Μητροπολίτης Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικόλαος
Οἱ συζητήσεις περὶ τοῦ φύλου ὅλο καὶ περισσότερο ἐμφανίζονται στὴν καθημερινότητα, μὲ ἕναν πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου τρόπο. Ὅροι καινοφανεῖς, ὅπως ἐπιλογὴ φύλου, ἐπαναπροσδιορισμός, προσανατολισμός, ρευστότητα καὶ ταυτότητα τοῦ φύλου, ἀλλὰ καὶ συναφῆ, ὅπως ἔμφυλες ταυτότητες, διαφυλικότητα, διεμφυλικότητα, ὁμοφοβικότητα, μὲ ἀνάλογα παράγωγά τους[2], ἐμφανίζονται στὰ δημοσιεύματα, στὶς συζητήσεις, στὶς πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις, καὶ ὄχι μόνον σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο ἀλλὰ καὶ σὲ πρακτικό. Ὅλη αὐτὴ ἡ θεματολογία δὲν ἀφορᾶ κάποια μεμονωμένα ἄτομα ἢ ἐλάχιστες οἰκογένειες οὔτε βρίσκεται στὸ περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐγείρει δικαιώματα, προξενεῖ κοινωνικὲς διεκδικήσεις καὶ πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις, ἔχει γεννήσει κινήματα μὲ ὀπαδοὺς καὶ ἀντιπάλους, ἀποτελεῖ ἴσως τὸ ἰσχυρότερο παγκοσμίως lobby, ἐπηρεάζει βαθειὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ τὴ νομικὴ σκέψη, διαμορφώνει νέες ἠθικὲς ἀντιλήψεις σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλάζει τὴν κοινωνία.
Ἔτσι, τὰ τελευταῖα μόλις χρόνια, στὶς μεγάλες πόλεις τοῦ κόσμου, ὀργανώνονται πορεῖες καὶ ἐκδηλώσεις, ποὺ ὀνομάζονται καὶ «παρελάσεις ὑπερηφανείας», οἱ ὁποῖες μὲ πρόφαση τὴ διεκδίκηση ἀναγνώρισης καὶ δικαιωμάτων, ποὺ ἤδη ἔχουν πετύχει σὲ μεγάλο βαθμό, στὴν οὐσία προβάλλουν προκλητικὰ ἀντιλήψεις, μάλιστα μὲ στήριξη ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τοῦ πολιτικοῦ κόσμου, πρωθυπουργῶν, προέδρων κρατῶν, ἀκαδημαϊκῶν προσωπικοτήτων, χρηματοδοτούμενες ἀπὸ μεγάλους ὀργανισμοὺς ὅλου τοῦ φάσματος. Ἡ ὑπόθεση ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ διαλόγου καὶ ἔχει λάβει πλέον τὴ μορφὴ ἐπίμονης καὶ ἐπιθετικῆς προσηλυτίζουσας ἰδεολογίας, μὲ σαφὲς ἀντιθρησκευτικὸ καὶ ἀθεϊστικὸ χρῶμα, ἡ ὁποία ὅμως συμπαρασύρει σὲ ἀνεκτικὲς ἢ καὶ ὑποστηρικτικὲς αὐτῶν τῶν κινημάτων ἀπόψεις ἡγέτες τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἐσχάτως δὲ προκαλεῖ σοβαρὸ προβληματισμὸ καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅλο καὶ συχνότερα πρόσωπα ποὺ αὐτοπροσδιορίζονται ὡς μέλη τῆς κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ καταλαμβάνουν θέσεις ὑψηλῆς εὐθύνης στὸν δημόσιο βίο, ὅπως βουλευτές, γερουσιαστές, ὑπουργοί, πρωθυπουργοί, πρόεδροι κρατῶν κ.λπ., πολλοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν μὲ ἰδιαίτερα ἀκτιβιστικὴ διάθεση [3].
Τὰ παιδιά, ἀπὸ τὴν προσχολικὴ ἀκόμη ἡλικία, μέσα ἀπὸ ταινίες, κινούμενα σχέδια, σχολικὰ ἐγχειρίδια, ἐκτίθενται σὲ ἐντυπώσεις ποὺ δικαιολογοῦν τὸ φαινόμενο, προβάλλοντάς το εἴτε ὡς κάτι φυσικὸ ἢ ὡς «σεβασμὸ καὶ ἀνεκτικότητα στὴ διαφορετικότητα» ἢ ὡς «δικαιωματισμό», στὴν οὐσία προκαλῶντας σύγχυση καὶ ἐθισμό, μὲ ἀνυπολόγιστες ἐνδεχομένως συνέπειες.
Ἐπιπλέον, ὁ γάμος μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου καὶ ἡ τεκνοθεσία, ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη «διόρθωση ἢ ἐπαναπροσδιορισμὸς» τοῦ φύλου ἢ ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν καὶ ἄνω, ἔχουν νομοθετηθεῖ σὲ πλεῖστες ὅσες χῶρες, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ «θεραπεῖες μεταστροφῆς» ποινικοποιοῦνται αὐστηρά. Ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογένειας καταρρέει, οἱ ἠθικὲς ἀξίες ἐκφυλίζονται, ἡ δημογραφικὴ ἀπειλἠ κορυφώνεται, ἡ πίστη στὸν Θεὸ κλονίζεται, ἡ νέα γενιὰ αὐτοαμφισβητεῖται, ὁ πολιτισμὸς ὅπως τὸν γνωρίζουμε ἀλλοιώνεται.
Tὸ ὅλο θέμα ἔχει ἔντονα πολιτικοποιηθεῖ, καθὼς οἱ μὲν λεγόμενες «χριστιανικὲς» χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἡ Αὐστραλία καὶ ὁ Καναδᾶς σταδιακὰ προωθοῦν νόμους, πολιτικὲς καὶ ἀντιλήψεις στὴ βάση τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, μάλιστα καὶ μὲ μία ἠθικὴ ἐπικάλυψη, εἰς δὲ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς τὰ δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἀντιπαράθεση ἐπ’ αὐτοῦ.
Στὸν ἀντίποδα ὅλων αὐτῶν, χῶρες ὅπως ἡ Ρωσία, ἡ Οὐγγαρία, οἱ μουσουλμανικὲς τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀνθίστανται μὲ σαφεῖς καὶ σκληρὲς ἀπαγορεύσεις τῶν νέων πρακτικῶν, θεωρούμενες ἀπὸ τοὺς ἀντιθέτους ὡς σκοταδιστικὲς ποὺ προωθοῦν τὸν ρατσισμὸ καὶ τὸ μίσος.
Τὸ κίνημα τῶν ΛΟΑΤΚΙ, ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἰδεολόγημα μὲ φανατικοὺς ὑποστηρικτές, ἔχει λάβει διαστάσεις μόδας καὶ χύνεται πλέον ὡς ὁρμητικὸς χείμαρρος στὴ θάλασσα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς συμπαρασύροντας τὰ πάντα. Ὅποιος δὲν ἀσπάζεται τὶς ἀπόψεις τους, ἢ ἔστω δὲν ἀνέχεται τὴν ὅλη κοσμοθεωρία καὶ πρακτική τους, χαρακτηρίζεται μὲ ἕναν καινοφανῆ ὅρο ὡς ὁμοφοβικὸς καὶ θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός, ἀπορριπτέος, ἀκόμη καὶ ἐπικίνδυνος. Ὑπάρχει ἕνα πανίσχυρὸ lobbying ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα ἔντονο ἀμφίπλευρο bullying. Εἶναι σὰν νὰ ἀνακαλύπτουμε τώρα γιὰ πρώτη φορὰ τὴ φυσιολογία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νὰ διαπιστώνουμε ὅτι τὸ ποσοστὸ τῶν ἀνθρώπων ποὺ παρουσιάζουν ἀποκλίσεις ὡς πρὸς τὸν σεξουαλικὸ προσανατολισμό τους εἶναι ἀπρόσμενα μεγάλο ἢ ἀκόμη ὅτι δὲν θὰ ἦταν καὶ τόσο κακὸ νὰ δοκιμάσει κανεὶς «νὰ παίξει» λίγο μὲ τὸ φύλο του.
Ἂς προχωρήσουμε σὲ μερικὲς πρῶτες βασικὲς σκέψεις, ποὺ δὲν ἐξαντλοῦν μὲν τὸ θέμα, θεωρῶ ὅμως πὼς συμβάλλουν στὴν ὅλη προβληματική.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Ἀνατομικὰ χαρακτηριστικὰ
Τὶ εἶναι τελικὰ ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου; Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναῖκα; Εἶναι ἐπιλέξιμο τὸ φύλο; Ὑπάρχουν πολλὰ φύλα γιὰ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο, βιολογικό, κοινωνικό, συναισθηματικό, μεταξύ τους ἀντικρουόμενα; Γεννιέται κανείς μὲ συγκεκριμένο σεξουαλικὸ προσανατολισμὸ ἢ αὐτὸς διαμορφώνεται στὴ συνέχεια ἀπὸ ποικίλους παράγοντες; Πόσο φυσικὸ εἶναι τὸ μὴ φυσιολογικό;
Ἐξ ἀπόψεως βιολογικῆς ὑπάρχουν δύο φύλα, ὅπως καὶ στὰ ἀνώτερα θηλαστικά: τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό. Ὅλα τὰ συστήματα ποὺ συναπαρτίζουν τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἔχουν στὴ βάση τους τὴν ἴδια ἀνατομική μορφολογία καὶ φυσιολογία καὶ στὰ δύο φύλα. Ὅλες οἱ λειτουργίες, καρδιακή, ἀναπνευστική, νεφρική, ἀκολουθοῦν τοὺς ἴδιους μηχανισμοὺς ἀνεξαρτήτως φύλου.
Ἐξαίρεση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα ἀποτελεῖ τὸ ἀναπαραγωγικὸ σύστημα καὶ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία (γενετικὸ ὑπόβαθρο, ὁρμόνες κ.λπ.). Τὰ ἀναπαραγωγικὰ ὄργανα τῆς γυναίκας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ ἄνδρα.
Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὰ φύλα καὶ τὰ ταυτοποιεῖ εἶναι τὸ ἀναπαραγωγικό τους σύστημα. Μάλιστα, τὸ βασικό τους χαρακτηριστικὸ δὲν εἶναι μόνο ὅτι εἶναι διαφορετικὰ καὶ ἔτσι διακρίνονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ ὅτι τὰ φύλα εἶναι μόνο δύο, δὲν ὑπάρχει τρίτο, καὶ κυρίως ὅτι εἶναι συμπληρωματικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀνατομικὴ διαφοροποίηση ἐξυπηρετεῖ τὴ δυνατότητα ὄχι ἐπαφῆς ἀλλὰ ἕνωσης τῶν σωμάτων. Δύο γυναικεῖα σώματα δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ἑνωθοῦν μεταξύ τους, οὔτε δύο ἀνδρικά.
Ἐπίσης, ὅλα τὰ ὄργανα καὶ οἱ λειτουργίες εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ στὸν ὁποῖο ἀνήκουν -γι’ αὐτὸ ἐξάλλου καὶ ὀνομάζονται ζωτικά. Αὐτὸ δὲν συμβαίνει μὲ τὰ ἀναπαραγωγικά. Αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα οὔτε χρησιμεύουν στὴν ἐπιβίωση τοῦ ὀργανισμοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ ζήσει ὑγιής, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀξιοποιήσει τὴ λειτουργία τους. Μοναδικὸ προορισμὸ ἔχουν νὰ συνεργασθοῦν μαζὶ ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, προκειμένου νὰ γεννηθεῖ μιὰ νέα ζωή ἀπὸ δύο ἀνθρώπους. Ἡ κάθε ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔτσι ἔρχεται στὴν ὕπαρξη, ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἡ φυσιολογία δὲν γνωρίζει ἄλλον τρόπο.
Γενετικὰ χαρακτηριστικὰ
Ὅλα τὰ σωματικὰ κύτταρα (καρδιακά, ἠπατικά, νεφρικά κ.λπ.) δὲν διαφέρουν ἀπὸ φύλο σὲ φύλο, ἔχουν δὲ διπλοειδὲς γονιδίωμα, εἶναι συμπληρωμένα, ὁλοκληρωμένα καὶ αὐτάρκη. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τὰ γενετικὰ κύτταρα, τὸ ὠάριο τῆς γυναίκας καὶ τὸ σπερματοζωάριο τοῦ ἄνδρα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐπίσης διαφορετικὰ καὶ συμπληρωματικά, ἀλλὰ καὶ ἁπλοειδῆ, δηλαδὴ ἀπὸ μόνα τους ἀνεπαρκῆ νὰ ἐπιτελέσουν τὸν προορισμό τους. Καὶ αὐτὰ ἀπαιτοῦν ἕνωση. Δύο ὅμοια μεταξύ τους δὲν ἑνώνονται. Τὸ καθένα ψάχνει τὸ συμπληρωματικό του. Ἡ ἕνωση τῶν δύο δημιουργεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς, ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ αἰώνια προοπτικὴ ἔρχεται στὸν κόσμο.
Ἐπίσης,
• Τὸ ὠάριο εἶναι τὸ μεγαλύτερο κύτταρο τοῦ ὀργανισμοῦ (περίπου 120-150μ, ὅταν ὠριμάσει) μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ μορφολογία ἀπὸ τὸ σπερματοζωάριο (μικρὴ κεφαλὴ μὲ προεξέχουσα οὐρά).
• Τὰ ὠάρια εἶναι λίγα καὶ ἐνυπάρχουν στὸ γυναικεῖο σῶμα ἀπὸ τὴν ἐμβρυϊκὴ ἡλικία, τὰ σπερματοζωάρια διαρκῶς γεννῶνται καὶ σὲ κάθε ἐκσπερμάτωση ὁ ἀριθμός τους ἀνέρχεται σὲ 100-200 ἑκατομμύρια.
• Ὁ ἄνδρας παράγει σπερματοζωάρια μέχρι προχωρημένη ἡλικία, ἐνῶ ἡ γυναῖκα ἔχει καταναλώσει τὰ ὠάριά της περίπου 35 χρόνια μετά τὴν ἔναρξη τῆς ἀναπαραγωγικῆς της δράσης.
• Ὁ ἄνδρας καθορίζει τὸ φύλο τοῦ παιδιοῦ, ἡ γυναῖκα κυοφορεῖ, δίνει ζωή, τίκτει καὶ θηλάζει. Αὐτὴ μεγαλώνει τὸ παιδί.
• Ὁ ἄνδρας φτάνει σὲ ὀργασμὸ πολὺ εὔκολα καὶ σύντομα, ἐνῶ ἡ γυναῖκα θέλει πολλαπλάσιο χρόνο.
• Τὸ κάλλος, ἡ χάρη εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς γυναικείας φύσεως γιὰ νὰ ἑλκύει. Ἡ φορὰ ἕλξης εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνδρα πρὸς τὴ γυναῖκα.
• Ἀντίστοιχα διαφοροποιημένα χαρακτηριστικὰ παρουσιάζουν καὶ οἱ ὁρμόνες τῶν δύο φύλων[4].
Ὅλα τὰ παραπάνω ἰδιώματα τῶν δύο φύλων ἔχουν τὸν λόγο τους καὶ φυσικὰ διαμορφώνουν ἀνάλογα καὶ τὴν προσωπικότητα καὶ γενικὰ τὴν ψυχολογία τῶν φύλων. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὑπάρχει διαφορετικὴ σχέση μὲ τὸν χρόνο, ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι ἡ γυναικεία φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὑπομονὴ καὶ ἀντοχή, ἐνῶ ἡ ἀνδρικὴ ἀπὸ ὁρμή καὶ δύναμη, λειτουργεῖ δὲ διαφορετικὰ τὸ συναίσθημα καὶ ἡ λογική. Οἱ γυναῖκες εἶναι πιὸ εὐαίσθητες καὶ εὐσυγκίνητες, πιὸ ἐπιρρεπεῖς σὲ ἀδυναμίες τοῦ συναισθήματος, ἀλλὰ καὶ πιὸ εὔκολες σὲ ἀρετές, ὅπως ἡ πίστη, τὸ φιλότιμο, ἡ ἀφοσίωση, ἡ διάθεση προσφορᾶς καὶ θυσίας. Τὰ δύο φύλα ἔχουν καὶ ψυχολογία συμπληρωματική.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ἔχει ἀναφαίρετη βιολογικὴ βάση καὶ στηρίζεται στὴ βιογενετική διαφορετικότητα καὶ κυρίως στὴ συμπληρωματικότητα τῶν δύο φύλων, ὑπακούει στὴ γενικὴ Ἀρχὴ τῆς Συμπληρωματικότητας (Complimentarity Principle), ἡ ὁποία συγκροτεῖ τὸν φυσικὸ κόσμο (ἄτομα, μόρια, ὕλη), καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ ἑτερώνυμα ἕλκονται καὶ τὰ ὁμώνυμα ἀπωθοῦνται. Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου δὲν εἶναι ἐπιλέξιμη∙ εἶναι δεδομένη.
Ἐρωτικὴ ἕλξη, σεξουαλικὴ ἐπιθυμία
Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἡ ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἀμοιβαία ἕλξη τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἕνας νὰ ἐπιθυμήσει τὸν ἄλλον, νὰ κινηθεῖ πρὸς αὐτόν. Αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον εἶναι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴ σεξουαλικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ὁποία προφανῶς καὶ ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικὸς θὰ πρέπει νὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὴ βιολογικὴ ταυτότητα τοῦ καθενός ἀπὸ τοὺς δύο. Μία σχέση στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δὲν βρίσκεται σὲ ἁρμονία μὲ τὸ σῶμα, προξενεῖ ρήγμα στὴν προσωπικότητα, ἀσάφεια καὶ διχασμὸ ταυτότητας καὶ βέβαια εἶναι μὴ κατὰ φύσιν καὶ μὴ ἐπιθυμητή.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν σεξουαλικὰ ὄργανα, ἀλλὰ μόνον ἀναπαραγωγικὰ ὄργανα καὶ σεξουαλικὰ αἰσθητήρια, αἰσθητῆρες, σημεῖα διεγέρσεως, ὅπως δὲν ὑπάρχουν γευστικὰ ὄργανα ἀλλὰ πεπτικὰ ὄργανα καὶ γευστικὰ αἰσθητήρια. Ὅπως ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ γεύση ἀλλὰ ἡ πέψη, ἔτσι καὶ ἡ σεξουαλικὴ ἕλξη δὲν μπορεῖ νὰ αὐτονομηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγικὴ προοπτικὴ τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ σεξουαλικὴ ἡδονὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, δὲν εἶναι αὐτόνομη, συνυπάρχει μὲ τὴν εὐθύνη τῆς νέας ζωῆς καὶ μάλιστα στὸ προστατευτικὸ πλαίσιο μιᾶς οἰκογένειας. Τὰ παιδιὰ δὲν γεννιοῦνται καὶ ἐγκαταλείπονται στὴν τύχη τους, ἀλλὰ προστατεύονται μέσα στὸ περιβάλλον τῆς οἰκογένειας. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὸν θεσμὸ τοῦ γάμου. Γάμος δὲν εἶναι ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης γιὰ συντροφικότητα, ἀλλὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐθύνη, εἶναι «ἔννομος συζυγία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιΐα». Συνεπῶς ἡ ἐρωτικὴ σχέση δὲν νοεῖται ἐκτὸς τοῦ γάμου, ὁ δὲ γάμος εἶναι ὑποχρεωτικὰ ἑτεροφυλικός.
Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ὁρίζεται ἀπὸ βιολογικοὺς παράγοντες, τὴν ἀνατομία, τὴ φυσιολογία, τὸ γενετικὸ ἀποτύπωμα, τὶς ὁρμόνες, τοῦ ἀτόμου ὄχι ἀπὸ τὴ σεξουαλικὴ τάση ἢ προσανατολισμό. Δὲν ὁρίζεται ἀπὸ ὀρέξεις, ἀπὸ τὸ τὶ νομίζω γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἢ ἀπὸ τὸ πῶς νοιώθω, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ τί τελικὰ εἶμαι. Μπορεῖ νὰ νοιώθω ὑγιὴς ἢ πολὺ ἔξυπνος ἢ λογικὸς καὶ βέβαια νὰ μὴν εἶμαι. Ἡ ταυτότητα ὁρίζεται ἀπὸ ἀντικειμενικὰ κριτήρια. Οὔτε ἕνα φυσιολογικὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ ἔχει πολλά φύλα, ἐνδεχομένως ἀμοιβαίως ἀντικρουόμενα: βιολογικό, συναισθηματικό, κοινωνικό.
ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Ἡ χρήση τοῦ σώματος πρέπει νὰ ὁδηγεῖ στὸν ἁγιασμό, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται ψυχοσωματικά. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ»[5], εἰς δὲ τὴν θεία λειτουργία προσευχόμαστε γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων[6]. Μὲ ἄλλα λόγια, καθὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἔχει δεχθεῖ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ὅλος, σῶμα καὶ ψυχή, σῶμα καὶ πνεῦμα, εἶναι ἱερός, ἐπειδὴ δὲ «τὸ σῶμα ἡμῶν ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος ἐστὶ»[7] καὶ «τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν»[8], ἡ κάθε ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ ἀντανακλᾶ αὐτὴν τὴν ἱερότητα.
Στὴν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ λέγεται γιὰ τοὺς συζύγους ὅτι «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»[9] σημαίνει καὶ «εἰς ψυχὴν μίαν», ὄχι δύο ψυχές κολλημένες μεταξύ τους, ἀλλὰ μία ψυχὴ ἀναγεννημένη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ δύο «ἀλλοιούμενες» πρός τὸ ἀγαθό∙ δύο ἄνθρωποι ἁγιαζόμενοι, «σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες», «μιᾶ ψυχῇ συναθλοῦντες»[10]. Ἡ συζυγικὴ ἀγάπη εἶναι ὅπως ἡ γονιμοποίηση, τὰ γενετικά κύτταρα ἑνώνονται χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ξαναχωρισθοῦν, καὶ δημιουργοῦν κάτι ἐντελῶς νέο μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀρχικῶν. Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ καθιστᾶ τὴν ἕνωση μυστήριο.
Ἡ φυσικὴ ἕλξη δόθηκε γιὰ νὰ ἑνώνει δύο ἀνθρώπους. Ὁ φυσικὸς νόμος ὑπάρχει γιὰ νὰ συγκροτεῖ, νὰ ἑνώνει, νὰ ἐναρμονίζει ψυχοσωματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐκτροπὴ ἐκ τῆς φυσικῆς ὁδοῦ, ἀντὶ νὰ ἑνώνει τοὺς δύο, διχάζει ἀμφοτέρους. Καὶ ἀντὶ νὰ γίνουν «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», ὁ καθένας διχάζεται στὰ δύο, ὄντας ὁ ἄνδρας μὲ ἀνδρικὰ βιολογικὰ ἰδιώματα καὶ θηλυκὴ ἐπιθυμία καὶ ἀντιστοίχως ἡ γυναῖκα.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γάμος εἶναι ἡ συζυγία, ὄχι ἡ συντροφικότητα, εἶναι ἡ εὐθύνη, ὄχι ἡ ἀπόλαυση∙ εἶναι ἐγκρατὴς συνεύρεση, ὄχι ἐγωιστικὴ συμπάθεια∙ εἶναι ζωὴ καὶ ἁγιασμός, εἶναι ἀδιάζευκτη ἕνωση, ἡ δὲ ἕνωση εἶναι θυσιαστικὴ τοῦ ἐγὼ κένωση, εἶναι ἀγάπη ποὺ «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», ἀγάπη ποὺ «οὐδέποτε ἐκπίπτει»[11]. Ὁ πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ νὰ γίνει μία σχέση γάμος εἶναι ἡ δυνατότητα φυσιολογικῆς σωματικῆς ἕνωσης. Γιὰ νὰ γίνει καὶ μυστήριο πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἀγαπητικὴ ἐν Κυρίῳ κένωσις. Μόνον ἔτσι, ὁ γάμος εἶναι «μυστήριο μέγα εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», καὶ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, «πατὴρ ἁγίων»[12].
Ὁ γάμος εἶναι ἐργαστήρι ἁγιότητος, «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» [13]. Στὴν Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δείχνει τὸν δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ μέσα ἀπὸ τὴν συζυγία. Προτρέπει τὶς γυναῖκες νὰ ὑποτάσσονται στοὺς ἄνδρες τους, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία στὸν Χριστό, τοὺς δὲ ἄνδρες νὰ ἀγαποῦν τὶς γυναῖκες τους, «καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν», μάλιστα μέχρι θυσίας, ὅπως ὁ Χριστὸς «ἑαυτὸν παρέδωκεν» ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας∙ και συνεχιζει νὰ τὶς ἀγαποῦν «ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα»[14]. Προφανῶς οὔτε τὸ πρῶτο ἀποτελεῖ ὑποτέλεια σὲ ἀνδρικὸ προνόμιο οὔτε τὸ δεύτερο δυσβάσταχτη ὑποχρέωση τῶν ἀνδρῶν ἢ εὔνοια τῶν γυναικῶν. Φαίνεται πὼς οἱ ἄνδρες κενώνονται καλύτερα μὲ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, ἐνῶ οἱ γυναῖκες μὲ τὴν ὑποταγή. Τὸ δὲ μέτρο τῆς ὑποταγῆς τῆς γυναίκας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ ἄνδρα εἶναι ἡ σχέση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ φωτίζει τὴ σχέση τῶν συζύγων. Στὴν οὐσία, ὁ ἁγιαστικὸς σκοπός, τὸ νὰ γίνουν ἕνα, ἐπιτυγχάνεται ὅταν ζοῦν μαζὶ ἐν ἀγάπῃ «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ»[15] καὶ «ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης»[16].
Σὲ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ἐμφανὲς ὅτι γάμος σημαίνει ἕνωση ἄνδρα καὶ γυναίκας, ποὺ σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους κατὰ τὸ φύλο.
ΕΚΤΡΟΠΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Στὸν ἀντίποδα τοῦ ἁγιαστικοῦ στόχου ὑπάρχει ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς σχέσης, ἡ ἐκτροπὴ τῆς σεξουαλικῆς ζωῆς καὶ ἀσέβεια στὴ φύση.
Χαρακτηριστικά, ὁ Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή[17],
(α) ἐνῶ ἀπαριθμεῖ δι’ ἁπλῆς ἀναφορᾶς ποικίλες ἐμπαθεῖς καταστάσεις[18], ὅταν ἀναφέρεται σὲ αὐτοὺς ποὺ «ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι» εἶναι ἀναλυτικός, ἡ δὲ γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι σκληρὴ καὶ ἀφοριστική.
(β) Κάνοντας σαφῆ ἀναφορὰ στὴν παρὰ φύσιν συνάφεια ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, τὴν χαρακτηρίζει μὲ βαρεῖς ὅρους, ὅπως «ἀσχημοσύνη» (α΄ 27), «ἀκαθαρσία» (α΄ 24) καὶ «ἀτιμία» (α΄ 26), δηλαδὴ ἀπώλεια τῆς δόξας καὶ τιμῆς τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου[19].
(γ) Δὲν καταδικάζει μόνο τὴν πράξη ὡς ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀναφέρεται κυρίως στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν διαπράττουν, χωρὶς κανένα ἐλαφρυντικό, λέγοντας «ὅτι ἀρσενοκοῖται βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν»[20] καὶ ὅτι · «οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσί» (στ. 32).
(δ) Θεωρεῖ ὅτι «ἡ μετάλλαξις τῆς φυσικῆς χρήσεως εἰς τὴν παρὰ φύσιν» σχέση (α΄ 26) εἶναι συνέπεια «τῆς μετάλλαξης τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει» (α΄ 25) καὶ τῆς ἐκτροπῆς ἐκ τῆς πίστεως στὸν ἀληθινὸ Θεό, «οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν» (α΄ 21),ὅπως καὶ σκοτισμένης καὶ ἀσύνετης καρδιᾶς, «ἀλλ’ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία» (α΄ 21). Ἡ μὴ κατὰ φύσιν συνουσία ἀποτελεῖ ἠθικὴ ἔκπτωση καὶ εἶναι συνέπεια τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς ἀπόρριψης τῆς ἀληθείας Του[21].
(ε) Ἡ σχέση μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ διαρρηγνύεται σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ Θεὸς τοὺς ἐγκαταλείπει, τοὺς «παραδίδει» ὁ Ἴδιος «εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς», (α΄ 24), «εἰς πάθη ἀτιμίας» (α΄ 26) καὶ «εἰς ἀδόκιμον νοῦν ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα» (α΄ 28).
(στ) Τέλος, ἡ κατὰ φύσιν συνάφεια, ὀνομάζεται «χρῆσις», ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ συνεύρεση σκοπὸ ἔχει τὴν ἀξιοποίηση τῆς φυσικῆς λειτουργίας καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἡδονίζουσας ἐπιθυμίας. Ἡ ἡδονὴ ὑπηρετεῖ τὴν «χρῆσιν» καὶ ἐπισφραγίζει τὴν ἀγάπη. Ἀγαπῶ ὅμως δὲν σημαίνει συμπαθῶ, ἀλλὰ προσφέρομαι, δίνω ὅ,τι ἔχω, τὸν ἑαυτό μου, δὲν κρατάω τίποτα γιὰ μένα, αὐτὸ εἶναι κένωση∙ καὶ λαμβάνω ὅ,τι μοῦ προσφέρεται ὡς ἀντίστοιχη κενωτικὴ ἀνταπόκριση, ὄχι ὡς ἀνταπόδομα. Εἶναι σὰν νὰ ἀδειάζω ἀπὸ τὸ αἷμα μου καὶ νὰ γεμίζω μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἄλλου.
Ἀνάλογα προσεγγίζει τὸ θέμα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καθὼς ὑπομνηματίζει τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, θεωρῶντας τὴν παρὰ φύσιν σχέση ὡς τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Ἡ κατὰ φύσιν ἕνωση γεννᾶ ζωὴ καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους.
Κατὰ τὸν Χρυσόστομο, ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στὴν ὁρμὴ αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας καὶ στὴν ἀνατροπὴ τῶν πάντων[22]. Μάλιστα θεωρεῖ τὴν ἀρσενοκοιτία χειρότερη καὶ ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ ἀπὸ τὸν φόνο[23]. Εἶναι ὅ,τι χειρότερο[24],ἐπειδὴ δὲ ἡ συγκεκριμένη ἁμαρτία εἶναι προϊὸν «κατεργασίας», δηλαδὴ ἀποτέλεσμα σπουδῆς, εἶναι συνειδητὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀσυγχώρητη[25]. Βάση δὲ καὶ αἴτιο αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας δὲν εἶναι οἱ ὁρμὲς τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἡ διαφθορὰ τοῦ νοῦ[26].
Τελικά, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται στὴ σύγχρονη κοινωνία δικαίωμα, ἀγάπη, προσανατολισμός, ταυτότητα, ὑπερηφάνεια, αὐτὸ τὸ ἴδιο χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἀτιμία, ἀσχημοσύνη, ἀκαθαρσία, μὴ καθῆκον, ἀπὸ δὲ τὸν Χρυσόστομο μανία, ὕβρις, ἀλλόκοτη λύσσα[27]. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴ φύση ἀναφέρεται στὸν πυρῆνα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι οἱ θέσεις αὐτὲς ἀντανακλοῦν τὶς ἠθικὲς ἀντιλήψεις τῆς τότε ἐποχῆς καὶ συνεπῶς θὰ μποροῦσαν νὰ παραθεωρηθοῦν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ
Α. Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ὑπάρχει μία βασικὴ ἀρχὴ ποὺ ἔχει τέσσερα μέρη ἀδιαπραγμάτευτης ἰσχύος. Τὰ φύλα:
- Εἶναι μόνον δύο, δὲν ὑπάρχει κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἢ ἐνδιάμεσο, ὅπως ἐξυπονοεῖ ὁ ὅρος ΛΟΑΤΚΙ.
- Εἶναι μεταξύ τους διαφορετικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει σαφὴς διάκριση ἀνάμεσα στὰ δύο φύλα, ἡ ὁποία καὶ πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ διατηρεῖται. Ἡ ἀσάφεια δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ἡ σύγχυση κρίση ταυτότητας.
- Δὲν εἶναι μόνον διαφορετικά, ἀλλὰ εἶναι κυρίως συμπληρωματικά. Ἡ διαφορετικότητά τους δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ διακρίνει, ἀλλὰ ὄντας συμπληρωματικά, ὑπάρχει κυρίως γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἕνωσή τους. Ἡ σωματικὴ ἕνωση ἔχει διπλὸ σκοπό∙ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ ὁλοκλήρωση τῆς ἀγάπης. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, δὲν ἀποτελεῖ πράξη ἀλλὰ ἱερὴ σχέση, ἡ ὁποία προφανῶς καὶ πρέπει νὰ εἶναι ψυχοσωματικά ἄρτια καὶ κατὰ φύσιν.
- Ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς καὶ συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στηρίζεται στὴν ἑτεροφυλικότητα. Κάθε τι ποὺ ἀποδυναμώνει τὴ διάκριση τῶν φύλων εἶναι προσβολὴ τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Β. Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὑφίσταται συγγενὴς ἀπόκλιση ἀπὸ τὴ φυσιολογία, αὐτὸ ἀποτελεῖ ὀργανικὴ ἢ ὁρμονικὴ διαμαρτία. Τὸ πρόβλημα γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ τυχὸν ὑφιστάμενη διαμαρτία τῆς φύσης, ἀλλὰ ἡ διαστροφὴ τῆς χρήσης, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ πρῶτο ἀπαιτεῖ θεραπεία, τὸ δεύτερο ἀποτελεῖ ἁμαρτία.
Γ. Ἡ σύγχρονη προβληματικὴ περὶ φύλου συνδυάζεται μὲ ἕνα πανίσχυρο lobbying, μιὰ προπαγανδιστικὴ μηχανὴ μονόπλευρης προβολῆς ἀπόψεων, ποὺ προσπαθοῦν νὰ κλονίσουν τὴ σαφῆ διάκριση καὶ σεξουαλικὴ ταυτότητα τῶν φύλων καὶ νὰ ἐπιβάλουν μιὰ ἰδεολογία αὐθαίρετης ἀλλαγῆς, ἐπιλογῆς ἢ καὶ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ φύλου. Ὅλο αὐτὸ ἐκφράζεται μὲ τὴ μορφὴ παγκοσμίως διαδιδόμενης μόδας καὶ τὴν ὁρμὴ πολιτικῆς προπαγάνδας, προερχόμενης ἀπὸ ἀθέατα κέντρα μὲ ἄγνωστους σκοπούς, συνοδεύεται δὲ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπὸ κατευθυνόμενη ψευδοπληροφόρηση (στατιστικές, δεδομένα, ἐπιστημονικὲς ἀξιολογήσεις κ.λπ.), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ ἀντίστοιχο bullying μὲ εἰρωνεῖες, ἀπειλές, ἐκφοβισμούς, ἀδίστακτους ἀποκλεισμούς. Κάθε ἀντίλογος χαρακτηρίζεται ὁμοφοβικός, κάθε ἀντίθετη ἐπιχειρηματολογία ὡς συνωμοσιολογία. Ἔτσι, ἐνῶ φαίνεται πὼς ἑδράζεται σὲ κοινωνικὴ εὐαισθησία ἔναντι κάποιων ἀτόμων ποὺ παρουσιάζουν ὄντως πρόβλημα καὶ χρήζουν στήριξης ἢ στὴν προστασία τῶν δικαιωμάτων κάποιας ἀνάλογης μειονότητας, στὴν οὐσία συρρικνώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποτελεῖ ἐπίθεση κατὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ χειρότερες συνέπειες ἀπὸ τὴν κλιματικὴ ἀλλαγή, καθὼς δὲν ἀλλοιώνει τὸ περιβάλλον καὶ τὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσβάλλει τὴν ἴδια τὴν ὀντολογία του.
Δ. Ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ συχνὰ ἀκούγεται εἶναι ὅτι ἐφόσον μεταξὺ δύο ἀνθρώπων ὑπάρχει ἀγάπη, ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρέπει νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ συνεπῶς δικαιοῦνται νὰ συνάψουν σχέση γάμου ἀκόμη καὶ δύο ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου, μιᾶς καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀγάπης τελείωση. Εἶναι ὅμως ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη ἐξ ὁρισμοῦ γνήσια ἀγάπη, μάλιστα ἀνεξάρτητη τῶν φύλων;
Ἡ ἀγάπη ἔχει πολλές μορφές. Ἄλλη εἶναι ἡ ἀγάπη μεταξὺ ἀδελφῶν, ἄλλη μεταξὺ γνωστῶν καὶ φίλων, ἄλλη τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα καὶ ἀντιστρόφως, ἄλλη ἡ ἀγάπη πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ φυσικὴ σχέση στὶς παραπάνω περιπτώσεις μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει σωματικὲς ἐκδηλώσεις ἁπλῆς ἐπαφῆς (ἐναγκαλισμοὺς καὶ διακριτικοὺς ἀσπασμούς), ἀλλὰ εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ σεξουαλικὲς ἐξάρσεις καὶ κινήσεις ἀμοιβαίας σωματικῆς ἑνώσεως. Δὲν ὁδηγεῖ σὲ γάμο. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἀγάπη, ἐνῶ ἐκθειάζεται ὡς μείζων τῶν ἀρετῶν καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς ρῆμα ἢ οὐσιαστικὸ 315 φορές, σὲ καμμία τῶν περιπτώσεων δὲν συνδέεται μὲ τὸ ἐρωτικὸ αἴσθημα, τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖται «ἐπιθυμία»[28].
Ἡ ἰδιομορφία τῆς ἐρωτικῆς ἕλξης εἶναι ὅτι ἀναπόφευκτα συνοδεύεται ἀπὸ σεξουαλικὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία βέβαια χαρακτηρίζεται ἀπὸ παρορμητισμὸ καὶ ἡδονικὸ αἴσθημα καὶ συνεπῶς τὸ ἐνδεχόμενο ἡ ἀγάπη νὰ νοθεύεται ἀπὸ ἀνελευθερία καὶ ἰδιοτέλεια εἶναι ὁρατό, Ὡς ἐκ τούτου ἡ σεξουαλικὴ ἱκανοποίηση δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό.
Αὐτὸ ἀντισταθμίζεται, ὅταν ὁ σκοπὸς τῆς ἑνώσεως εἶναι νὰ δώσει ζωὴ σὲ ὅλες της τὶς μορφές καὶ ὅταν τὰ πάντα γίνονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη «…εἶναι ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία τῶν ψυχῶν, ὅπως ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων…»[29], εἶναι πάντοτε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σεβόμενη ἀσφαλῶς τὰ ἔργα Του, κορύφωση τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ὅμως Αὐτὸς τὸν δημιούργησε. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει σεβασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας, ὅτι «ὁ Θεὸς ἐποίησεν τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς»[30]. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖ τὸν γάμο καὶ τὸν ἀναβιβάζει σὲ μυστήριο. Ὁ γάμος πρέπει νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπαράγει τὴ ζωή.
Ἐὰν ἴσχυε ὅτι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης καὶ ὡς ἐκ τούτου δικαιολογεῖ κάθε σχέση, τότε θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ ἡ εὔκολη ἐναλλαγὴ συντρόφων καὶ ἔμμεσα ἡ μοιχεία, σίγουρα δὲ ἡ πολυγαμία. Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι πάντοτε γνήσια ἀγάπη.
Ε. Ἐπειδὴ ἡ σεξουαλικὴ κίνηση ἔχει στοιχεῖα σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ παρορμητισμοῦ, προκειμένου νὰ μὴν κυριαρχήσει τῆς λογικῆς, τῆς βούλησης καὶ τῆς ἠθικῆς, χρειάζεται κάποιον ἔλεγχο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνει ἡδονοκεντρικός, τότε τὸ σῶμα γίνεται σάρκα[31], ἡ ψυχὴ χάνει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ δύναμή της, διαταράσσεται ἡ ψυχοσωματικὴ ἁρμονία. Ὁ ἔλεγχος ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐνεργοποίηση τοῦ αὐτεξουσίου. Ἡ κυριαρχία τοῦ αὐτεξουσίου ἔναντι τῶν ὁρμῶν ὁδηγεῖ στὴν ἐγκράτεια. Ἡ ἐγκράτεια ἐμποδίζει τὴ φυσική τάση νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἀνεξέλεγκτη ὁρμή καὶ βέβαια εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ὑπάρξει στὸν ἄνθρωπο σεβασμὸς πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη του, «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει∙ πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος»[32].
ΣΤ. Ἡ ὀρθὴ ἀξιοποίηση τοῦ αὐτεξουσίου ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία, δηλαδὴ στὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Τὸ αὐτεξούσιο δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἐλευθερία. Ἐλευθερία δὲν εἶναι νὰ κάνει κανεὶς ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ νὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ ἐγκολπωθεῖ καὶ νὰ ἐκφρασθεῖ μέσῳ αὐτοῦ, «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσῃ ὑμᾶς»[33]. Ἐλευθερία εἶναι ἡ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ ἀγαθῷ, δηλαδή τὸ νὰ θέλει καὶ νὰ ἐργάζεται τὸ καλό, νὰ ἐλεγχει τὸν νοῦ καὶ νὰ κυριαρχεῖ στὰ πάθη, νὰ ὑπερισχύει τῶν πάσης φύσεως ὁρμῶν, σαρκικῶν, συναισθηματικῶν, ἐγωιστικῶν, νὰ κινεῖται φυσικῶς πρὸς τὸ κατὰ Θεὸν ἀγαθό.
Αὐτὸν τὸν σκοπό πρέπει νὰ ἐκπληρώνει καὶ ἡ χρήση τῆς φύσης. Πολλῷ δὲ μᾶλλον ἡ ψυχοσωματικὴ ἕνωση δύο ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ὅταν ὑπηρετεῖ τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπη καὶ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς ἀπὸ ἐμπαθὴς κίνηση μεταμορφώνεται σὲ ἱερὴ πράξη, ἴσως τὴν ἱερώτερη ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὸ σῶμα του, μετὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἄσκηση, διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν δίνει ὕπαρξη σὲ νέα ζωὴ μὲ αἰώνιο καὶ θεϊκὸ προορισμό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀναζωογονεῖ ἐν κενωτικῇ ἀγάπῃ τοὺς ἴδιους τοὺς συζύγους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ βεβήλωση τῆς ἱερότητάς της εἶναι ἁμαρτία.
Ἡ κοσμικὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀνθρώπου στηρίζεται στὴν αὐτεξουσιότητα, δηλαδή στὰ δικαιώματά του. Ἀντίθετα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὑπάρχει δυσκολία στὴν κατανόηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου σὲ θέματα ὅπως ἡ ἐπιλογὴ τοῦ φύλου, διότι κάνοντας ὅ,τι θέλεις μπορεῖ ὄχι μόνον νὰ μὴν εἶσαι ἐλεύθερος, ἀλλὰ νὰ εἶσαι δοῦλος, «ᾧ τις ἥττηται τούτῳ καὶ δεδούλωται»[34].
Ζ. Τὸ πρόβλημα δημιουργεῖται ὅταν ὁ σεξουαλικὸς παρορμητισμός, ἀκόμη καὶ στὸ ἑτεροφυλικὸ ἐπίπεδο, ὑπερτονίζεται ὡς πρὸς τὴν ἀξία του καὶ αὐτονομεῖται καὶ φυσικὰ ὅταν ἀπὸ φυσικὴ ροπὴ καὶ ἐπιθυμία μετατρέπεται σὲ ἰδεολογία ἀπελευθέρωσης καὶ ἀντίδρασης. Τότε τὸ ἀφύσικο μπορεῖ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν ψυχὴ ὡς ταυτότητα ἢ ἐπιλέγεται ὡς ἀπαιτητικὸ δικαίωμα. Καὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ταλαιπωρεῖ κάποιους ὡς προσωπικὴ κρίση, μετατρέπεται σὲ κίνημα ποὺ καταστρέφει τὴν κοινωνία καὶ τὸν ἄνθρωπο.
Η. Ἀκόμη καὶ ἐὰν κάποιος ἔχει ἐγγενῶς μέσα του παρὰ φύσιν τάση, θὰ ἔπρεπε καὶ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθηθεῖ νὰ τὴν ἐλέγξει. Ἡ κατὰ Θεὸν ἐγκράτεια δὲν εἶναι τυρανία ἀλλὰ ἐλευθερία. Μὲ δεδομένο ὅτι ἡ ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία καὶ ἡ σεξουαλικὴ ἔκφραση δὲν ἀποτελοῦν ζωτικὲς λειτουργίες, ὑποχρεωτικὲς γιὰ τὴν ἐπιβίωση ἢ τὴ φυσιολογικὴ ἔκφραση κάθε ἀνθρώπου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν προσανατολισμό της, ἡ σεξουαλικότητα θὰ ἔπρεπε καὶ μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὴν αὐτεξουσιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐὰν γιὰ τὰ φυσιολογικὰ ἑτερόφυλα ἄτομα ἡ πρὶν ἢ ἐκτὸς τοῦ γάμου σχέση εἶναι ἁμαρτία, διότι ὑποτάσσει τὸ αὐτεξούσιο στὶς φυσικὲς ὁρμές, γιὰ τὰ ὁμοφυλοφυλικοῦ προσανατολισμοῦ ἄτομα ἡ ὅποια ἐρωτικὴ σχέση ἀποτελεῖ μεγαλύτερη ἁμαρτία, διότι ἐπιπλέον ὑποτάσσει τὴν κατὰ φύσιν χρήση στὴν παρὰ φύσιν ἐκτροπή.
Θ. Ὅταν ἡ φύση ἀρνεῖται ἢ ἔστω δὲν γνωρίζει μία σχέση, τότε ἡ σχέση εἶναι ἀπαγορευμένη. Κλασικό πράδειγμα ἡ αἱμομικτικὴ σχέση, ὅπου ἐνῶ ὑπάρχει ἀγάπη, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐρωτικὴ κίνηση καὶ σχέση. Δὲν μπορεῖ ἡ κάθε ἀγαπητικὴ ἕλξη νὰ δικαιολογήσει τὴν ἐρωτικὴ ἔκφραση. Ὅπως μεταξὺ δύο ἀδελφῶν ἡ φύση τὴν ἀπαγορεύει, ἔτσι καὶ μεταξύ δύο ὁμόφυλων ἀτόμων δὲν τὴν ἐπιτρέπει. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τὴ φυσιολογία. Οὔτε ὁ δικαιωματισμὸς νὰ καταργήσει τὴ φωνή της. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τοῦ ἐπιτρεπτοῦ, αὐτὴ μᾶς φανερώνει καὶ τὴν ὁδὸ τοῦ ἠθικοῦ. Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε παρὰ φύσιν σχέση, ἀνεξάρτητα ἐὰν εἶναι τοῦ ἰδίου φύλου ἢ ὄχι. Σκοπὸς τοῦ κάθε ἁγιαζόμενου χριστιανοῦ εἶναι «νὰ διαφύγει τὸ παρὰ φύσιν, νὰ διασώσει τὸ κατὰ φύσιν καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῶν ὑπὲρ φύσιν χαρισμάτων»[35].
Ι. Ὅπως δὲν γνωρίζουμε τὸ γενετικὸ ἢ τὸ νευροφυσιολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ αἴτιο τῆς ἑτεροφυλικῆς τάσεως, δὲν γνωρίζουμε οὔτε αὐτὸ τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς. Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι κάποιοι ἔτσι γεννήθηκαν καὶ συνεπῶς ἔτσι εἶναι καὶ αὐτὸ τοὺς δικαιολογεῖ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ στὴν παιδοφιλία. Στὴν περίπτωση αὐτήν, ἕνας παιδόφιλος θὰ ἦταν ἐπικίνδυνος μὲν ἀλλὰ ὄχι ἠθικὰ ἔνοχος. Οἱ κατασκευασμένες αἰτιολογήσεις γιὰ τὸν λεγόμενο σεξουαλικὸ προσανατολισμὸ ἐνέχουν τὸν κίνδυνο νὰ ὁδηγήσουν σὲ παραλογισμό.
ΙΑ. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ ἐπιχείρημα ὅτι καὶ μεταξὺ τῶν ζώων παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο, ἄσχετα μὲ τὸ ὅτι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ ταυτότητας ἀλλὰ στοιχεῖο ἄτακτης συμπεριφορᾶς, ἀκόμη καὶ ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ἴσχυε, αὐτὸ μὲ κανέναν τρόπο δὲν σημαίνει ὅτι ὁ αὐτεξούσιος ἄνθρωπος δικαιολογεῖται νὰ κινεῖται μὲ ἐνστικτώδη παρορμητισμό, ὅπως τὰ ζῶα καὶ νὰ ἀκυρώνει τὸ αὐτεξούσιό του.
ΙΒ. Τελευταῖα, πληροφορούμαστε ὅλο καὶ συχνότερα γιὰ ἄτομα τὰ ὁποῖα διατείνονται πὼς διακατέχονται ἀπὸ δυσφορία τοῦ φύλου, δηλαδὴ νοιώθουν φυλακισμένοι σὲ ἕνα βιολογικὸ σῶμα ἀντίθετο μὲ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνονται ὡς ταυτότητά τους, μὲ συνέπεια ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ ὑποφέρουν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ ἐπιδιώκουν ἀλλαγὴ τοῦ βιολογικοῦ τους φύλου.
Αὐτὸ κατ’ ἀρχὰς, ἐφόσον ὀνομάζεται δυσφορία καὶ θέλει διόρθωση, δηλαδὴ θεραπεία, θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς σύμπτωμα, ὅπως ἡ δύσπνοια ἢ ὁ πόνος, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἀσθένεια, ποὺ χρήζει ἀντιμετώπισης. Πρὸς τοῦτο πρέπει νὰ βροῦμε τὴν αἰτία, προκειμένου νὰ θεραπεύσουμε τὴν ἀσθένεια καὶ ὄχι τὸ σύμπτωμα. Ἐὰν μὲν βρεθεῖ κάποιο ὀργανικὸ πρόβλημα, προφανῶς καὶ θὰ πρέπει εἴτε φαρμακευτικὰ εἴτε ἐπεμβατικὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ. Ἐὰν ὑφίσταται κάποια μορφὴ ἐρμαφροδιτισμοῦ, ἡ κατεύθυνση θὰ πρέπει νὰ εἶναι πρὸς τὸ ἐπικρατοῦν φύλο. Ἐὰν πάλι δὲν ὑπάρχει ὀργανικὸ ὑπόβαθρο, τότε τὸ πρόβλημα πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς ψυχιατρικό. Στὴν περίπτωση αὐτήν, ἡ ἀλλαγὴ τῶν ἀνατομικῶν, ὀργανικῶν, βιολογικῶν χαρακτηριστικῶν θὰ δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα, ἡ δὲ χειρουργικὴ ἐπέμβαση θὰ πρέπει νὰ ἀποκλεισθεῖ ὡς ψυχοχειρουργική. Ἡ πρόκληση γιὰ τὴν ψυχιατρικὴ δὲν εἶναι νὰ διορθώσει τὸ σῶμα, ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τὴν ψυχὴ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὸ σῶμα, νὰ θεραπεύσει τὴν ψυχή, ὅπως ἐξ ἄλλου κάνει σὲ τόσες ἄλλες περιπτώσεις. Ἡ πνευματικὴ βοήθεια στὴν περίπτωση αὐτὴν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδειχθεῖ ἀνεκτίμητη.
ΙΓ. Τὸ πῶς κανεὶς νοιώθει μπορεῖ νὰ ὀφείλεται σὲ ὀργανικὰ αἴτια, μπορεῖ νὰ ἔχει ψυχολογικὴ βάση, μπορεῖ ὅμως νὰ προκαλεῖται ἢ νὰ ἐπιτείνεται καὶ ἀπὸ τὶς περιρρέουσες ἀντιλήψεις, συνήθειες καὶ νοοτροπίες. Προφανῶς, ἡ ἀλλοίωση τῆς φυσιολογικῆς λειτουργίας ἀποτελεῖ ἁμαρτία, μάλιστα μεγάλη καὶ δὲν εἶναι μόνον ἀτομική, ἀλλὰ στὶς μέρες μας, ἡ ἐλεγχόμενη πληροφορία καὶ ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐπικοινωνία τὴν καθιστοῦν δυστυχῶς συλλογική, καθὼς μοιράζεται ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπιλέγουν αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς καὶ ἀκολουθοῦν ἀνάλογες πρακτικὲς, στὸ κοινωνικοπολιτικὸ σύστημα καὶ τοὺς ἐκφραστές του, ποὺ γιὰ ποικίλους λόγους ὑποστηρίζει, προβάλλει καὶ ἐπιβάλλει αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλὴ ἠθικὴ ὡς ἀνεκτικότητα, δικαιωματισμό, διαφορετικότητα, ὅπως καὶ σὲ ὅσους ἀφελῶς ἔχουν πιστέψει καὶ δικαιολογοῦν τὸ καταστροφικὸ ψέμα, πολεμῶντας ὡς ἀσυμπαθῆ ὁμοφοβικότητα τὴ λογικὴ καὶ ἠθικὴ ἐπιφυλακτικότητα. Δυστυχῶς, ἡ ἔξαρση τοῦ νοσηροῦ αὐτοῦ φαινομένου εἶναι τεχνητή, ἀναπαράγεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κοινωνία, μὲ τὴν παραπλανητικὴ πληροφόρηση, τὴν προκλητικὴ διαφήμιση, τὴν ἐπίμονη προβολή.
Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ θέμα εἶναι ψυχοκοινωνικὸ καὶ τὸ ὅλο πρόβλημα ξεκινάει ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἡ σεξουαλικότητα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ταυτότητα καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ταυτίζεται ἡ ἀγάπη μὲ τὴν σεξουαλικὴ ἕλξη. Ἡ ἐπικρατοῦσα τάση εἶναι νὰ ὑποταχθεῖ ἀκόμη καὶ ἡ φυσιολογία στὴν «πολιτικὴ ὀρθότητα», τὸ τὶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος στὸ πῶς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἢ στὸ πῶς θέλουμε νὰ τὸν καταντήσουμε. Τὴν ἀρχὴ τῆς συμπληρωματικότητας τὴν ἀντικατέστησε τὸ δόγμα τῆς συμπεριληπτικότητας καὶ τὴν ἀξία τῆς ἐλευθερίας ὁ νόμος τοῦ δικαιωματισμοῦ.
ΙΔ. Ἡ παροῦσα κατάσταση εἶναι ἀπόρροια μιᾶς σειρᾶς αἰτίων ποὺ προηγήθηκαν κατὰ τὸν περασμένο αἰῶνα, ὅπως ὁ πανσεξουαλισμός, ἡ ἀχαλίνωτη προβολὴ τῆς σεξουαλικότητας, ὁ ἐξανδρισμὸς τῶν γυναικῶν, ἡ ἐκθήλυνση τῶν ἀνδρῶν κ.ἄ. Ἀρχικά, ἐπιβλήθηκε μία μόδα ὥστε οἱ γυναῖκες νὰ ἐμφανίζονται μὲ ἀνδρικὴ ἀμφίεση καὶ ἀνδρικὲς συνήθειες καὶ τρόπους, οἰ δὲ ἄνδρες νὰ ἐκφράζουν γυναικεῖες τάσεις ἢ θηλυπρεπεῖς ἐκδηλώσεις. Αὐτὸ ὁδήγησε στὴν ἐπιβολὴ τῆς λεγόμενης unisex ἀμφίεσης καὶ ἀντίληψης σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ἐκφράσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἐπάγγελμα, ψυχαγωγία κ.λπ., μὲ συνέπεια τὴν ἀμφισβήτηση καὶ σύγχυση περὶ τοῦ τὶ εἶναι ἀνδρικὸ καὶ τὶ γυναικεῖο, ἀδιάκριτα τὰ μεταξύ τους ὅρια καὶ ἀσάφεια τῆς σεξουαλικῆς ταυτότητας. Ἐπιπλέον προβάλλοντας σὲ λάθος βάση τὴν ἰσότητα τῶν φύλων, ἀποδυναμώθηκε ἀσύνετα ἡ διάκριση τῶν φύλων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἅλμα τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸ ἕνα φύλο στὸ ἄλλο νὰ φαντάζει πιὸ εὔκολο, πιὸ ἁπλό, ἴσως καὶ φυσικὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου δυνητικὰ ἐπιλέξιμο. Τελικά, ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ποὺ εἴτε ἀπὸ ἀντίδραση εἴτε ἀπὸ μόδα ἢ ἀμφισβητοῦν ἢ θέλουν νὰ ἀλλάξουν τὴν ταυτότητά τους νὰ αὐξάνει, μάλιστα ἐπικίνδυνα. Αὐτὸ τὸ ἀκολούθησε μία δικαιολογία ποὺ στὴ συνέχεια ἐξελίχθηκε σὲ ἰδεολογία καὶ κίνημα μὲ συνέπεια νὰ παρατηρεῖται ἡ σημερινὴ ἐκρηκτικὴ ἔξαρση τοῦ φαινομένου.
Δυστυχῶς, τοὺς ΛΟΑΤΚΙ δὲν τοὺς δημιούργησε οὔτε ἡ φύση οὔτε πολὺ περισσότερο ὁ Θεός. Εἶναι μιὰ παθολογικὴ κατάσταση, μιὰ σοβαρὴ ἀρρώστια ποὺ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ τὴ δημιούργησε ἡ κοινωνικὴ ἁμαρτία καὶ ἐξελίσσεται σὲ πανδημία.
ΙΕ. Ἡ ἐπίμονη προβολή τῶν πολυδιαφημισμένων δικαιωμάτων τῆς κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ, ἀκόμη και στὰ σχολεῖα, χρησιμοποιεῖ κατὰ κόρον ὡς κύρια πρόφαση τὸ λεγόμενο bullying ποὺ ὑφίστανται τὰ ἄτομα ἐκεῖνα, κυρίως παιδιά, τὰ ὁποῖα ἐμφανίζουν μία ἰδιάζουσα συμπεριφορὰ μὲ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἄλλου φύλου, κάτι ἐξαιρετικὰ βίαιο, καὶ ἀσφαλῶς προσβλητικό, ἐξευτελιστικό, ἐξουθενωτικὸ τῆς προσωπικότητας. Προκειμένου νὰ καταπολεμηθεῖ αὐτὸ τὸ ἀπαράδεκτο φαινόμενο, ἀντὶ ἡ δυσαρμονία τοῦ φύλου νὰ παρουσιάζεται προστατευτικῶς γιὰ τὰ ὑφιστάμενα τὴν προσβολὴ ἄτομα ὡς παθολογικὴ διαμαρτία πρὸς ἀποκατάσταση, προβάλλεται ἀσύμμετρα ἡ ἐπιλογὴ τοῦ φύλου ὡς γενικευμένο γιὰ ὅλους δικαίωμα πρὸς ὑπεράσπιση. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ καταργεῖται ἡ θεραπευτικὴ προοπτικὴ καὶ νὰ διαδίδεται ἡ παρὰ φύσιν ἐπιλογὴ μὲ ὁρμὴ πολιτικῆς ἰδεολογίας καὶ συνέπεια τὴν ἐπιβολὴ μιᾶς ἀλλοιωμένης ἀνθρώπινης ὀντολογίας σὲ κοινωνικὴ κλίμακα, μάλιστα μὲ «ἠθικό» ἐπικάλυμμα τὴν δῆθεν «φιλάνθρωπη» ὑπεράσπιση τῶν ἐξουδενωμένων καὶ τὴν προστασία τῶν δικαιωμάτων.
ΙΣΤ. Τὸ φοβερο εἶναι ὅτι ἡ προσπάθεια δικαιολόγησης καὶ ἀδίστακτης προβολῆς τῆς ΛΟΑΤΚΙ ἰδεολογίας καὶ πρακτικῆς φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ θεωρεῖ προκλητικὴ τὴν ἑτεροφυλοφιλικότητα. Αὐτὸ κάνει στὴν οὐσία τὸ πρόγραμμα HOMBAT, τὸ ὁποῖο συγχρηματοδοτεῖται ἀπὸ τὸ πρόγραμμα «Δικαιώματα, Ἰσότητα καὶ Ἰθαγένεια» (Rights, Equality, Citizenship) τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς, καὶ στὸ ὁποῖο μεταξὺ τῶν ἄλλων συμμετέχουν τὸ τὸ Κέντρο Μέριμνας Οἰκογένειας καὶ Παιδιοῦ (ΚΜΟΡ) ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὅπως καὶ τὸ Center for Advancement of Research and Development in Educational Technology (CARDET) καὶ τὸ Accept LGBT ἀπὸ τὴν Κύπρο, μάλιστα δὲ ἡ 84 σελίδων βίβλος τῆς LGBTQ προαγάνδας φιλοξενεῖται καὶ στὴν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἀθλητισμοῦ καὶ Νεολαίας τῆς Κύπρου[36].
ΙZ. Ἀντὶ ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη νὰ προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὰ πάντα καὶ ἔνοχα νὰ ὑποστηρίζει τὸ φαινόμενο αὐτῆς τῆς ψυχοσωματικῆς δυσαρμονίας ἢ νομικὰ νὰ δώσει διέξοδο σὲ κάθε ἀφύσικη, ἀλόγιστη καὶ νοσηρὴ ἐπιθυμία ἢ καὶ νὰ ἀναπτύξει ἀντίστοιχες τεχνολογίες, θὰ ἔπρεπε φιλάνθρωπα νὰ τὸ ἀναγνωρίσει ὡς πρόβλημα καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, πνευματικά, ψυχολογικά, νὰ τὸ θεραπεύσει, ὥστε ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μποροῦν νὰ βοηθηθοῦν. Καὶ ἀντὶ νὰ ποινικοποιηθοῦν οἱ «θεραπεῖες μεταστροφῆς», θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναπτυχθοῦν θεραπεῖες ἐπιστροφῆς σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος στὴ φύση του εἶναι, ἀλλὰ δυστυχῶς κάποιοι δυσκολεύονται νὰ βιώσουν. Διαφορετικά, ἡ παρὰ φύσιν ἐκτροπὴ θὰ διαδοθεῖ εὐρέως μὲ καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ τὴν κοινωνία. Καὶ τὴν αἰτία της δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ψάξουμε σὲ νευροφυσιολογικὰ αἴτια.
Ἡ κρίση εἶναι πνευματική. Καὶ δυστυχῶς πολὺ βαθειά.
[1] Ὁμιλία στὸ 1ο Συνέδριο Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Ρέθυμνο, 20-22 Ὀκτωβρίου 2023.
[2] Ἐπίσης: κοινωνικό φύλο, binary, genderqueer, androgynous, gender nonconforming, τρανς «μετάβαση», πανσέξουαλ, πολυσέξουαλ, coming out, «ἑτεροκανονικότητα», τρανσοφοβία κ.ἄ.
[3] Δὲν ὑπάρχει καμμία ἐκ τῶν 50 πολιτειῶν τῶν ΗΠΑ στὴν ὁποία νὰ μὴν ἔχουν τὰ τελευταῖα χρόνια ἐκλεγεῖ σὲ κάποια πολιτικὴ θέση ἀνοιχτὰ δηλωμένοι ὁμοφυλόφιλοι, εἰς δὲ τὶς 48 ἐκ τῶν 50 ἔχουν ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὴν κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ εἴτε γερουσιαστὲς εἴτε μέλη τοῦ κοινοβουλίου εἴτε καὶ τὰ δύο, ἐνῶ σὲ τρεῖς ἀπὸ τὶς δέκα μεγαλύτερες σὲ πληθυσμὸ πόλεις τῶν ΗΠΑ (Chicago, San Diego, Houston) ἔχουν ἐκλεγεῖ καὶ δήμαρχοι (Βλ. List of first openly LGBT politicians in the United States (en.m.wikipedia.org).
Στὴν Εὐρώπη ὑπάρχουν καὶ σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο, πρόεδροι, πρωθυπουργοί κ.λπ., ὅπως ὁ πρωθυπουργὸς τοῦ Λουξεμβούργου καὶ μόλις πρόσφατα (31.5.2023) ὁ πρόεδρος τῆς Λετονίας. Στὴ Σερβία καθυστεροῦσαν οἱ ἐνταξιακὲς διαπραγματεύσεις, ἐπειδὴ ἡ Κυβέρνηση ἀπαγόρευσε τὴν «παρέλαση ὑπερηφανείας» στὸ Βελιγράδι (Βλ. Δήλωση τοῦ πρώην ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς ΕΕ στὴ Σερβία Vensan Dežer, Antivirus, https://avmag.gr/ 8.9.2013). Μόλις ἐπετράπει τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2014 ξεκίνησαν, τὸ δὲ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι τὸ 2017 διορίσθηκε πρωθυπουργὸς γνωστὴ λεσβία ἀκτιβίστρια (ἡ Ana Brnabic), ἡ ὁποία μάλιστα ἀπέκτησε καὶ τέκνο τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019!
Γιὰ τὰ ἐν Ἑλλάδι συμβαίνοντα παρέλκει κάθε σχολιασμός.
[5] Αὐτ. στ. 19-20.
[6] «ἁγίασον ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα» (Θ. Λειτουργία Χρυσοστόμου, Εὐχὴ Τρισαγίου ὕμνου).
[7] Α΄ Κορ. στ΄ 19.
[8] Αὐτ. στ. 15.
[9] Ἐφεσ. ε΄ 31.
[10] Φιλιπ. β΄ 2, α΄ 27.
[11] Α΄ Κορ. ιγ΄ 7, 8.
[12] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη θεολογικὰ-ἠθικὰ Γ΄, Προς παρθένους παραινετικός, ΒΕΠΕΣ 61,101.
[13] Α΄ Κορ. ιστ΄ 19.
[14] Ἐφεσ. ε΄ 24, 25, 28, 32.
[15] Αὐτ. στ. 21.
[16] Α΄ Τιμ. β΄ 15.
[17] Ρωμ. α΄ 20-32
[18] «πεπληρωμένους, ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξίᾳ, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας» (Αὐτ. στ. 29,30).
[19] «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», Ψαλμ. ΜΗ΄ 13.
[20] Α΄ Κορ. στ΄ 9.
[21] Κατάλληλος ἡ παρανομία τῇ δυσσεβείᾳ. Ὥσπερ γὰρ μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, οὕτω τὴν ἔννομον τῆς ἐπιθυμίας ἀπόλαυσιν μετέβαλον εἰς παράνομον (Θεοδώρητος, PG 83).
[22] «Ἡ ἐπίτασις τῆς ἐπιθυμίας αὕτη, ἀπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ ἐγκαταλείψεως» καὶ «ὅταν ὁ Θεὸς ἐγκαταλίπῃ, πάντα ἄνω καὶ κάτω γίνεται» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΟΜΙΛΙΑ Ε΄, Ρωμ. 1,28, ΕΠΕ 16Β, σσ. 407).
[23] Στὴν πορνεία «μὲν γὰρ εἰ καὶ παράνομος, ἀλλὰ κατὰ φύσιν ἡ μίξις, αὕτη δὲ καὶ παράνομος καὶ παρὰ φύσιν», ἐνῶ γιὰ τὸν φόνο «ὁ μὲν γὰρ ἀνδροφόνος τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ σώματος διέρρηξεν, οὗτος δὲ τὴν ψυχὴν μετὰ τοῦ σώματος ἀπώλεσε» (Αὐτ. σ. 408).
[24] «Οὐκ ἔστι ταύτης τῆς ὕβρεως ἀθλιότερον, ἀλογώτερόν τε καὶ χαλεπώτερον», (Αὐτ. σ. 414).
[25]Καὶ οἱ «ἄρρενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι, ἔργον ἔθεντο τὴν ἁμαρτίαν, καὶ οὐχ ἁπλῶς ἔργον ἀλλὰ καὶ ἐσπουδασμένον… Ὅθεν καὶ συγγνώμης ἁπάσης εἰσὶν ἐκτός» (Αὐτ σ. 416).
[26] «Οὐχὶ τῆς σαρκός, καθὼς τινὲς τῶν αἱρετικῶν φασίν, ἀλλὰ τῆς διανοίας ὄντα τῆς πονηρᾶς ἐπιθυμίας τὰ ἁμαρτήματα, καὶ τὴν πηγὴν ἐκεῖθεν οὖσαν τῶν κακῶν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΟΜΙΛΙΑ ΣΤ΄, Ρωμ. 1,28, ΕΠΕ 16Β, σ. 426).
[27] Πάντα μὲν οὖν ἄτιμα τὰ πάθη μάλιστα δὲ ἡ κατὰ τῶν ἀρρένων μανία· καὶ γὰρ πάσχει ἐν τοῖς ἁμαρτήμασιν ἡ ψυχὴ μᾶλλον καὶ καταισχύνεται ἢ τὸ σῶμα ἐν τοῖς νοσήμασι… Πρὸς τὴν ἀλλόκοτον ταύτην λύσσαν ἐξώκειλαν… Ὅθεν καὶ συγγνώμης ἁπάσης εἰσὶν ἐκτὸς καὶ εἰς αὐτὴν τὴν φύσιν ὑβρίσαντες».
(Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Ε΄, Ρωμ. 1, 18-25, ΕΠΕ 16Β, 406, σσ. 406-408)
[28] «Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν…», Ματθ. ε΄ 28.
[29] Ὁσία Γαβριηλία (Παπαγιάννη), ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἑβραῖο συγγραφέα Yehuda Hanegbi, Ἡ Ἀσκητικὴ τῆς ἀγάπης, σ. 414.
[30] Γεν. α΄ 27.
[31] «οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας»[31] (Γεν. στ΄ 3).
[32] Α΄ Κορ. στ΄ 12.
[33] Ἰω. η΄ 32.
[34] Β΄ Πέτρ. β΄ 19.
[35] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Δοξαστικὸν Αἴνων, Ἀκολουθία Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
[36] https://www.sportime.gr/ 17 Νοε 2023, 20:40.