦ δόρατος εἶναι ὁ αἰχμάλωτος. Τὸ ἐργαλεῖο ποὺ ἡ ἄκρη του εἶναι ὀξεῖα ὀνομάζεται ὀξύαιχμο· ὀξύαιχμη εἶναι καὶ ἡ μομφὴ ἢ κριτική, ὅταν ἐνοχλῇ μὲ τὴν καυστικότητά της. Ἴδια σημασία ἔχει καὶ ὁ δορύαιχμος: δορύαιχμη κατηγορία· ὁ Ἑλύτης στὸ «Ἄξιόν ἐστι» ἀναφέρεται στὶς δορύαιχμες λέξεις: «Ἄξιον ἐστί το πρὶν τῆς ὀπτασίας/ ἀχερούσιο σάλπισμα καὶ πύρινη ὤχρα/ τὸ καιούμενο ποίημα καὶ ἠχεῖο θανάτου/ οἱ δορύαιχμες λέξεις καὶ αὐτοκτόνες».
Το αλίευσα ΕΔΩ
