Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ: ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Ή ΕΥΘΥΝΗ ΑΓΙΑΣΜΟΥ[1]

Μητροπολίτης Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικόλαος

Οἱ συζητήσεις περὶ τοῦ φύλου ὅλο καὶ περισσότερο ἐμφανίζονται στὴν καθημε­ρινό­τητα, μὲ ἕναν πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώ­που τρόπο. Ὅροι καινοφανεῖς, ὅπως ἐπιλογὴ φύλου, ἐπαναπροσδιορισμός, προσανα­το­λι­σμός, ρευστό­τητα καὶ ταυτότητα τοῦ φύλου, ἀλλὰ καὶ συναφῆ, ὅπως ἔμφυλες ταυτό­τητες, δια­φυλικότητα, διεμφυλικότητα, ὁμο­φοβικό­τητα, μὲ ἀνάλογα παρά­γωγά τους[2], ἐμφανίζονται στὰ δημο­σιεύματα, στὶς συζητή­σεις, στὶς πολι­τικὲς ἀντιπαραθέσεις, καὶ ὄχι μόνον σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο ἀλλὰ καὶ σὲ πρακτικό. Ὅλη αὐτὴ ἡ θεματολογία δὲν ἀφορᾶ κάποια μεμο­νωμένα ἄτομα ἢ ἐλάχιστες οἰκογένειες οὔτε βρίσκεται στὸ περιθώριο τῆς κοινω­νικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐγείρει δικαιώματα, προξενεῖ κοινω­νικὲς διεκδι­κήσεις καὶ πολι­τικὲς ἀντιπαραθέσεις, ἔχει γεννήσει κινήματα μὲ ὀπαδοὺς καὶ ἀντιπά­λους, ἀποτελεῖ ἴσως τὸ ἰσχυρότερο παγκο­σμίως lobby, ἐπηρεά­ζει βαθειὰ τὶς ἀνθρώ­πινες σχέσεις καὶ τὴ νομικὴ σκέψη, διαμορφώνει νέες ἠθικὲς ἀντι­λήψεις σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλάζει τὴν κοινωνία.

Ἔτσι, τὰ τελευταῖα μόλις χρόνια,  στὶς μεγάλες πόλεις τοῦ κόσμου, ὀργανώνονται πορεῖες καὶ ἐκδηλώσεις, ποὺ ὀνομάζονται καὶ «παρελάσεις ὑπερηφανείας», οἱ ὁποῖες μὲ πρόφαση τὴ διεκδίκηση ἀναγνώ­ρισης καὶ δικαι­ωμάτων, ποὺ ἤδη ἔχουν πετύχει σὲ μεγάλο βαθμό, στὴν οὐσία προβάλλουν προκλητικὰ ἀντιλήψεις, μάλιστα μὲ στήριξη ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τοῦ πολι­τικοῦ κόσμου, πρωθυπουργῶν, προέδρων κρατῶν, ἀκαδημαϊκῶν προσω­πικοτήτων, χρηματοδοτούμενες ἀπὸ μεγά­λους ὀργανισμοὺς ὅλου τοῦ φάσμα­τος. Ἡ ὑπόθεση ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ διαλόγου καὶ ἔχει λάβει πλέον τὴ μορφὴ ἐπίμονης καὶ ἐπιθετικῆς προσηλυτίζουσας ἰδεολογίας, μὲ σαφὲς ἀντι­θρησκευτικὸ καὶ ἀθεϊστικὸ χρῶμα, ἡ ὁποία ὅμως συμπαρα­σύρει σὲ ἀνεκτικὲς ἢ καὶ ὑποστηρικτικὲς αὐτῶν τῶν κινημάτων ἀπόψεις ἡγέτες τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἐσχάτως δὲ προκαλεῖ σοβαρὸ προβλημα­τισμὸ καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθο­δόξων.

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅλο καὶ συχνότερα πρόσωπα ποὺ αὐτο­προσδιορίζονται ὡς μέλη τῆς κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ καταλαμβάνουν θέσεις ὑψηλῆς εὐθύνης στὸν δημόσιο βίο, ὅπως βουλευτές, γερουσιαστές, ὑπουρ­γοί, πρωθυπουργοί, πρόεδροι κρατῶν κ.λπ., πολλοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν μὲ ἰδιαί­τερα ἀκτιβιστικὴ διάθεση [3].

Τὰ παιδιά, ἀπὸ τὴν προσχολικὴ ἀκόμη ἡλικία, μέσα ἀπὸ ταινίες, κινού­μενα σχέδια, σχολικὰ ἐγχειρίδια, ἐκτίθενται σὲ ἐντυπώσεις ποὺ δικαιολο­γοῦν τὸ φαινόμενο, προβάλλοντάς το εἴτε ὡς κάτι φυσικὸ ἢ ὡς «σεβασμὸ καὶ  ἀνε­κτι­κότητα στὴ διαφορετικότητα» ἢ ὡς «δικαιωμα­τι­σμό», στὴν οὐσία προ­κα­λῶντας σύγχυση καὶ ἐθισμό, μὲ ἀνυπολό­γιστες ἐνδε­χομένως συνέπειες.

Ἐπιπλέον, ὁ γάμος μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου καὶ ἡ τεκνοθεσία, ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη «διόρθωση ἢ ἐπαναπροσδιορισμὸς» τοῦ φύλου ἢ ἡ ἐλεύ­θερη ἐπιλογὴ σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν καὶ ἄνω, ἔχουν νομοθετηθεῖ σὲ πλεῖστες ὅσες χῶρες, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ «θεραπεῖες μεταστροφῆς» ποινικοποιοῦνται αὐστηρά. Ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογένειας καταρρέει, οἱ ἠθικὲς ἀξίες ἐκφυλίζονται, ἡ δημογραφικὴ ἀπειλἠ κορυφώνεται, ἡ πίστη στὸν Θεὸ κλονίζεται, ἡ νέα γενιὰ αὐτοαμφισβητεῖται, ὁ πολιτισμὸς ὅπως τὸν γνωρί­ζουμε ἀλλοιώνεται.

Tὸ ὅλο θέμα ἔχει ἔντονα πολιτικοποιηθεῖ, καθὼς οἱ μὲν λεγόμενες «χριστιανικὲς» χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἡ Αὐστραλία καὶ ὁ Καναδᾶς σταδιακὰ προωθοῦν νόμους, πολιτικὲς καὶ ἀντιλήψεις στὴ βάση τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, μάλιστα καὶ μὲ μία ἠθικὴ ἐπικάλυψη, εἰς δὲ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς τὰ δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἀντιπαράθεση ἐπ’ αὐτοῦ.

Στὸν ἀντίποδα ὅλων αὐτῶν, χῶρες ὅπως ἡ Ρωσία, ἡ Οὐγγαρία, οἱ μου­σουλμανικὲς τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀνθί­στανται μὲ σαφεῖς καὶ σκληρὲς ἀπαγορεύσεις τῶν νέων πρακτικῶν, θεω­ρού­μενες ἀπὸ τοὺς ἀντιθέτους ὡς σκοταδιστικὲς ποὺ προωθοῦν τὸν ρατσισμὸ καὶ τὸ μίσος.

Τὸ κίνημα τῶν ΛΟΑΤΚΙ, ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἰδεολόγημα μὲ φανα­τικοὺς ὑποστηρικτές, ἔχει λάβει διαστάσεις μόδας καὶ χύνεται πλέον ὡς ὁρμητικὸς χείμαρρος στὴ θάλασσα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς συμπα­ρασύροντας τὰ πάντα. Ὅποιος δὲν ἀσπάζεται τὶς ἀπόψεις τους, ἢ ἔστω δὲν ἀνέχεται τὴν ὅλη κοσμο­θεωρία καὶ πρακτική τους, χαρακτηρίζεται μὲ ἕναν καινοφανῆ ὅρο ὡς ὁμοφο­βικὸς καὶ θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός, ἀπορριπτέος, ἀκόμη καὶ ἐπικίνδυνος. Ὑπάρχει ἕνα πανίσχυρὸ lobbying ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα ἔντονο ἀμφί­πλευρο bullying. Εἶναι σὰν νὰ ἀνακαλύπτουμε τώρα γιὰ πρώτη φορὰ τὴ φυσιολογία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νὰ διαπιστώνουμε ὅτι τὸ ποσο­στὸ τῶν ἀνθρώπων ποὺ παρου­σιάζουν ἀποκλίσεις ὡς πρὸς τὸν σεξουαλικὸ προσανατολισμό τους εἶναι ἀπρόσμενα μεγάλο ἢ ἀκόμη ὅτι δὲν θὰ ἦταν καὶ τόσο κακὸ νὰ δοκιμάσει κανεὶς «νὰ παίξει» λίγο μὲ τὸ φύλο του.  

Ἂς προχωρήσουμε σὲ μερικὲς πρῶτες βασικὲς σκέψεις, ποὺ δὲν ἐξαν­τλοῦν μὲν τὸ θέμα, θεωρῶ ὅμως πὼς συμβάλλουν στὴν ὅλη προβληματική.

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ

Ἀνατομικὰ χαρακτηριστικὰ

Τὶ εἶναι τελικὰ ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου; Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναῖκα; Εἶναι ἐπιλέξιμο τὸ φύλο; Ὑπάρχουν πολλὰ φύλα γιὰ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο, βιολογικό, κοινωνικό, συναισθηματικό, μεταξύ τους ἀντικρουόμενα; Γεννιέται κανείς μὲ συγκεκριμένο σεξουαλικὸ προσανα­τολισμὸ ἢ αὐτὸς διαμορφώνεται στὴ συνέχεια ἀπὸ ποικίλους παράγοντες;  Πόσο φυσικὸ εἶναι τὸ μὴ φυσιολογικό;

            Ἐξ ἀπόψεως βιολογικῆς ὑπάρχουν δύο φύλα, ὅπως καὶ στὰ ἀνώτερα θηλαστικά: τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό. Ὅλα τὰ συστήματα ποὺ συνα­παρτίζουν τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἔχουν στὴ βάση τους τὴν ἴδια ἀνατο­μική μορφολογία καὶ φυσιολογία καὶ στὰ δύο φύλα. Ὅλες οἱ λειτουρ­γίες, καρδιακή, ἀναπνευ­στική, νεφρική, ἀκολουθοῦν τοὺς ἴδιους μηχανισμοὺς ἀνεξαρτήτως φύλου.

Ἐξαίρεση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα ἀποτελεῖ τὸ ἀναπαραγωγικὸ σύστη­μα καὶ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία (γενετικὸ ὑπόβα­θρο, ὁρμόνες κ.λπ.). Τὰ ἀναπαραγωγικὰ ὄργανα τῆς γυναίκας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ ἄνδρα.

Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὰ φύλα καὶ τὰ ταυτο­ποιεῖ εἶναι τὸ ἀναπαραγωγικό τους σύστημα. Μάλιστα, τὸ βασικό τους χαρακτηρι­στικὸ δὲν εἶναι μόνο ὅτι εἶναι διαφορετικὰ καὶ ἔτσι διακρίνονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ ὅτι τὰ φύλα εἶναι μόνο δύο, δὲν ὑπάρχει τρίτο, καὶ κυρίως ὅτι εἶναι συμπλη­ρωματικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀνατομικὴ διαφοροποίηση ἐξυπη­ρετεῖ τὴ δυ­να­τότητα ὄχι ἐπαφῆς ἀλλὰ ἕνωσης τῶν σωμάτων. Δύο γυναικεῖα σώματα δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ἑνωθοῦν μεταξύ τους, οὔτε δύο ἀνδρικά.

Ἐπίσης, ὅλα τὰ ὄργανα καὶ οἱ λειτουργίες εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ στὸν ὁποῖο ἀνήκουν -γι’ αὐτὸ ἐξάλλου καὶ ὀνομάζονται ζωτικά. Αὐτὸ δὲν συμβαίνει μὲ τὰ ἀναπα­ραγω­γικά. Αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα οὔτε χρησιμεύουν στὴν ἐπιβίωση τοῦ ὀργανισμοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ ζήσει ὑγιής, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀξιο­ποιήσει τὴ λειτουργία τους. Μοναδικὸ προορισμὸ ἔχουν νὰ συνερ­γασθοῦν μαζὶ ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, προκειμένου νὰ γεννηθεῖ μιὰ νέα ζωή ἀπὸ δύο ἀνθρώπους. Ἡ κάθε ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔτσι ἔρχεται στὴν ὕπαρξη, ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἡ φυσιο­λογία δὲν γνωρίζει ἄλλον τρόπο.

Γενετικὰ χαρακτηριστικὰ

Ὅλα τὰ σωματικὰ κύτταρα (καρδιακά, ἠπατικά, νεφρικά κ.λπ.) δὲν διαφέρουν ἀπὸ φύλο σὲ φύλο, ἔχουν δὲ διπλοειδὲς γονιδίωμα, εἶναι συμ­πληρωμένα, ὁλοκληρωμένα καὶ αὐτάρκη. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τὰ γενε­τικὰ κύτταρα, τὸ ὠάριο τῆς γυναίκας καὶ τὸ σπερματοζωάριο τοῦ ἄνδρα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐπίσης διαφορετικὰ καὶ συμπληρωματικά, ἀλλὰ καὶ ἁπλο­ειδῆ, δηλαδὴ ἀπὸ μόνα τους ἀνεπαρκῆ νὰ ἐπιτελέσουν τὸν προορισμό τους. Καὶ αὐτὰ ἀπαιτοῦν ἕνωση. Δύο ὅμοια μεταξύ τους δὲν ἑνώνονται. Τὸ καθένα ψάχνει τὸ συμπληρωματικό του. Ἡ ἕνωση τῶν δύο δημιουργεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς, ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ αἰώνια προοπτικὴ ἔρχεται στὸν κόσμο.

Ἐπίσης,

            • Τὸ ὠάριο εἶναι τὸ μεγαλύτερο κύτταρο τοῦ ὀργανισμοῦ (περίπου 120-150μ, ὅταν ὠριμάσει) μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ μορφολογία ἀπὸ τὸ σπερ­ματοζωάριο (μικρὴ κεφαλὴ μὲ προεξέχουσα οὐρά).

• Τὰ ὠάρια εἶναι λίγα καὶ ἐνυπάρχουν στὸ γυναικεῖο σῶμα ἀπὸ τὴν ἐμβρυϊκὴ ἡλικία, τὰ σπερμα­τοζωάρια διαρκῶς γεννῶνται καὶ σὲ κάθε ἐκσπερμά­τωση ὁ ἀριθμός τους ἀνέρ­χεται σὲ 100-200 ἑκα­τομμύρια.

• Ὁ ἄνδρας παράγει σπερματο­ζωάρια μέχρι προχω­ρη­μένη ἡλικία, ἐνῶ ἡ γυναῖκα ἔχει καταναλώσει τὰ ὠάριά της περίπου 35 χρόνια μετά τὴν ἔναρξη τῆς ἀναπαραγωγικῆς της δράσης.

• Ὁ ἄνδρας καθορίζει τὸ φύλο τοῦ παιδιοῦ, ἡ γυναῖκα κυοφορεῖ, δίνει ζωή, τίκτει καὶ θηλάζει. Αὐτὴ μεγαλώνει τὸ παιδί.

• Ὁ ἄνδρας φτάνει σὲ ὀργα­σμὸ πολὺ εὔκολα καὶ σύντομα, ἐνῶ ἡ γυναῖκα θέλει πολλαπλάσιο χρόνο.

• Τὸ κάλλος, ἡ χάρη εἶναι χαρακτη­ριστικὰ τῆς γυναικείας φύσεως  γιὰ νὰ ἑλκύει. Ἡ φορὰ ἕλξης εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνδρα πρὸς τὴ γυναῖκα.

• Ἀντίστοιχα διαφορο­ποιημένα χαρα­κτη­ριστικὰ πα­ρου­σιάζουν καὶ οἱ ὁρμόνες τῶν δύο φύλων[4].

Ὅλα τὰ παραπάνω ἰδιώματα τῶν δύο φύλων ἔχουν τὸν λόγο τους καὶ φυσικὰ διαμορφώνουν ἀνάλογα καὶ τὴν προσωπικότητα καὶ γενικὰ τὴν ψυχολογία τῶν φύλων. Ἔτσι, γιὰ παρά­δειγμα, ὑπάρχει διαφορετικὴ σχέση μὲ τὸν χρόνο, ἔτσι ἐξη­γεῖται τὸ ὅτι ἡ γυναικεία φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὑπο­μονὴ καὶ ἀντοχή, ἐνῶ ἡ ἀνδρικὴ ἀπὸ ὁρμή καὶ δύναμη, λειτουργεῖ δὲ δια­φορετικὰ τὸ συναί­σθημα καὶ ἡ λογική. Οἱ γυναῖκες εἶναι πιὸ εὐαίσθητες καὶ εὐσυγκίνη­τες, πιὸ ἐπιρρεπεῖς σὲ ἀδυναμίες τοῦ συναισθήματος, ἀλλὰ καὶ πιὸ εὔκολες σὲ ἀρετές, ὅπως ἡ πίστη, τὸ φιλότιμο, ἡ ἀφοσίωση, ἡ διά­θεση προσ­φορᾶς καὶ θυσίας. Τὰ δύο φύλα ἔχουν καὶ ψυχολογία συμπλη­ρωματική.

Κατόπιν ὅλων αὐτῶν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ἔχει ἀναφαίρετη βιολογικὴ βάση καὶ στηρίζεται στὴ βιογενετική διαφορετικό­τητα καὶ κυρίως στὴ συμπληρωματικότητα τῶν δύο φύλων, ὑπακούει στὴ γενικὴ Ἀρχὴ τῆς Συμπληρωματικότητας (Complimentarity Principle), ἡ ὁποία συγκροτεῖ τὸν φυσικὸ κόσμο (ἄτομα, μόρια, ὕλη), καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ ἑτερώνυμα ἕλκονται καὶ τὰ ὁμώνυμα ἀπω­θοῦνται. Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου δὲν εἶναι ἐπιλέξιμη∙ εἶναι δεδομένη.

Ἐρωτικὴ ἕλξη, σεξουαλικὴ ἐπιθυμία

Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἡ ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἀμοιβαία ἕλξη τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἕνας νὰ ἐπιθυμήσει τὸν ἄλλον, νὰ κινηθεῖ πρὸς αὐτόν. Αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον εἶναι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴ σεξουαλικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ὁποία προφα­νῶς καὶ ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχο­σωματικὸς θὰ πρέπει νὰ ἐναρμο­νίζεται μὲ τὴ βιολογικὴ ταυτότητα τοῦ καθενός ἀπὸ τοὺς δύο. Μία σχέση στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δὲν βρίσκεται σὲ ἁρμονία μὲ τὸ σῶμα, προξενεῖ ρήγμα στὴν προσωπικότητα, ἀσάφεια καὶ διχασμὸ ταυτότητας καὶ βέβαια εἶναι μὴ κατὰ φύσιν καὶ μὴ ἐπιθυμητή.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν σε­ξουαλικὰ ὄργα­να, ἀλλὰ μόνον ἀναπα­ραγωγικὰ ὄργανα καὶ σεξουαλικὰ αἰσθη­τήρια, αἰσθητῆρες, σημεῖα διεγέρ­σεως, ὅπως δὲν ὑπάρχουν γευστικὰ ὄργανα ἀλλὰ πεπτικὰ ὄργανα καὶ γευστικὰ αἰσθη­τήρια. Ὅπως ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ γεύση ἀλλὰ ἡ πέψη, ἔτσι καὶ ἡ σεξουαλικὴ ἕλξη δὲν μπορεῖ νὰ αὐτο­νομηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγικὴ προοπτικὴ τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ σεξουα­λι­κὴ ἡδονὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, δὲν εἶναι αὐτόνομη, συνυπάρ­χει μὲ τὴν εὐθύνη τῆς νέας ζωῆς καὶ μάλιστα στὸ προ­στατευτικὸ πλαίσιο μιᾶς οἰκογένειας. Τὰ παιδιὰ δὲν γεννιοῦνται καὶ ἐγκα­ταλείπονται στὴν τύχη τους, ἀλλὰ προστα­τεύονται μέσα στὸ περι­βάλλον τῆς οἰκογέ­νειας. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὸν θεσμὸ τοῦ γάμου. Γάμος δὲν εἶναι ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης γιὰ συντρο­φικότητα, ἀλλὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐθύνη, εἶναι «ἔννομος συζυγία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιΐα». Συνε­πῶς ἡ ἐρωτικὴ σχέση δὲν νοεῖται ἐκτὸς τοῦ γάμου, ὁ δὲ γάμος εἶναι ὑπο­χρεω­τικὰ ἑτεροφυλικός.

Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ὁρίζεται ἀπὸ βιολογικοὺς παράγοντες, τὴν ἀνατομία, τὴ φυσιο­λογία, τὸ γενετικὸ ἀποτύπωμα, τὶς ὁρμόνες, τοῦ ἀτόμου ὄχι ἀπὸ τὴ σεξουαλικὴ τάση ἢ προσανατολισμό. Δὲν ὁρίζεται ἀπὸ ὀρέξεις, ἀπὸ τὸ τὶ νομίζω γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἢ ἀπὸ τὸ πῶς νοιώθω, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ τί τελικὰ εἶμαι. Μπορεῖ νὰ νοιώθω ὑγιὴς ἢ πολὺ ἔξυπνος ἢ λογικὸς καὶ βέβαια νὰ μὴν εἶμαι. Ἡ ταυτότητα ὁρίζεται ἀπὸ ἀντικειμενικὰ κριτήρια. Οὔτε ἕνα φυσιολογικὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ ἔχει πολλά φύλα, ἐνδε­χομένως ἀμοι­βαίως ἀντικρου­όμενα: βιο­λογικό, συναισθη­ματικό, κοινωνικό.

ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ

Ἡ χρήση τοῦ σώματος πρέπει νὰ ὁδηγεῖ στὸν ἁγιασμό, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται ψυχοσωματικά. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δοξά­σατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ»[5], εἰς δὲ τὴν θεία λειτουργία προσευχόμαστε γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων[6]. Μὲ ἄλλα λόγια, καθὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἔχει δεχθεῖ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ὅλος, σῶμα καὶ ψυχή, σῶμα καὶ πνεῦμα, εἶναι ἱερός, ἐπειδὴ δὲ «τὸ σῶμα ἡμῶν ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος ἐστὶ»[7] καὶ «τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν»[8], ἡ κάθε ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ ἀντα­νακλᾶ αὐτὴν τὴν ἱερότητα.

Στὴν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ λέγεται γιὰ τοὺς συζύγους ὅτι «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»[9] σημαίνει καὶ «εἰς ψυχὴν μίαν», ὄχι δύο ψυχές κολλημένες μεταξύ τους, ἀλλὰ μία ψυχὴ ἀνα­γεννημένη, ποὺ προ­έρχεται ἀπὸ δύο «ἀλλοιούμενες» πρός τὸ ἀγαθό∙ δύο ἄνθρωποι ἁγιαζό­μενοι, «σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες», «μιᾶ ψυχῇ συναθλοῦντες»[10]. Ἡ συζυγικὴ ἀγά­πη εἶναι ὅπως ἡ γονιμοποίηση, τὰ γενετικά κύτταρα ἑνώνονται χωρὶς νὰ μπο­ροῦν νὰ ξαναχωρισθοῦν, καὶ δημιουργοῦν κάτι ἐντελῶς νέο μὲ τὰ χαρα­κτη­ριστικὰ τῶν ἀρχικῶν. Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ καθιστᾶ τὴν ἕνωση μυστήριο.

Ἡ φυσικὴ ἕλξη δόθηκε γιὰ νὰ ἑνώνει δύο ἀνθρώπους. Ὁ φυσικὸς νόμος ὑπάρχει γιὰ νὰ συγκροτεῖ, νὰ ἑνώνει, νὰ ἐναρμονίζει ψυχοσωματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐκτροπὴ ἐκ τῆς φυσικῆς ὁδοῦ, ἀντὶ νὰ ἑνώνει τοὺς δύο, διχάζει ἀμφοτέρους. Καὶ ἀντὶ νὰ γίνουν «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», ὁ καθένας διχάζεται στὰ δύο, ὄντας ὁ ἄνδρας μὲ ἀνδρικὰ βιολογικὰ ἰδιώματα καὶ θηλυ­κὴ ἐπιθυμία καὶ ἀντι­στοίχως ἡ γυναῖκα.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γάμος εἶναι ἡ συζυγία, ὄχι ἡ συντροφικότητα, εἶναι ἡ εὐθύνη, ὄχι ἡ ἀπόλαυση∙ εἶναι ἐγκρατὴς συνεύρεση, ὄχι ἐγωι­στικὴ συμπάθεια∙ εἶναι ζωὴ καὶ ἁγιασμός, εἶναι ἀδιά­ζευκτη ἕνωση, ἡ δὲ ἕνωση εἶναι θυσιαστικὴ τοῦ ἐγὼ κένωση, εἶναι ἀγάπη ποὺ «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», ἀγάπη ποὺ «οὐδέποτε ἐκπίπτει»[11]. Ὁ πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ νὰ γίνει μία σχέση γάμος εἶναι ἡ δυνατότητα φυσιο­λογικῆς σωματικῆς ἕνωσης. Γιὰ νὰ γίνει καὶ μυστήριο πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἀγαπητικὴ ἐν Κυρίῳ κένωσις. Μόνον ἔτσι, ὁ γάμος εἶναι «μυστήριο μέγα εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλη­σίαν», καὶ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, «πατὴρ ἁγίων»[12].

Ὁ γάμος εἶναι ἐργαστήρι ἁγιότητος, «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» [13]. Στὴν Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δείχνει τὸν δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ μέσα ἀπὸ τὴν συζυγία. Προτρέπει τὶς γυναῖκες νὰ ὑποτάσ­σονται  στοὺς ἄνδρες τους, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία στὸν Χριστό, τοὺς δὲ ἄνδρες νὰ ἀγαποῦν τὶς γυναῖκες τους, «καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν», μάλιστα μέχρι θυ­σίας, ὅπως ὁ Χριστὸς «ἑαυτὸν παρέδωκεν» ὑπὲρ τῆς Ἐκκλη­σίας∙ και συνεχιζει νὰ τὶς ἀγαποῦν «ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα»[14]. Προ­φα­νῶς οὔτε τὸ πρῶτο ἀποτελεῖ ὑποτέλεια σὲ ἀνδρικὸ προνόμιο οὔτε τὸ δεύ­τερο δυσ­βάσταχτη ὑποχρέωση τῶν ἀνδρῶν ἢ εὔνοια τῶν γυναι­κῶν. Φαίνεται πὼς οἱ ἄνδρες κενώνονται καλύτερα μὲ τὴ θυσιαστικὴ ἀγά­πη, ἐνῶ οἱ γυναῖ­κες μὲ τὴν ὑποταγή. Τὸ δὲ μέτρο τῆς ὑποταγῆς τῆς γυναίκας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ ἄνδρα εἶναι ἡ σχέση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ φωτίζει τὴ σχέση τῶν συζύγων. Στὴν οὐσία, ὁ ἁγιαστικὸς σκοπός, τὸ νὰ γίνουν ἕνα, ἐπιτυγ­χά­νεται ὅταν ζοῦν μαζὶ ἐν ἀγάπῃ «ὑποτασσόμενοι ἀλλή­λοις ἐν φόβῳ Χρι­στοῦ»[15] καὶ «ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης»[16].

Σὲ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ἐμφανὲς ὅτι γάμος σημαίνει ἕνωση ἄνδρα καὶ γυναίκας, ποὺ σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους κατὰ τὸ φύλο.

ΕΚΤΡΟΠΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ

Στὸν ἀντίποδα τοῦ ἁγιαστικοῦ στόχου ὑπάρχει ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς σχέσης, ἡ ἐκτροπὴ τῆς σεξουαλικῆς ζωῆς καὶ ἀσέβεια στὴ φύση.

Χαρακτηριστικά, ὁ Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή[17],

(α) ἐνῶ ἀπαριθμεῖ δι’ ἁπλῆς ἀναφορᾶς ποικίλες ἐμπα­θεῖς καταστά­σεις[18], ὅταν ἀναφέρεται σὲ αὐτοὺς ποὺ «ἐξεκαύ­θησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημο­σύνην κατεργα­ζό­μενοι» εἶναι ἀνα­λυτικός, ἡ δὲ γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι σκληρὴ καὶ ἀφοριστική.

(β) Κάνοντας σαφῆ ἀναφορὰ στὴν παρὰ φύσιν συνάφεια ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, τὴν χαρακτηρίζει μὲ βαρεῖς ὅρους, ὅπως «ἀσχη­μοσύνη» (α΄ 27), «ἀκαθαρσία» (α΄ 24) καὶ «ἀτιμία» (α΄ 26), δηλαδὴ ἀπώλεια τῆς δόξας καὶ τιμῆς τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου[19].

(γ) Δὲν καταδικάζει μόνο τὴν πράξη ὡς ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀναφέρεται κυρίως στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν διαπράττουν, χωρὶς κανένα ἐλα­φρυ­ντικό, λέγοντας «ὅτι ἀρσενο­κοῖται βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσου­σιν»[20] καὶ ὅτι · «οἱ τὰ τοιαῦτα πράσ­σοντες ἄξιοι θανάτου εἰσί» (στ. 32).

(δ) Θεωρεῖ ὅτι «ἡ μετάλλαξις τῆς φυσικῆς χρήσεως εἰς τὴν παρὰ φύσιν» σχέση (α΄ 26) εἶναι συνέπεια «τῆς μετάλλαξης τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει» (α΄ 25) καὶ τῆς ἐκτροπῆς ἐκ τῆς πίστεως στὸν ἀληθινὸ Θεό, «οὐχ ὡς Θεὸν ἐδό­ξασαν» (α΄ 21),ὅπως καὶ σκοτισμένης καὶ ἀσύνετης καρ­διᾶς, «ἀλλ’ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύ­νετος αὐτῶν καρδία» (α΄ 21). Ἡ μὴ κατὰ φύσιν συνουσία ἀποτελεῖ ἠθικὴ ἔκπτωση καὶ εἶναι συνέπεια τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς ἀπόρριψης τῆς ἀληθείας Του[21].

(ε) Ἡ σχέση μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ διαρρηγνύεται σὲ τέτοιο βαθμό,  ὥστε ὁ Θεὸς τοὺς ἐγκαταλείπει, τοὺς «παραδίδει» ὁ Ἴδιος «εἰς ἀκαθαρ­σίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς», (α΄ 24), «εἰς πάθη ἀτιμίας» (α΄ 26) καὶ «εἰς ἀδόκιμον νοῦν ποιεῖν τὰ μὴ καθή­κοντα» (α΄ 28).  

(στ) Τέλος, ἡ κατὰ φύσιν συνάφεια, ὀνομάζεται «χρῆσις», ποὺ σημαί­νει ὅτι ἡ συνεύρεση σκοπὸ ἔχει τὴν ἀξιοποίηση τῆς φυσικῆς λειτουργίας καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἡδονίζουσας ἐπιθυμίας. Ἡ ἡδονὴ ὑπηρε­τεῖ τὴν «χρῆσιν» καὶ ἐπισφραγίζει τὴν ἀγάπη. Ἀγαπῶ ὅμως δὲν σημαίνει συμπα­θῶ, ἀλλὰ προσφέρομαι, δίνω ὅ,τι ἔχω, τὸν ἑαυτό μου, δὲν κρατάω τίποτα γιὰ μένα, αὐτὸ εἶναι κένωση∙ καὶ λαμβάνω ὅ,τι μοῦ προσφέρεται ὡς ἀντίστοιχη κενωτικὴ ἀνταπόκριση, ὄχι ὡς ἀνταπόδομα. Εἶναι σὰν νὰ ἀδειάζω ἀπὸ τὸ αἷμα μου καὶ νὰ γεμίζω μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἄλλου.

Ἀνάλογα προσεγγίζει τὸ θέμα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καθὼς ὑπο­μνηματίζει τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, θεω­ρῶντας τὴν παρὰ φύσιν σχέση ὡς τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Ἡ κατὰ φύσιν ἕνωση γεννᾶ  ζωὴ καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους.

Κατὰ τὸν Χρυσόστομο, ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στὴν ὁρμὴ αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας καὶ στὴν ἀνατροπὴ τῶν πάντων[22]. Μάλιστα θεωρεῖ τὴν ἀρσενοκοιτία χειρότερη καὶ ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ ἀπὸ τὸν φόνο[23]. Εἶναι ὅ,τι χειρότερο[24],ἐπειδὴ δὲ ἡ συγκεκριμένη ἁμαρτία εἶναι προϊὸν «κατεργα­σίας», δηλαδὴ ἀποτέλεσμα σπουδῆς, εἶναι συνειδητὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀσυγχώρητη[25]. Βάση δὲ καὶ αἴτιο αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας δὲν εἶναι οἱ ὁρμὲς τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἡ διαφθορὰ τοῦ νοῦ[26].

Τελικά, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται στὴ σύγχρονη κοινωνία δικαίωμα, ἀγά­πη, προσα­να­τολισμός, ταυτότητα, ὑπερηφάνεια, αὐτὸ τὸ ἴδιο χαρα­κτη­ρίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἀτιμία, ἀσχημοσύνη, ἀκαθαρσία, μὴ καθῆκον, ἀπὸ δὲ τὸν Χρυσόστομο μανία, ὕβρις, ἀλλόκοτη λύσσα[27]. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴ φύση ἀναφέρεται στὸν πυρῆνα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι οἱ θέσεις αὐτὲς ἀντανακλοῦν τὶς ἠθικὲς ἀντιλήψεις τῆς τότε ἐποχῆς καὶ συνεπῶς θὰ μποροῦσαν νὰ παραθεωρηθοῦν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ

Α. Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ὑπάρχει μία βασικὴ ἀρχὴ ποὺ ἔχει τέσσερα μέρη ἀδιαπραγμάτευτης ἰσχύος. Τὰ φύλα:

  1. Εἶναι μόνον δύο, δὲν ὑπάρχει κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἢ ἐνδιά­μεσο, ὅπως ἐξυπονοεῖ ὁ ὅρος ΛΟΑΤΚΙ.
  2. Εἶναι μεταξύ τους διαφορετικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει σαφὴς διά­κριση ἀνάμεσα στὰ δύο φύλα, ἡ ὁποία καὶ πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ δια­τηρεῖται. Ἡ ἀσάφεια δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ἡ σύγχυση κρίση ταυτό­τητας.
  3.  Δὲν εἶναι μόνον διαφορετικά, ἀλλὰ εἶναι κυρίως συμπληρωματικά. Ἡ διαφορετικότητά τους δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ διακρίνει, ἀλλὰ ὄντας συμπληρωματικά, ὑπάρχει κυρίως γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἕνωσή τους. Ἡ σωματικὴ ἕνωση ἔχει διπλὸ σκοπό∙ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ ὁλοκλή­ρωση τῆς ἀγάπης. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, δὲν ἀποτελεῖ πράξη ἀλλὰ ἱερὴ σχέση, ἡ ὁποία προφανῶς καὶ πρέπει νὰ εἶναι ψυχοσωματικά ἄρτια καὶ κατὰ φύσιν.
  4. Ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς καὶ συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στηρίζεται στὴν ἑτεροφυλικότητα. Κάθε τι ποὺ ἀπο­δυναμώνει τὴ διάκριση τῶν φύλων εἶναι προσβολὴ τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Β. Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὑφίσταται συγγενὴς ἀπόκλιση ἀπὸ τὴ φυσιο­λογία, αὐτὸ ἀποτελεῖ ὀργανικὴ ἢ ὁρμονικὴ διαμαρτία. Τὸ πρόβλημα γιὰ τὴν Ἐκκλη­σία δὲν εἶναι ἡ τυχὸν ὑφιστάμενη δια­μαρ­τία τῆς φύσης, ἀλλὰ ἡ διαστροφὴ τῆς χρήσης, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ πρῶτο ἀπαιτεῖ θεραπεία, τὸ δεύτερο ἀπο­τελεῖ ἁμαρτία.

Γ. Ἡ σύγχρονη προβληματικὴ περὶ φύλου συνδυάζεται μὲ ἕνα πανίσχυρο lobbying, μιὰ προπαγανδιστικὴ μηχανὴ μονόπλευρης προβολῆς ἀπόψεων, ποὺ προσπαθοῦν νὰ κλονίσουν  τὴ σαφῆ διάκριση καὶ σεξουαλικὴ ταυτότητα τῶν φύλων καὶ νὰ ἐπιβάλουν μιὰ ἰδεολογία αὐθαίρετης ἀλλαγῆς, ἐπιλογῆς ἢ καὶ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ φύλου. Ὅλο αὐτὸ ἐκφρά­ζεται μὲ τὴ μορφὴ παγκοσμίως διαδιδό­μενης μόδας καὶ τὴν ὁρμὴ πολιτικῆς προπαγάνδας, προ­ερχόμενης ἀπὸ ἀθέατα κέντρα μὲ ἄγνω­στους σκοπούς, συνοδεύεται δὲ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπὸ κατευθυνόμενη ψευδοπληροφόρηση (στατιστικές, δεδομένα,  ἐπιστημονικὲς ἀξιολογήσεις κ.λπ.), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ ἀντί­στοιχο bullying μὲ εἰρωνεῖες, ἀπει­λές, ἐκφοβισμούς, ἀδίστακτους ἀποκλεισμούς. Κάθε ἀντίλο­γος χαρα­κτηρίζεται ὁμοφοβικός, κάθε ἀντίθετη ἐπιχειρηματο­λογία ὡς συνω­μοσιολο­γία. Ἔτσι, ἐνῶ φαίνεται πὼς ἑδράζεται σὲ κοινω­νικὴ εὐαι­σθησία ἔναντι κάποιων ἀτόμων ποὺ παρουσιά­ζουν ὄντως πρόβλη­μα καὶ χρήζουν στήριξης ἢ στὴν προστασία τῶν δικαιω­μάτων κάποιας ἀνά­λογης μειονό­τητας, στὴν οὐσία συρρικνώνει τὴν ἐλευ­θερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποτελεῖ ἐπίθεση κατὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ χειρότερες συνέπειες ἀπὸ τὴν κλιματικὴ ἀλλαγή, καθὼς δὲν ἀλλοιώνει τὸ περιβάλλον καὶ τὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσβάλλει τὴν ἴδια τὴν ὀντολογία του.   

Δ. Ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ συχνὰ ἀκούγεται εἶναι ὅτι ἐφόσον μεταξὺ δύο ἀνθρώ­πων ὑπάρχει ἀγάπη, ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρέπει νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ συνεπῶς δικαιοῦνται νὰ συνάψουν σχέση γάμου ἀκόμη καὶ δύο ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου, μιᾶς καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀγάπης τελείωση. Εἶναι ὅμως ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη ἐξ ὁρισμοῦ γνήσια ἀγάπη, μάλιστα ἀνεξάρτητη τῶν φύλων;

Ἡ ἀγάπη ἔχει πολλές μορφές. Ἄλλη εἶναι ἡ ἀγάπη μεταξὺ ἀδελ­φῶν, ἄλλη μεταξὺ γνωστῶν καὶ φίλων, ἄλλη τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα καὶ ἀντιστρόφως, ἄλλη ἡ ἀγάπη πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ φυσικὴ σχέση στὶς παρα­πάνω πε­ρι­­πτώσεις μπορεῖ νὰ περιλαμ­βάνει σωματικὲς ἐκδηλώσεις ἁπλῆς ἐπα­φῆς (ἐναγκα­λι­σμοὺς καὶ διακρι­τικοὺς ἀσπα­­σμούς), ἀλλὰ εἶναι ἐλεύθε­ρη ἀπὸ σεξου­αλικὲς ἐξάρσεις καὶ κινήσεις ἀμοιβαίας σωματικῆς ἑνώσεως. Δὲν ὁδηγεῖ σὲ γάμο. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἀγάπη, ἐνῶ ἐκθειάζεται ὡς μείζων τῶν ἀρετῶν καὶ χρησι­μο­ποιεῖται ὡς ρῆμα ἢ οὐσιαστικὸ 315 φορές, σὲ καμμία τῶν περιπτώσεων δὲν συνδέεται μὲ τὸ ἐρωτικὸ αἴσθημα, τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖται «ἐπιθυμία»[28].

Ἡ ἰδιομορφία τῆς ἐρωτι­κῆς ἕλξης εἶναι ὅτι ἀναπόφευκτα συνοδεύεται ἀπὸ σεξουαλικὴ ἐπιθυ­μία, ἡ ὁποία βέβαια χαρακτηρίζεται ἀπὸ παρορμητι­σμὸ καὶ ἡδο­νικὸ αἴσθη­μα καὶ συνεπῶς τὸ ἐνδεχόμενο ἡ ἀγάπη νὰ νοθεύεται ἀπὸ ἀνελευθερία καὶ ἰδιοτέλεια εἶναι ὁρατό, Ὡς ἐκ τούτου ἡ σεξουαλικὴ ἱκανοποίηση δὲν μπορεῖ νὰ ἀπο­τελεῖ αὐτοσκοπό.

Αὐτὸ ἀντισταθμίζεται, ὅταν ὁ σκοπὸς τῆς ἑνώσεως εἶναι νὰ δώσει ζωὴ σὲ ὅλες της τὶς μορφές καὶ ὅταν τὰ πάντα γίνονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη «…εἶναι ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία τῶν ψυχῶν, ὅπως ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων…»[29], εἶναι πάντοτε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σεβόμενη ἀσφαλῶς τὰ ἔργα Του, κορύφωση τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ὅμως Αὐτὸς τὸν δη­μι­ούργησε. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει σεβασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολο­γίας, ὅτι «ὁ Θεὸς ἐποί­ησεν τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίη­σεν αὐτούς»[30]. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖ τὸν γάμο καὶ τὸν ἀναβιβάζει σὲ μυστήριο. Ὁ γάμος πρέπει νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπα­ράγει τὴ ζωή.

Ἐὰν ἴσχυε ὅτι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἔκ­φραση τῆς ἀγάπης καὶ ὡς ἐκ τούτου δικαιολογεῖ κάθε σχέση, τότε θὰ μπο­ροῦσε νὰ δικαιο­λο­γηθεῖ καὶ ἡ εὔκολη ἐναλλαγὴ συντρόφων καὶ ἔμμεσα ἡ μοιχεία, σίγουρα δὲ ἡ πολυγαμία. Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι πάντοτε γνήσια ἀγάπη.

Ε. Ἐπειδὴ ἡ σεξουαλικὴ κίνηση ἔχει στοιχεῖα σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ παρορ­μ­ητισμοῦ, προκειμένου νὰ μὴν κυριαρχήσει τῆς λογικῆς, τῆς  βούλη­σης καὶ τῆς ἠθικῆς, χρειάζεται κάποιον ἔλεγχο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνει ἡδονο­κε­­ντρι­κός, τότε τὸ σῶμα γίνεται σάρκα[31], ἡ ψυχὴ χάνει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ δύναμή της, διαταράσσεται ἡ ψυχοσωματικὴ ἁρμονία. Ὁ ἔλεγχος ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐνεργο­ποίηση τοῦ αὐτεξουσίου. Ἡ κυρι­αρχία τοῦ αὐτεξουσίου ἔναντι τῶν ὁρμῶν ὁδηγεῖ στὴν ἐγκράτεια. Ἡ ἐγκράτεια ἐμποδίζει τὴ φυσική τάση νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἀνεξέ­λεγκτη ὁρμή καὶ βέβαια εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ὑπάρξει στὸν ἄνθρωπο σεβασμὸς πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη του, «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάν­τα συμφέρει∙ πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξου­σιασθήσομαι ὑπό τινος»[32].

ΣΤ. Ἡ ὀρθὴ ἀξιοποίηση τοῦ αὐτεξουσίου ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία, δηλαδὴ στὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώ­που καὶ στὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Τὸ αὐτε­ξούσιο δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἐλευθερία. Ἐλευθερία δὲν εἶναι νὰ κάνει κανεὶς ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ νὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ ἐγκολπωθεῖ καὶ νὰ ἐκφρασθεῖ μέσῳ αὐτοῦ, «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευ­θερώσῃ ὑμᾶς»[33]. Ἐλευθερία εἶναι ἡ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ ἀγαθῷ, δηλαδή τὸ νὰ θέλει καὶ νὰ ἐργάζεται τὸ καλό, νὰ ἐλεγχει τὸν νοῦ καὶ νὰ κυριαρχεῖ στὰ πάθη, νὰ ὑπερισχύει τῶν πάσης φύσεως ὁρμῶν, σαρκι­κῶν, συναι­σθηματικῶν, ἐγωιστικῶν, νὰ κινεῖται φυσικῶς πρὸς τὸ κατὰ Θεὸν ἀγαθό.

Αὐτὸν τὸν σκοπό πρέπει νὰ ἐκπληρώνει καὶ ἡ χρήση τῆς φύσης. Πολλῷ δὲ μᾶλλον ἡ ψυχοσωματικὴ ἕνωση δύο ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ὅταν ὑπηρετεῖ τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπη καὶ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς ἀπὸ ἐμπαθὴς κίνηση μεταμορφώνεται σὲ ἱερὴ πράξη, ἴσως τὴν ἱερώτερη ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὸ σῶμα του, μετὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἄσκηση, διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν δίνει ὕπαρξη σὲ νέα ζωὴ μὲ αἰώνιο καὶ θεϊκὸ προορισμό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀναζωογονεῖ ἐν κενωτικῇ ἀγάπῃ τοὺς ἴδιους τοὺς συζύγους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ βεβήλωση τῆς ἱερότητάς της εἶναι ἁμαρτία.

Ἡ κοσμικὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀνθρώ­που στηρίζεται στὴν αὐτεξου­σιότητα, δηλαδή στὰ δικαιώματά του. Ἀντίθετα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ στὴν ἀπό­κτηση τῆς ἐλευθερίας του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὑπάρχει δυσκολία στὴν κατανόηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου σὲ θέματα ὅπως ἡ ἐπιλογὴ τοῦ φύλου, διότι κάνοντας ὅ,τι θέλεις μπορεῖ ὄχι μόνον νὰ μὴν εἶσαι ἐλεύθερος, ἀλλὰ νὰ εἶσαι δοῦλος, «ᾧ τις ἥττηται τούτῳ καὶ δεδούλωται»[34].  

Ζ. Τὸ πρόβλημα δημιουργεῖται ὅταν ὁ σεξουαλικὸς παρορμητισμός, ἀκόμη καὶ στὸ ἑτεροφυλικὸ ἐπίπεδο, ὑπερτονίζεται ὡς πρὸς τὴν ἀξία του καὶ αὐτονομεῖται καὶ φυσικὰ ὅταν ἀπὸ φυσικὴ ροπὴ καὶ ἐπιθυμία μετα­τρέ­πεται σὲ ἰδεολογία ἀπελευθέρωσης καὶ ἀντίδρασης. Τότε τὸ ἀφύσικο μπορεῖ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν ψυχὴ ὡς ταυτότητα ἢ ἐπιλέγεται ὡς ἀπαι­τητικὸ δικαί­ωμα. Καὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ταλαιπωρεῖ κάποιους ὡς προσωπικὴ κρίση, μετατρέπεται σὲ κίνημα ποὺ καταστρέφει τὴν κοινωνία καὶ τὸν ἄνθρωπο.

Η. Ἀκόμη καὶ ἐὰν κάποιος ἔχει ἐγγενῶς μέσα του παρὰ φύσιν τάση, θὰ ἔπρεπε καὶ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθηθεῖ νὰ τὴν ἐλέγξει. Ἡ κατὰ Θεὸν ἐγκρά­τεια δὲν εἶναι τυρανία ἀλλὰ ἐλευθερία. Μὲ δεδομένο ὅτι ἡ ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία καὶ ἡ σεξουαλικὴ ἔκφραση δὲν ἀποτελοῦν ζω­τι­κὲς λειτουργίες, ὑποχρεωτικὲς γιὰ τὴν ἐπιβίωση ἢ τὴ φυσιο­λογικὴ ἔκφρα­ση κάθε ἀνθρώπου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν προσανα­τολισμό της, ἡ σεξουαλι­κό­τητα θὰ ἔπρεπε καὶ μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὴν αὐτε­ξου­σιότητα τοῦ ἀν­θρώπου. Ἐὰν γιὰ τὰ φυσιολογικὰ ἑτερόφυλα ἄτομα ἡ πρὶν ἢ ἐκτὸς τοῦ γάμου σχέση εἶναι ἁμαρτία, διότι ὑπο­τάσσει τὸ αὐτεξούσιο στὶς φυσικὲς ὁρμές, γιὰ τὰ ὁμο­φυλο­φυλικοῦ προσανατο­λι­σμοῦ ἄτομα ἡ ὅποια ἐρωτικὴ σχέση ἀποτελεῖ μεγαλύ­τερη ἁμαρτία, διότι ἐπιπλέον ὑποτάσσει τὴν κατὰ φύσιν χρήση στὴν παρὰ φύσιν ἐκτροπή.

Θ. Ὅταν ἡ φύση ἀρνεῖται ἢ ἔστω δὲν γνωρίζει μία σχέση, τότε ἡ σχέση εἶναι ἀπαγορευμένη. Κλασικό πράδειγμα ἡ αἱμομικτικὴ σχέση, ὅπου ἐνῶ ὑπάρ­χει ἀγάπη, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐρωτικὴ κίνηση καὶ σχέση. Δὲν μπορεῖ ἡ κάθε ἀγαπητικὴ ἕλξη νὰ δικαιο­λογήσει τὴν ἐρωτικὴ ἔκφραση. Ὅπως μεταξὺ δύο ἀδελφῶν ἡ φύση τὴν ἀπαγορεύει, ἔτσι καὶ μεταξύ δύο ὁμόφυλων ἀτόμων δὲν τὴν ἐπιτρέπει. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τὴ φυσιολογία. Οὔτε ὁ δικαιωματισμὸς νὰ καταρ­γήσει τὴ φωνή της. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τοῦ ἐπιτρεπτοῦ, αὐτὴ μᾶς φανερώνει καὶ τὴν ὁδὸ τοῦ ἠθικοῦ. Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε παρὰ φύσιν σχέση, ἀνε­ξάρτητα ἐὰν εἶναι τοῦ ἰδίου φύλου ἢ ὄχι. Σκοπὸς τοῦ κάθε ἁγιαζόμενου χριστιανοῦ εἶναι «νὰ διαφύγει τὸ παρὰ φύσιν, νὰ διασώσει τὸ κατὰ φύσιν καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῶν ὑπὲρ φύσιν χαρισμάτων»[35].

Ι.  Ὅπως δὲν γνωρίζουμε τὸ γενετικὸ ἢ τὸ νευροφυσιολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ αἴτιο τῆς ἑτεροφυλικῆς τάσεως, δὲν γνωρίζουμε οὔτε αὐτὸ τῆς ὁμοφυ­λοφι­λικῆς. Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι κάποιοι ἔτσι γεννήθηκαν καὶ συνεπῶς ἔτσι εἶναι καὶ αὐτὸ τοὺς δικαιολογεῖ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ στὴν παιδοφιλία. Στὴν περίπτωση αὐτήν, ἕνας παιδόφιλος θὰ ἦταν ἐπικίνδυνος μὲν ἀλλὰ ὄχι ἠθικὰ ἔνοχος. Οἱ κατασκευασμένες αἰτιολογήσεις γιὰ τὸν λεγόμενο σεξουαλικὸ προσα­νατολισμὸ ἐνέχουν τὸν κίνδυνο νὰ ὁδηγήσουν σὲ παραλογισμό.

ΙΑ. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ ἐπιχείρημα ὅτι καὶ μεταξὺ τῶν ζώων παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο, ἄσχετα μὲ τὸ ὅτι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ ταυτό­τητας ἀλλὰ στοιχεῖο ἄτακτης συμπεριφορᾶς, ἀκόμη καὶ ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ἴσχυε, αὐτὸ μὲ κανέναν τρόπο δὲν σημαίνει ὅτι ὁ αὐτεξούσιος ἄνθρωπος δικαιο­λογεῖται νὰ κινεῖται μὲ ἐνστικτώδη παρορμητισμό, ὅπως τὰ ζῶα καὶ νὰ ἀκυρώνει τὸ αὐτεξούσιό του.

ΙΒ. Τελευταῖα, πληροφορούμαστε ὅλο καὶ συχνότερα γιὰ ἄτομα τὰ ὁποῖα διατείνονται πὼς διακατέχονται ἀπὸ δυσφορία τοῦ φύλου, δηλαδὴ νοιώθουν φυλακισμένοι σὲ ἕνα βιολογικὸ σῶμα ἀντίθετο μὲ αὐτὸ ποὺ αἰσθά­νονται ὡς ταυτότητά τους, μὲ συνέπεια ἀφ’ ἑνὸς  μὲν νὰ ὑποφέρουν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ ἐπιδιώκουν ἀλλαγὴ τοῦ βιολογικοῦ τους φύλου.

            Αὐτὸ κατ’ ἀρχὰς, ἐφόσον ὀνομάζεται δυσφορία καὶ θέλει διόρ­θωση, δηλαδὴ θεραπεία, θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς σύμπτω­μα, ὅπως ἡ δύσπνοια ἢ ὁ πόνος, ἀλλὰ  κυρίως ὡς ἀσθένεια, ποὺ χρήζει ἀντιμε­τώπισης. Πρὸς τοῦτο πρέπει νὰ βροῦμε τὴν αἰτία, προκειμένου νὰ θεραπεύσουμε τὴν ἀσθένεια καὶ ὄχι τὸ σύμπτωμα. Ἐὰν μὲν βρεθεῖ κάποιο ὀργανικὸ πρόβλημα, προφανῶς καὶ θὰ πρέπει εἴτε φαρμα­κευτικὰ εἴτε ἐπεμβατικὰ νὰ ἀντιμε­τωπισθεῖ. Ἐὰν ὑφίσταται κάποια μορφὴ ἐρμαφροδιτισμοῦ, ἡ κατεύθυνση θὰ πρέπει νὰ εἶναι πρὸς τὸ ἐπικρατοῦν φύλο. Ἐὰν πάλι δὲν ὑπάρχει ὀργανικὸ ὑπόβαθρο, τότε τὸ πρόβλημα πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς ψυχιατρικό. Στὴν περίπτωση αὐτήν, ἡ ἀλλαγὴ τῶν ἀνατομικῶν, ὀργανικῶν, βιολογικῶν χαρα­κτη­ριστικῶν θὰ δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα, ἡ δὲ χειρουργικὴ ἐπέμβαση θὰ πρέπει νὰ ἀποκλεισθεῖ ὡς ψυχοχειρουργική. Ἡ πρό­κλη­ση γιὰ τὴν ψυχιατρικὴ δὲν εἶναι νὰ διορθώσει τὸ σῶμα, ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τὴν ψυχὴ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὸ σῶμα, νὰ θερα­πεύσει τὴν ψυχή, ὅπως ἐξ ἄλλου κάνει σὲ τόσες ἄλλες περιπτώσεις. Ἡ πνευματικὴ βοήθεια στὴν περίπτωση αὐτὴν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδειχθεῖ ἀνεκτίμητη.

ΙΓ. Τὸ πῶς κανεὶς νοιώθει μπορεῖ νὰ ὀφείλεται σὲ ὀργανικὰ αἴτια, μπορεῖ νὰ ἔχει ψυχολογικὴ βάση, μπορεῖ ὅμως νὰ προκαλεῖται ἢ νὰ ἐπι­τείνεται καὶ ἀπὸ τὶς περιρρέουσες ἀντιλήψεις, συνήθειες καὶ νοοτροπίες. Προφανῶς, ἡ ἀλλοί­ωση τῆς φυσιολογικῆς λειτουργίας ἀποτελεῖ ἁμαρ­τία, μάλιστα μεγάλη καὶ δὲν εἶναι μόνον ἀτομική, ἀλλὰ στὶς μέρες μας, ἡ ἐλεγ­χόμενη πληροφορία καὶ ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐπικοινωνία τὴν καθι­στοῦν δυστυ­χῶς συλλογική, καθὼς μοιράζεται ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπιλέγουν αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς καὶ ἀκολουθοῦν ἀνάλογες πρακτικὲς, στὸ κοινωνικοπο­λιτι­κὸ σύστημα καὶ τοὺς ἐκφραστές του, ποὺ γιὰ ποικίλους λόγους ὑποστη­ρίζει, προβάλλει καὶ ἐπι­βάλλει αὐτὴ τὴν ἁμαρ­τωλὴ ἠθικὴ ὡς ἀνεκτικότητα, δικαι­ωματισμό, διαφο­ρετικότητα, ὅπως καὶ σὲ ὅσους ἀφε­λῶς ἔχουν πιστέψει καὶ δικαιολογοῦν τὸ καταστροφικὸ ψέμα, πολε­μῶντας ὡς ἀσυμπαθῆ ὁμοφο­βικότητα τὴ λογικὴ καὶ ἠθικὴ ἐπιφυ­λακτικότητα. Δυστυ­χῶς, ἡ ἔξαρση τοῦ νοσηροῦ αὐτοῦ φαινο­μένου εἶναι τεχνητή, ἀναπαράγεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κοινωνία, μὲ τὴν παρα­πλανητικὴ πληροφόρηση, τὴν προ­κλητικὴ διαφήμιση, τὴν ἐπίμονη προβολή.

Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ θέμα εἶναι ψυχοκοινωνικὸ καὶ τὸ ὅλο πρόβλημα ξεκινάει ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἡ σεξουα­λικότητα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ταυτότητα καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ταυτίζεται ἡ ἀγάπη μὲ τὴν σεξουαλικὴ ἕλξη. Ἡ ἐπικρατοῦσα τάση εἶναι νὰ ὑποταχθεῖ ἀκόμη καὶ ἡ φυσιολογία στὴν «πολι­τικὴ ὀρθότητα», τὸ τὶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος στὸ πῶς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἢ στὸ πῶς θέλουμε νὰ τὸν καταντήσουμε. Τὴν ἀρχὴ τῆς συμ­πληρωματικότητας τὴν ἀντι­κατέ­στησε τὸ δόγμα τῆς συμπεριλη­πτικότητας καὶ τὴν ἀξία τῆς ἐλευ­θερίας ὁ νόμος τοῦ δικαιωματισμοῦ.

ΙΔ. Ἡ παροῦσα κατάσταση εἶναι ἀπόρροια μιᾶς σειρᾶς αἰτίων ποὺ προ­ηγή­θηκαν κατὰ τὸν περασμένο αἰῶνα, ὅπως ὁ πανσεξουαλισμός, ἡ ἀχαλί­νωτη προβολὴ τῆς σεξουαλικότητας, ὁ ἐξανδρισμὸς τῶν γυναικῶν, ἡ ἐκθή­λυνση τῶν ἀνδρῶν κ.ἄ. Ἀρχικά, ἐπιβλήθηκε μία μόδα ὥστε οἱ γυναῖκες νὰ ἐμφα­νίζονται μὲ ἀνδρικὴ ἀμφίεση καὶ ἀνδρικὲς συνήθειες καὶ τρό­πους, οἰ δὲ ἄνδρες νὰ ἐκφράζουν γυναικεῖες τάσεις ἢ θηλυπρεπεῖς ἐκδηλώ­σεις. Αὐτὸ ὁδήγησε στὴν ἐπιβολὴ τῆς λεγόμενης unisex ἀμφίεσης καὶ ἀντίληψης σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ἐκφράσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἐπάγγελμα, ψυχαγωγία κ.λπ., μὲ συνέπεια τὴν ἀμφι­σβή­τηση καὶ σύγχυση περὶ τοῦ τὶ εἶναι ἀνδρικὸ καὶ τὶ γυναι­κεῖο, ἀδιά­κριτα τὰ μεταξύ τους ὅρια καὶ ἀσά­φεια τῆς σεξουα­λικῆς ταυ­τότητας. Ἐπιπλέον προβάλλοντας σὲ λάθος βάση τὴν ἰσότητα τῶν φύλων, ἀποδυ­να­μώθηκε ἀσύνετα ἡ διάκριση τῶν φύλων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἅλμα τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸ ἕνα φύλο στὸ ἄλλο νὰ φαντάζει πιὸ εὔκολο, πιὸ ἁπλό, ἴσως καὶ φυσικὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου δυνητικὰ ἐπιλέξιμο. Τελικά, ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ποὺ εἴτε ἀπὸ ἀντίδραση εἴτε ἀπὸ μόδα ἢ ἀμφισβητοῦν ἢ θέλουν νὰ ἀλλάξουν τὴν ταυτό­τητά τους νὰ αὐξάνει, μάλι­στα ἐπικίνδυνα. Αὐτὸ τὸ ἀκολούθησε μία δικαιο­λογία ποὺ στὴ συνέχεια ἐξελί­χθηκε σὲ ἰδεολογία καὶ κίνημα μὲ συνέπεια νὰ παρατηρεῖ­ται ἡ σημερινὴ ἐκρηκτικὴ ἔξαρση τοῦ φαινομένου.

Δυστυχῶς, τοὺς ΛΟΑΤΚΙ δὲν τοὺς δημιούργησε οὔτε ἡ φύση οὔτε πολὺ περισσότερο ὁ Θεός. Εἶναι μιὰ παθολογικὴ κατάσταση, μιὰ σοβαρὴ ἀρρώστια ποὺ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ τὴ δημιούργησε ἡ κοινωνικὴ ἁμαρτία καὶ ἐξελίσ­σεται σὲ πανδημία.

ΙΕ. Ἡ ἐπίμονη προβολή τῶν πολυδιαφημισμένων δικαιωμάτων τῆς κοινό­τητας ΛΟΑΤΚΙ, ἀκόμη και στὰ σχολεῖα, χρησιμοποιεῖ κατὰ κόρον ὡς κύρια πρόφ­α­ση τὸ λεγόμενο bullying ποὺ ὑφίστανται τὰ ἄτομα ἐκεῖνα, κυρίως παιδιά, τὰ ὁποῖα ἐμφανίζουν μία ἰδιάζουσα συμπε­ρι­φορὰ μὲ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἄλλου φύλου, κάτι ἐξαιρε­τικὰ βίαιο, καὶ ἀσφαλῶς προσβλητικό, ἐξευτε­λιστικό, ἐξουθενωτικὸ τῆς προσωπικότητας. Προκειμένου νὰ κατα­πολε­μη­θεῖ αὐτὸ τὸ ἀπαράδεκτο φαινό­μενο, ἀντὶ ἡ δυσαρμονία τοῦ φύλου νὰ παρου­σιάζεται προστατευτικῶς γιὰ τὰ ὑφιστά­μενα τὴν προσβολὴ ἄτομα ὡς παθο­λογικὴ διαμαρτία πρὸς ἀποκατάσταση, προβάλλε­ται ἀσύμμετρα ἡ ἐπι­λογὴ τοῦ φύλου ὡς γενικευμένο γιὰ ὅλους δικαίωμα πρὸς ὑπερά­σπιση. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ καταργεῖται ἡ θεραπευ­τικὴ προοπτικὴ καὶ νὰ δια­δίδεται ἡ παρὰ φύσιν ἐπιλογὴ μὲ ὁρμὴ πολιτικῆς ἰδεολογίας καὶ συνέπεια τὴν ἐπιβολὴ μιᾶς ἀλλοιωμένης ἀνθρώπινης ὀντολογίας σὲ κοινωνικὴ κλίμακα, μάλιστα μὲ «ἠθικό» ἐπικάλυμμα τὴν δῆθεν «φιλάνθρωπη» ὑπεράσπιση τῶν ἐξουδε­νωμένων καὶ τὴν προστασία τῶν δικαιωμάτων.

ΙΣΤ. Τὸ φοβερο εἶναι ὅτι ἡ προσπάθεια δικαιολόγησης καὶ ἀδίστακτης προβολῆς τῆς ΛΟΑΤΚΙ ἰδεολογίας καὶ πρακτικῆς φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ θεωρεῖ προκλητικὴ τὴν ἑτεροφυλοφιλικότητα. Αὐτὸ κάνει στὴν οὐσία τὸ πρόγραμμα HOMBAT, τὸ ὁποῖο συγχρηματοδοτεῖται ἀπὸ τὸ πρόγραμμα «Δικαιώματα, Ἰσότητα καὶ Ἰθαγένεια» (Rights, Equality, Citizenship) τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς, καὶ στὸ ὁποῖο μεταξὺ τῶν ἄλλων συμμετέχουν τὸ τὸ Κέντρο Μέριμνας Οἰκογένειας καὶ Παιδιοῦ (ΚΜΟΡ) ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὅπως καὶ τὸ Center for Advancement of Research and Development in Edu­cational Technology (CARDET) καὶ τὸ Accept LGBT ἀπὸ τὴν Κύπρο, μάλιστα δὲ ἡ 84 σελίδων βίβλος τῆς LGBTQ προαγάνδας φιλοξενεῖται καὶ στὴν ἐπί­σημη ἱστοσελίδα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἀθλητισμοῦ καὶ Νεολαίας τῆς Κύπρου[36]

ΙZ. Ἀντὶ ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη νὰ προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὰ πάντα καὶ ἔνοχα νὰ ὑποστηρίζει τὸ φαινόμενο αὐτῆς τῆς ψυχοσωματι­κῆς δυσαρμονίας ἢ νομικὰ νὰ δώσει διέξοδο σὲ κάθε ἀφύσικη, ἀλόγιστη καὶ νοσηρὴ ἐπιθυμία ἢ καὶ νὰ ἀναπτύξει ἀντίστοιχες τεχνολογίες, θὰ ἔπρεπε φιλάνθρωπα νὰ τὸ ἀναγνωρίσει ὡς πρόβλημα καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, πνευματικά, ψυχολογικά, νὰ τὸ θεραπεύσει, ὥστε ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μποροῦν νὰ βοηθηθοῦν. Καὶ ἀντὶ νὰ ποινικοποιηθοῦν οἱ «θερα­­πεῖες μεταστροφῆς», θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναπτυχθοῦν θεραπεῖες ἐπιστρο­φῆς σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος στὴ φύση του εἶναι, ἀλλὰ δυστυχῶς κάποιοι δυσκολεύονται νὰ βιώσουν. Διαφορετικά, ἡ παρὰ φύσιν ἐκτροπὴ θὰ διαδοθεῖ εὐρέως μὲ καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρώ­πινη ζωὴ καὶ τὴν κοινω­νία. Καὶ τὴν αἰτία της δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ψάξουμε σὲ νευρο­φυσιολογικὰ αἴτια.

Ἡ κρίση εἶναι πνευματική. Καὶ δυστυχῶς πολὺ βαθειά. 


[1] Ὁμιλία στὸ 1ο Συνέδριο Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Ρέθυμνο, 20-22 Ὀκτωβρίου 2023.

[2] Ἐπίσης: κοινωνικό φύλο, binary, genderqueer, androgynous, gender nonconforming, τρανς «μετάβαση», πανσέξουαλ, πολυσέξουαλ, coming out, «ἑτεροκανονικότητα», τρανσοφοβία κ.ἄ.

[3] Δὲν ὑπάρχει καμμία ἐκ τῶν 50 πολιτειῶν τῶν ΗΠΑ στὴν ὁποία νὰ μὴν ἔχουν τὰ τελευταῖα χρόνια ἐκλεγεῖ σὲ κάποια πολιτικὴ θέση ἀνοιχτὰ δηλωμένοι ὁμοφυλόφιλοι, εἰς δὲ τὶς 48 ἐκ τῶν 50 ἔχουν ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὴν κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ εἴτε γερουσιαστὲς εἴτε μέλη τοῦ κοινοβουλίου εἴτε καὶ τὰ δύο, ἐνῶ σὲ τρεῖς ἀπὸ τὶς δέκα μεγαλύτερες σὲ πληθυσμὸ πόλεις τῶν ΗΠΑ (Chicago, San Diego, Houston) ἔχουν ἐκλεγεῖ καὶ δήμαρχοι (Βλ. List of first openly LGBT politicians in the United States (en.m.wikipedia.org).

       Στὴν Εὐρώπη ὑπάρχουν καὶ σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο, πρόεδροι, πρωθυπουργοί κ.λπ., ὅπως ὁ πρωθυπουργὸς τοῦ Λουξεμβούργου καὶ μόλις πρόσφατα (31.5.2023) ὁ πρόεδρος τῆς Λετονίας. Στὴ Σερβία καθυστεροῦσαν οἱ ἐνταξιακὲς διαπραγματεύσεις, ἐπειδὴ ἡ Κυβέρ­νηση ἀπαγόρευσε τὴν «παρέλαση ὑπερηφανείας» στὸ Βελιγράδι (Βλ. Δήλωση τοῦ πρώην ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς ΕΕ στὴ Σερβία Vensan Dežer, Antivirus, https://avmag.gr/ 8.9.2013). Μόλις ἐπετρά­πει τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2014 ξεκίνησαν, τὸ δὲ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι τὸ  2017 διορίσθηκε πρωθυπουργὸς γνωστὴ λεσβία ἀκτιβίστρια (ἡ Ana Brnabic), ἡ ὁποία μάλιστα ἀπέκτησε καὶ τέκνο τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019!

        Γιὰ τὰ ἐν Ἑλλάδι συμβαίνοντα παρέλκει κάθε σχολιασμός.   

[4] https://www.hometest.gr

[5] Αὐτ. στ. 19-20.

[6] «ἁγίασον ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα» (Θ. Λειτουργία Χρυσοστόμου, Εὐχὴ Τρισαγίου ὕμνου).

[7] Α΄ Κορ. στ΄ 19.

[8] Αὐτ. στ. 15.

[9] Ἐφεσ. ε΄ 31.

[10] Φιλιπ. β΄ 2, α΄ 27.

[11] Α΄ Κορ. ιγ΄ 7, 8.

[12] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη θεολογικὰ-ἠθικὰ Γ΄, Προς παρθένους παραινετικός, ΒΕΠΕΣ 61,101.

[13] Α΄ Κορ. ιστ΄ 19.

[14] Ἐφεσ. ε΄ 24, 25, 28, 32.

[15] Αὐτ. στ. 21.

[16] Α΄ Τιμ. β΄ 15.

[17] Ρωμ. α΄ 20-32

[18] «πεπληρωμένους, ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλε­ονεξίᾳ, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζό­νας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόν­δους, ἀνελεήμονας» (Αὐτ. στ. 29,30).

[19] «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», Ψαλμ. ΜΗ΄ 13.

[20] Α΄ Κορ. στ΄ 9.

[21] Κατάλληλος ἡ παρανομία τῇ δυσσεβείᾳ. Ὥσπερ γὰρ μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, οὕτω τὴν ἔννομον τῆς ἐπιθυμίας ἀπόλαυσιν μετέβαλον εἰς παρά­νομον (Θεοδώρητος, PG 83).

[22]  «Ἡ ἐπίτασις τῆς ἐπιθυμίας αὕτη, ἀπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ ἐγκαταλείψεως» καὶ «ὅταν ὁ Θεὸς ἐγκαταλίπῃ, πάντα ἄνω καὶ κάτω γίνεται» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΟΜΙΛΙΑ Ε΄, Ρωμ. 1,28, ΕΠΕ 16Β, σσ. 407).

[23] Στὴν πορνεία «μὲν γὰρ εἰ καὶ παράνομος, ἀλλὰ κατὰ φύσιν ἡ μίξις, αὕτη δὲ καὶ παράνομος καὶ παρὰ φύσιν», ἐνῶ γιὰ τὸν φόνο «ὁ μὲν γὰρ ἀνδροφόνος τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ σώματος διέρρηξεν, οὗτος δὲ τὴν ψυχὴν μετὰ τοῦ σώματος ἀπώλεσε» (Αὐτ. σ. 408).

[24] «Οὐκ ἔστι ταύτης τῆς ὕβρεως ἀθλιότερον, ἀλογώτερόν τε καὶ χαλεπώτερον», (Αὐτ. σ. 414).

[25]Καὶ οἱ «ἄρρενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι, ἔργον ἔθεντο τὴν ἁμαρτίαν, καὶ οὐχ ἁπλῶς ἔργον ἀλλὰ καὶ ἐσπουδασμένον… Ὅθεν καὶ συγγνώμης ἁπάσης εἰσὶν ἐκτός» (Αὐτ σ. 416).

[26] «Οὐχὶ τῆς σαρκός, καθὼς τινὲς τῶν αἱρετικῶν φασίν, ἀλλὰ τῆς διανοίας ὄντα τῆς πονηρᾶς ἐπιθυμίας τὰ ἁμαρτήματα, καὶ τὴν πηγὴν ἐκεῖθεν οὖσαν τῶν κακῶν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΟΜΙΛΙΑ ΣΤ΄, Ρωμ. 1,28, ΕΠΕ 16Β, σ. 426).

[27] Πάντα μὲν οὖν ἄτιμα τὰ πάθη μάλιστα δὲ ἡ κατὰ τῶν ἀρρένων μανία· καὶ γὰρ πάσχει ἐν τοῖς ἁμαρτήμασιν ἡ ψυχὴ μᾶλλον καὶ καταισχύνεται ἢ τὸ σῶμα ἐν τοῖς νοσήμασι… Πρὸς τὴν ἀλλόκοτον ταύτην λύσσαν ἐξώκειλαν… Ὅθεν καὶ συγγνώμης ἁπάσης εἰσὶν ἐκτὸς καὶ εἰς αὐτὴν τὴν φύσιν ὑβρίσαντες».

   (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Ε΄, Ρωμ. 1, 18-25, ΕΠΕ 16Β, 406, σσ. 406-408)

[28] «Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν…», Ματθ. ε΄ 28.

[29] Ὁσία Γαβριηλία (Παπαγιάννη),  ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἑβραῖο συγγραφέα Yehuda Hanegbi, Ἡ   Ἀσκητικὴ τῆς ἀγάπης, σ. 414.

[30] Γεν. α΄ 27.

[31] «οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας»[31] (Γεν. στ΄ 3).

[32] Α΄ Κορ. στ΄ 12.

[33] Ἰω. η΄ 32.

[34] Β΄ Πέτρ. β΄ 19.

[35] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Δοξαστικὸν Αἴνων, Ἀκολουθία Ἁγιορειτῶν Πατέρων.

[36] https://www.sportime.gr/  17 Νοε 2023, 20:40.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης